είδα πως κατηφόριζες από τους λόφους Σου
τριγύρναγες στα πράσινα λιβάδια..
Κατέβα πάλι με το μέρωμα..
με την πηγή του ελέους σου πότισε τις βραγιές μας..
Ω! Δέσποινά μου Μεγαλόχαρη..από παιδί
μια αγκαλιά με ζέσταινε της μάνας κι η δική σου
δεν έτρεχα στις εκκλησιές για να σε ψάξω να σε βρω..
στα ξύλινα τα τέμπλα η ανάσα λιγοστή..
δε μ' έστελνε η μάνα μου στο κατηχητικό
ν' ακούω τις μασημένες διδαχές
φανατισμού τις άναρθρες κραυγές των κατηχούντων..
της αγραμματοσύνης οι ταγοί
άθεη τη βαφτίζαν..
ήταν που σ' έφερνε στα μέτρα της..
ήταν που σ' κουβάλαγε κι εκειά μες στην αυλή..
σε έβρισκα στης μάνας το βασιλικό
στ' απέραντα του κάμπου τα λιβάδια
τα βράδια που ερχόσουνα στην κάμαρα
στο αχνό της λάμπας μου το φως...
μονάχη εγονάτιζα..
μια προσευχή να στείλω μες στην ερημιά
που εφύτεψε ο Πλάστης στις ψυχές
κι έστειλε έπειτα Εσέ..βάλσαμο και καταφυγή
να τις παρηγορείς..
εμπέρδευα την όψη σου με την όψη της μητέρας
τώρα που εμεγάλωσα κι ετράνεψε κι ο νους
σε κείνο το Μετόχι τ' αψηλό ανηφορίζοντας ..
στην ερημιά και στους ασφόδελους αναμεσίς..
παντού είν' κρυμμένος ο Θεός θα πεις
στους ψίθυρους της φύσης σε γυρεύω
μακριά απ' τα φώτα ..τις καμπάνες ..τις οχλαγοές
είναι οι καμπάνες δυνατότερες οι εντός
εκστατική η ψυχή..στη σιγαλιά σε συναντά..
θλιμμένη εσύ όπως κι εγώ
γιατί έχω ακόμα όνειρα στη Γης πολλά
για το ακατόρθωτον και το ιδανικό..
στο χοϊκό μου απαύγασμα τολμώ
μεταλαβαίνω στην πηγή σου το αθάνατο νερό
τη λύτρωση..το έλεος προσμένω....
''στους ψίθυρους της φύσης σε γυρεύω'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,