μα εσύ δεν εφοβήθης τη νεροποντή..
κι εβγήκες στο πλατύσκαλο
τις στάλες της δροσιάς να ποτιστείς
χωρίς ομπρέλλα κι αδιάβροχο παλτό
μονάχα με τη θέρμη του
μισόν αιώνα παέι πια
που την εφόραες στο κορμί σου...
Γέρναν οι σκέψεις
μες στα μονοπάτια του μυαλού
ρυάκια που κυλάγαν σαν ποτάμι
ωσάν και που κυλάει η ζωή
αόρατο το χέρι που τις σπρώχνει..
Τον αγαπούσες πιότερο θαρρείς
στης απουσίας το παρόν του
το ανέφικτο..τ' ονειρικό
τα ανεκπλήρωτα..τα άπιαστα
πήρανε σαρκά και οστά..
παίρνουνε ακόμα χρώματα λευκά
σαν τ' άνθια του Απρίλη..
στα μονοπάτια του μυαλού
το εξόριστο συναίσθημα
στον έρωτά του τον μοναδικό
θάλλουσες μνήμες ανασταίνει..κυνηγά
το ταξίδι σου αέναα ορίζει..
''ΚΑΠΟΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΒΡΕΧΕ''
Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή