14 Νοεμβρίου 2021

⫷από το βάθη των καλών καιρών⫸



 
 
 
Μέσα απ' τα βάθη των λευκών καλών καιρών
ζευγάρια μάτια μας κοιτούν..μας χαιρετούνε
οι θύμησες στα περασμένα στο σιρίτι μας
κι η νοσταλγία μέσα μας σαλεύει
 
χτικιό και ελιξήριο οι αγάπες μας
σαράκι μες στα στήθια μας
στήνουν μακάβριο χορό 
στα βλέφαρα ανθίζουνε το δάκρυ.
 
σαλεύουνε οι πεθαμένες οι αγάπες μας
σαλεύει η χαμένη αθωοότης
η εκλεκτή καρδιά εδιάλεξε
ήλιους χλωμούς εκέντησε
να λιώνουνε το χιόνι εις τα όρεα της ψυχής.

⫷από το βάθη των καλών καιρών⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

12 Νοεμβρίου 2021

⫷ μυρωμένα γιασεμόκλωνα⫸

 
 
 
 
 
Τις γκρίζες νύχτες η αγάπη με κερνά
αγίασμα το άρωμα
σαν ζωγραφίζω γιασεμιά..
με το μελάνι της καρδιάς
γλυκά επιστρέφουν
εις την καμαρούλα τη μικρή..
βουλιάζουν στα σεντόνια μου
τα μυρωμένα γιασεμόκλωνα..
εις το νωπό μου χώμα της καρδιάς
αρωματίζουν της σιωπής σου το σκοτάδι.
 
⫷ μυρωμένα γιασεμόκλωνα⫸ Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

11 Νοεμβρίου 2021

⫷τα κορίτσια με τις μαύρες ποδιές και τους άσπρους γιακάδες⫸


Τι ν' απογίναν στων καιρών τις αιώρες
στους χρόνους
τα ολόδροσα εκείνα κορίτσια
 με τις μαύρες ποδιές και τους άσπρους γιακάδες?
Ροβολούσαν ανέμελα ..αγνά στα σοκάκια
ροδοστάλες φορτωμένα της νιότης..
στις πλατείες νυφοπάζαρα εστήναν τα έναστρα βράδια
εγευθήκαν ιδέες τρανές
των ηρώων που εστέκονταν  υποσχόμενοι εμπρός των
οι σελίδες του Τσέχωφ τα επαίρναν με τρένα μακριά
τα ταξίδια του νου..τ' ακριβά τους ταξίδια
της ζωής τα ταξίδια εσταθήκαν εις βάθος θαμπά.
Σ' εποχές αλλοτινές τα κορίτσια
με τις μαύρες ποδιές και τους άσπρους γιακάδες
ιστορία στα πλακόστρωτα εγράψαν ..
σε ονείρατα πλεύσαν τρανά και μετά χωριστήκαν
το καθένα από τότες το δικό του μονοπάτι τραβά
κι ανεβαίνουν ψηλά όσο η ζωή επιτρέπει.
Στις αιώρες του χρόνου αγναντεύω βαθιά
τις ξεχωριστές διαδρομές των ψαχουλεύω μ' αγάπη
στης εφηβείας τα χρόνια λαχταρώ να γυρνώ
τα αγκαλιάζω..τα κρατάω σφιχτά
γιατί είχαν κρυμμένα τα ονείρατα αγνά
σαν της δάδας το φως πυρσού αναμμένη
την προδοσία της ζωής λησμονώ
και κοιτάω μπροστά μοναχά..
μη νυχτώσει νωρίς.. αυτό με τρομάζει 
δακρυσμένη προσευχή αποβραδίς ψιθυρίζω
π' όνα γιοφύρι τοξωτό τις ήττες πετώ στο ποτάμι
και μετά μονολόγους ψελλίζουν τα χείλη σοφά
συλλαβίζω αργά:
ή ξεχνάς ή ζεις την επιθυμία της νιότης ξανά.
 
