14 Δεκεμβρίου 2018

''σαν έρχονται Χριστούγεννα''......


Κι αναζητώ τις αφορμές αποβραδίς..στων αστεριών  τη νύχτα..το βράδυ που χτυπούν τα σήμαντρα..της γέννησης..μηνάν τον ερχομό..κι αναζητώ
το αστεράκι εκείνο το ξεχωριστό...
να κόψω απ' το στερέωμα..
στην αγκαλιά σου αν δυνηθώ..να το μεταφυτέψω..
Θα περπατώ να φτάσω ν'αναρριχηθώ..στους ουράνιους θόλους της ψυχής σου..απόψε που θα γεννηθείς απ' την αρχή..μες στις φτωχές μας τις καρδιές..σαν έννοια..σαν αιώνια ευσπλαχνία..
Παιδιάστικο..ουτοπικό..το όνειρο..ατέρμονη η διαδρομή της αναζήτησης στα χρόνια μου..της παιδικής μου..της αγέραντης ψυχής..αρνείται την πικρία της αλήθειας...Είναι που οι γέννες φέρνουνε τα μόρια της ζωής τα ζωντανά..απ' το στερέωμα του ουρανού..στης Γης τα φτωχικά και πλούσια τα κωνάκια..
Δεν κάνει διακρίσεις η χαρά ..
τη μυρουδιά του βρέφους της του Θεϊκού..απλόχερα απόψε τη μοιράζει..αρωματίζει τις καρδιές..ραντίζει τις ψυχές των πεινασμένων..φυτεύει ελπίδες στο χιονιά.. γεμίζει φως των αστεριών..στα παγωμένα χέρια..
Τι κι αν το ξέρεις..το υποψιάζεσαι..θα ξημερώσει γρήγορα η μαγική  νυχτιά..στων ομματιών σου θα σβηστεί..
εσύ επιμένεις..την καλείς..ζητάς την αγκαλιά της ουτοπίας...
θα βγεις θα ψάξεις ζεστασιά..στα παγωμένα αλώνια..
τι κι αν κρατήσει μόνο μια βραδιά..
σάμπως το όνειρο στιγμές δε ζωντανεύει?

''σαν έρχονται Χριστούγεννα'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
...................................................................................................................................................

12 Δεκεμβρίου 2018

''Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό''....

Δεκέμβρης κάθε που με συναντώ..
αγαπησιάρικα τις μνήμες μου αγκαλιάζω..
μοιραίοι..αναπάντεχοι θαρρείς οι απολογισμοί
παράτολμα σε στράτες με ονείρατα με στρέφουν..
Παράξενος ο μήνας τούτος μας ο ύστερος..
δεν μέτρησα..δεν σκιάχτηκα..αν τα 'φτασα..
μα τόλμησα..τα πότισα..τα έχω ζωντανά..
τα ονείρατα που γλίστρησαν σε θάλασσες..
φουρτουνιασμένους κάβους..
Απολογισμοί και αποχαιρετισμοί ενός 
που πάλιωσε στα γρήγορα..
χρόνου που εγκλωβίσαμε..
προσδοκιών που χάθηκαν 
φιλοδοξίες που δεν πιάστηκαν..
φιλίες που προδόθηκαν.. 
φιλίες που είναι εκεί ομπρέλλα λες..
όταν επάνω ψιχαλίζει..
αγάπες που δεν καταχτήθηκαν..
και μείνανε μετέωρες στο χέρσο
 και άγονο χωράφι της ψυχής μας.... 
 Λέξεις που δεν ειπώθηκαν.. 
σε ένα αντίο που έμεινε μετέωρο
έτσι μου μοιάζει η ζωή..που σύντομα κυλάει..
Είναι δειλό να παρατάς τη μάχη από την αρχή..
μοιάζει με υποχώρηση δειλού..
που μάχες δεν κερδίζει..
Τι κι αν οι ψυχές αστόχησαν..
Ψυχές που δεν εσυναντήθηκαν..δεν γιάτρεψαν..
και έμειναν ''ανάπηρες'' στο χρόνο..
είναι κι εκείνες οι μοναδικές..
στα μονοπάτια μας που μένουν..
Φόβοι που τρύπωσαν απρόσμενα..
που έγιναν στοιχείο της ζωής μας.
λέξεις καινούριες που εφευρέθηκαν..
''παράπλευρες απώλειες'' τις είπαν..
μιας συσσωρευμένης συμπεριφοράς
εκδίκησης και αβυσσαλέου πάθους εξουσίας  .. 
Παιδιά ανυποψίαστα..θύτες και θύματα μαζί
και αθώα θύματα..χρίστηκαν ήρωες
και επαναστάτες και πολεμιστές..
εις το βωμό του πετρελαίου..
και των συμφερόντων ''προδομένοι''..
Στόχοι που χάθηκαν από τον πανικό..το ξάφνιασμα..
Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό..
κι εγώ με τον κονδυλοφόρο μου..
μέρες γλυκές..μα και πικρές..
σκορπώ στου τετραδίου τις αράδες μου
μη και της λησμοσύνης χαριστώ..
καθώς για άλλον οσονούπω θα μιλάμε..

''Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..

11 Δεκεμβρίου 2018

''Κι αν στη ζωή αρνιόμασταν την προσμονή''...


Κι αν στη ζωή αρνιόμασταν την προσμονή
αν στη ζωή δε ζούσαμε το παραμύθι στιγμιαία
 αλήθεια τι θα άξιζε η ίδια η ζωή..  
ποιά θα 'ταν τάχα η ομορφιά της..?  
στο τέλεμα του χρόνου που περνά..
για ένα μωρό..μια ελπίδα ..
 
του ανθρώπου η απέλπιδα κραυγή.. πιασμένη..
κρατημένη από μιας γέννας.. 
τον ομφάλιο το λώρο της ζωής..  
της προσδοκίας το μωρό...  
το βρέφος το ''θεόσταλτο'''
θα γεννηθεί απρόσμενα αν το θες..  
στα ''σπάργανα'' θα μένει τυλιγμένο..
 να σου χαμογελά..εσαεί σαν το καλείς..

το κλάμα να απαλύνει της ψυχής σου..
Σάμπως σου φαίνεται πως είναι αργά
γι αγάπη μες στη νύχτα να μιλάμε?
Ή μήπως τα 'χατες μπορέσαμε..
εσώσαμε και τούτη τη φορά 
την άδολη ευσπλαχνία?
Άραγε οι μελωδίες οι Χριστουγεννιάτικες..
πεντάγραμμο στους τοίχους θα γεννήσουν?
Κλειστοί μου λες οι τοίχοι των σπιτιών..
με στεγανά βαμμένοι..
μα ανοιχτές  οι πόρτες της καρδιάς..
στ' αψηλά τ'αρχοντικά..και στα φτωχά κωνάκια..
Θα ακουστούνε οι τυμπανιστές..ελπίζω το..
δε χάθηκε θαρρώ η ανθρωπιά...
τους δρόμους με τις νότες θα γεμίσουν.. 
θα ψάλλουνε ξανά το Ωσαννά..
ψυχές μεγαλυνθείτε..
θα παιανίσει η μπάντα ..θα περνά..
θα κατορθώσει πες μου να χαρείς.. 
ο ήχος να διαπερνά..δίπλα εις του ξυπόλητου..
το χιόνι για να λιώσει?
Σου βάζω ερωτήματα αποβραδίς..
Χριστού τη γέννα που προσμένεις άνθρωπε..
μην ξεχαστείς ..στο παραθύρι να σταθείς..
το βλέμμα ν' αγκαλιάσει τη συμπόνοια.. 
μη βγεις με σημαιάκια γιορτινά..
τα δαχτυλίδια σου και τα στολίδια μη φοράς..
στα δάχτυλα μονάχα να φαντάζουν..
ρουμπίνια μόνο να φορέσεις στα κρυφά..
στο μέρος της καρδιάς..για να στολίζουν..
αθόρυβα..μονάχος σου..σκύψε..και κοίταξε βαθιά..
τον άνθρωπο..χωρίς τα τύμπανα να το διαλαλούν..
μονάχα γίνε  ο κρυφός τυμπανιστής..
γίνε το πανωφόρι με τις νότες σου..
ντύσε τη γύμνια της ψυχής τους..των παιδιών... 
μοιράσου..ζύμωσε..αγκάλιασε
εσύ το Πνεύμα γίνου αν το μπορείς..
των Χριστουγέννων που μοιράζεσαι..
με χαρωπούς κι απελπισμένους..
επέμενε..επέμενε..στης προσμονής τη στράτα...