⫷ τα κορίτσια με τις μαύρες ποδιές και τους άσπρους γιακάδες ⫸ 
 Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

9 Νοεμβρίου 2021

⫷η ελεγεία των χαμένων γειτονιών⫸


Σ' αυτές τις ίδιες γειτονιές
που επαίξαμε τσιλίκι και κρυφτό
τώρα απόκοσμες κατασκευές
όμοια κελιά σε φυλακές
κι οι ανθρώποι ξένοι ανάμεσα σε ξένους.
Ψάχνω να βρω εκείνη τη ζωή που εξόρυξαν
οι σκαπανείς της ιερής ζωής και της ευλογημένης
κι ελπίδες δάκρυα παιδικές φωνές
αφήσαν να λουφάζουνε σε μέρες σκοτεινές
προσμένοντας να 'ρθουν οι φωτεινές οι μέρες..
με τις αυλόπορτες ξεκλείδωτες
να μη φοβούνται τους ληστές
των ψυχών και της πραμάτειας.
Χρόνους πολλούς της γης το λίκνο μας
ουδείς εθρήνησε..μα εγώ ως εύελπις φρονώ 
σε μίαν ελεγείαν λυρικήν της γης
εις μίαν ελεγείαν των χαμένων γειτονιών
θα ξανανθίσουνε οι αλέες εις τους δρόμους 
εις τα συντρίμια τα παλαιά θε να φυτρώσουνε λωτοί
θα ξαναέρθουν τα παιδιά
θα πιούν και θα γευτούν νέους χυμούς
εύοσμοι κήποι απαρχής θα φυτευτούν
το ύστατο άρωμα των ρόδων να σκορπούν
θα τιτιβίσουν εις τα κλώνια τα πουλιά..
οι πεζολάτες θα ξεϊδρώνουνε στων ισκιερών
στων φύλλων τη δροσιά.
κι εγώ εκεί στου καφενείου σε μια γωνιά
τις αυταπάτες μου θα ζωγραφίζω στο χαρτί
σκιτσάροντας σε δέντρα προβολείς. 
 
⫷ η ελεγεία των χαμένων γειτονιών ⫸ 
Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 
 

Apopsi-la

Η ελεγεία των χαμένων γειτονιών της κυρίας Σοφίας. 

 

Και κάπως έτσι, με μια υπέροχη φωτογραφία, συνοδευόμενη από ένα εξαίρετο πεζό, η κυρία Σοφία Θεοδοσιάδη μας χαιρετά μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Στη δική της «ελεγεία των χαμένων γειτονιών», μας κάνει κοινωνούς και μας ταξιδεύει εκεί στα παιδικά μας χρόνια. Στις θύμισες; Στο πρόσφατο παρελθόν; Ίσως! Όπως και νάχει, μας οδηγούν.  «Εις τα συντρίμμια τα παλαιά;»  Ποιος ξέρει!

Στην κυρία Σοφία, πάντα ήθελα να γράψω ένα προσωπικό μήνυμα, μα κάθε φορά το ανέβαλα. Ήθελα να της πω «ευχαριστώ που είστε δίπλα σε μένα και στην οικογένεια μου σε κάθε καλό ή κακό». Να της πω «ευχαριστώ για τα σχόλια, τα δοκίμια, τη γραφή, τις λέξεις που μας χαρίζετε απλόχερα». "Θα προτιμούσα όμως άλλον τρόπο επικοινωνίας", είπα στον εαυτό μου!

Σήμερα, ταυτίστηκα με το κείμενο της και ζήτησα την άδειά της να το αναδημοσιεύσω. Ταυτίστηκα λέω! Χα! Μήπως είναι κι η πρώτη φορά; Στο ιστολόγιο της https://aromasofias.blogspot.com/2021/11/blog-post_9.html, παρελαύνουν εικόνες παντρεμένες με λέξεις που πλέον χάνονται μέσα στην ένδεια της εποχής. Κάποιος συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος θα σκύψει σε αυτά; Θα αναρωτηθεί; Θα προβληματιστεί; Θα «αντιγράψει» από τα γραφόμενα της; Το... άρωμάτης;

Κυρία Σοφία με τη σοφία σας βοηθήστε μας να ξαναγυρίσουμε «σ' αυτές τις ίδιες γειτονιές που επαίξαμε τσιλίκι και κρυφτό».