''Κι αν στη ζωή αρνιόμασταν την προσμονή - Σοφίας Θεοδοσιάδη
..............................................................................................................

10 Δεκεμβρίου 2018

'' ξεμάκραινες στων αστεριών ''..

Ψάχνω να βρω  την αφορμή..
''σιμά'' σου να επιστρέφω..
να 'ρθω στο σπίτι το παλιό..
πα στο πλατύσκαλο της πόρτας σου..
στης ανθισμένης μας λευκής μοσκιάς..
ν' αναρριχήσω τα όνειρα..σαν και παλιά..
να αναρριχηθώ..
μα οϊμέ..στο καντηλέρι στέκομαι γονυπετής..
το μνήμα σου ασπάζομαι..
να προσκυνήσω μέσα μου το αιώνιο..
το άδηλο να νικήσει το φθαρτό..
μα εσύ εσιώπησες καιρό..
δε μου μιλάς..δεν τραγουδάς..
ανάσα δε μου κρένει..
έπαψε πια το βλέμμα σου..στο μάταιο να θωρεί..
Ρε μάνα..
δεν τον άντεχες μου έλεγες τον αποχωρισμό..
δε μου 'μαθες κι εμέ ..πως να τον υπομένω..
κράτησα τη φωνή σου τη γλυκειά..
ξόρκι να μοιάζει στο κακό..
το όνειρο να αρδεύει....
τα πουπουλένια χέρια σου..το πάπλωμα..
στα ροζιασμένα δάχτυλα..τυλίγαν την ψυχή μου...
Πόσα κομμάτια μου άφησα..
σε δρόμους που περπάτησα
στις γειτονιές που εσεργιανίσαμε..
ψάχνω μα δε θωρώ σε..
Βγαίνω τα βράδια και μιλώ στον ουρανό..
αστέρι ψάχνω για να βρω..
στο φως σου για να μοιάζει... 
μα εσύ ξεμάκραινες στων αστεριών..
ΕΦΥΓΕς!!!
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος!!!
κι εγώ εκεί..εις τον γενέθλιο της ρίζας μου..
τον σταχυασμένο τόπο μου..ζυμάρι θα γυρεύω... 

η κόρη σου..η Σοφία σου ...
.............................................................................................................

7 Δεκεμβρίου 2018

''θα ζωγραφίζω ωκεανούς''...


art : Duy Huynh

Πες μου στ' αλήθεια..

ανήσυχο..κατάματα  σαν σε κοιτά..
του έρωτα αν σου γνέφει το φεγγάρι..
αντέχεις τη την άρνηση στο σάλπισμα..
αντέχεις το σκοτάδι?
Θα ζωγραφίζω ωκεανούς..
θάλασσες θα χαράζω..
να μοιάζουνε στα κύματα..
που κουβαλεί η καρδιά μου..
ταξιδεμένα ήσαν τα όνειρα..
σε χάρτινες βαρκούλες  εμουσκεύαν.
κι εκεί στις φουσκοθαλασσιές..
θεριό του αγεριού ο βρυχηθμός..
κόντρα.. το χρώμα στον καιρό..
χαρταετός να γίνεται η ψυχή.. 
η λύσσα..η μανία της ζωής..
να μην την επροφταίνει..
Εστάθη αντίκρυ μου..εκεί ψηλά..
εκάρφωσε το βλέμμα στα βαθιά μου
μου 'στειλε ''μάγια'' με τα ξωτικά..
της άρπας σου  οι νότες..με επήραν
γλυκά εθρόϊσαν οι παλιές σου μουσικές..
κουρνιάσαν στις κουκουναριές..
κρυφτήκαν στo απάγκιο της καρδιάς μου
του κήπου μου τα αηδόνια εξυπνήσανε με μιας..
τα Φθινοπωρινά..τα κίτρινα και τα γυμνά..
τα Χειμώνιάτικα που εμοιάζανε..
 στα φύλλα της ψυχής μου !!!