 

Σας ευχαριστώ

Στρατούλα Τραμουντάνη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

8 Νοεμβρίου 2021

⫷ ζώντας εις το λυκόφως το στερνόν⫸



Ζώντας εις το λυκόφως το στερνόν
μίαν ευκαιρίαν δεύτερην εκέρδισα εις την ζωήν
άνοιξα έναν πόλεμο άγνωρο ως τα τότε για εμέ
αυτόν με την ψυχή μου.
Συλλογισμοί με βύθισαν στο φρέαρ της αληθινής ζωής
με καταπόντισαν στον πιο βαθύ βυθό της
λυτρωτικά εσκέφθην μίαν χαραυγήν
το φωτεινό σου μονοπάτι αν θες να βρεις
στο σταυροδρόμι μην χαθείς
μη σε τυφλώσουνε οι προβολείς
αν βούλεσαι τη σκόνη να ξεπλύνεις..
Ο καθένας χτίζει τον δικό του κόσμο τον μοναδικόν
και ζει μέσα σ' αυτόν..
βρίσκει έναν τρόπο να αρνεύει την ψυχή
έχουνε κι οι ψυχές ιδιωτικές..προσωπικές επιθυμίες
η δική σου επιθυμία δεν κουμπώνει στην κουμπότρυπα
της ειδικής..της ιδικής μου επιθυμίας
μονάχα σαν η αγάπη και ο έρωτας μας ανταριάζουνε
ίσως να γίνει ένας τόπος μας κοινός
να κατοικήσει η γαλήνη του Θεού εις τα εσώψυχα εντός
ίσως ν' ανέβουμε μαζί τη σκάλα του ανθρώπου..
Να ξέρεις το..δεν το 'χω μυστικό
κάθε που νυχτώνει οι σκέψεις μου
 γλυκά με τυραγνούνε βασανιστικά
ίσως να φταίει η ώρα του λυκόφωτος
την ενηλικίωσιν π' αρνείται στα ναυάγια
που κουβαλώ χρωματιστά μες στην ψυχή μου..
 
⫷ ζώντας εις το λυκόφως το στερνόν⫸ - Δοκίμιον Λυρικόν 
Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

7 Νοεμβρίου 2021

⫷ την εποχή των υακίνθων επιστρέφεις⫸


Ίσως ετούτη μου η αγάπη για μοσχοβολιές
των υακίνθων..των λευκών των γιασεμιών
να στάθηκε η αφορμή
να μ' έκανε ν' αρωματίσω τη ζωή
να αγαπήσω εσένα..
στην κολυμβήθρα τους ελούσθηκα
επότισε το δέρμα μου
ποτίσαν την ψυχή μου..
Ώσπου τα χρόνια άλλαξαν
τα 'χατες έφταιγε ο ζέφυρος
για τάχα οι Σειρήνες της οράσεως
την πλάνη μου π' εσίμωναν με βία νοσταλγική
κι εφύτευαν στα μάτια μου βλαστούς
κονδύλους υακίνθων?
Με το πηδάλιο της θύμησης..πάντοτε
την εποχή των υακίνθων επιστρέφεις.
Συχνά κάθομαι στο κρεβάτι μου
κοιτώ τους ξεχασμένους μας ανθούς
εις το βάζο εμαράθηκαν
δίπλα η νυφική φωτογραφία που εξεθώριασε
ψάχνω το βλέμμα σου το άυλο
πλανιέμαι πως μου γνέφεις..
στην προσδοκίαν της ανάμνησης 
έρχεσαι ξημερώματα
πλαγιάζεις δίπλα μου στην κλίνη μας
συναίσθημα πρωτόγνωρο στα μέσα μου
κάτι σαν πάθος παλαιόν αναγεννάται
τα ξεχασμένα χάδια σου
με ραίνουν υακίνθους.
 
⫷ την εποχή των υακίνθων επιστρέφεις⫸  - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

5 Νοεμβρίου 2021

⫷Ω Μαγισσάκι, εσύ⫸



Ω Μαγισσάκι, εσύ
τις νύχτες που πετάς
πάνω από θάλασσες 
σκορπάς το θαλασσί
μες τα τεφρά τα βράδια μου
κατέβα φανερώσου
χτύπα με το ραβδάκι σου
φως αμυδρό ρίξε ιλαρό
εις το περβάζι της ψυχής
το σκοτεινό μου...
χτύπα με το ραβδάκι σου
βροχή να στείλουν οι ουρανοί
να ξεπλυθούν λυγμοί που στάζουνε
υγραίνουν την ψυχή μου
τη Μούσα κάλεσε να κατεβεί
με τον αυλό της να ντυθεί
στους ήχους του ακούσματος
εις τον γλυκύν τον λυρισμόν
να πάλλει μέσα μου της νιότης η χαρά
κουλουριασμένη να μη μένει ερπετό
εις τον βυθόν..εις το βαθύ μου το πηγάδι.

 ⫷ Ω Μαγισσάκι, εσύ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,