 ''θα ζωγραφίζω ωκεανούς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
..................................................................................................................................................

6 Δεκεμβρίου 2018

αιδώς ''αχρείοι''..κατά παράφρασιν.......

Στα σκαλοπάτια σας αρνούμαι να συρθώ..
στα βρώμικά σας χράμια να ξαπλώσω.. 
στην πίτα της απελπισίας που τρατάρετε..
αρνούμαι γευσιγνώστης να γενώ..
 Όχι δεν θέλω τα σκοτάδια σας..την πλάτη σας γυρίζω..
Δεν είναι αυτή η Ελλάδα που με γέννησε και αγάπησα..
ζητάω πίσω να μου δώσετε..καθώς σε απέλπιδα προσπάθεια
βαλθήκατε να εγκλωβίσετε..την ελευθερία του μυαλού μου..
Θέλω να είμαι άφοβη..σαν την αμυγδαλιά του κήπου μου.. 
που Άνοιξη καταμεσίς της Χειμωνιάς..
προκαλώντας με τα λούλουδα..επιμένει για να πάρει..
Σ' ένα πλατύσκαλο πεθύμησα..στο ξέγναντο..
καφέ βαρύ μα και γλυκό..να πιω..να ζεσταθώ..
να 'ρχονται οι φίλοι μου οι παιδικοί
και να με συναντούνε.. 
χωρίς τα ρούχα τα λερά..
που φόρεσε ο χρόνος στο γιακά τους..
επάνω τους να λάμπουνε πουκάμισα λευκά..
πλυμένοι..μοσχομυριστοί..
με πράσινο σαπούνι της γιαγιάς τους..
δε θέλω μες στο βλέμμα σαν τους συναντώ..
Ομήρου φράσεις..Ιλιάδας να ενθυμούμαι..
τι κι αν ο Αίαντας εφώνησε παλιά : 
Αιδώς Αργείοι ..ήμαρτον..
συνέλθετε..αισχυνθείτε!!
στα χείλη μου ανεβαίνει και
σκοντάφτει η φράση η βαριά
αιδώς ''Αχρείοι'' πατριώτες μου..εξουσιαστές..
αιδώς αχρείοι φίλοι μου..που τους ακολουθείτε..
εμένα..εσένα..την πατρίδα..λυπηθείτε μας..
ναι..μη μου καρφώνετε τα τόξα σας..
τα βλέμματα μαζέψτε..
για έναν πατριώτη ψάχνω αληθινό..
τον κόσμο το δικό μου να πονάει..
έναν καφέ αχνιστό..φρεσκοψημένο..
μοσχομυριστό..
να βγει πα στο πλατύσκαλο..
να ρθεί..να τον τρατάρει..
να φύγει ο φόβος να κρυφτεί..
να πάψει στα λιβάδια..στους αγρούς να τριγυρνάει..
πίσω απ' τις φυλωσσιές τους..
όπως σαν τότες που επαίζαμε κρυφτό..
πίσω στις πικροδάφνες..
Όχι..δε σας ζητώ πολλά..
της εξουσίας μας της κάθε μιας..
''αχρείοι'' ονειροκλέφτες..
να φέρτε πίσω εδώ σιμά..
τα χρυσοποίκιλτα κλεμμένα τα κοσμήματα..
τα χαραγμένα με μονόγραμμα 
λευκόχρυσου του χαμογέλιου μας
την ''τιάρα'' μας του ασφαλούς..
του τόπου που εφυτρώσαμε..
με άνθια στολισμένη απ' τα λιγοστά..
τα τολμηρά..εναπομείναντα..
κυκλάμινα..και γιάνκεες μοναδικές..
που ξεπηδούνε αναπάντεχα..
στου βράχου τις σχισμάδες..

αιδώς ''αχρείοι''..κατά παράφρασιν - Σοφίας Θεοδοσιάδη. 
............................................................................................................
 

4 Δεκεμβρίου 2018

''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες''......

Στις γειτονιές περιδιαβαίνοντας κυρ- Νικολή..
ες τες μεγάλες κοτετσιών της Αποικίας..
τρανό κοτέτσι αντίκρυσα στης Άγνωσης μεριά..
με τρέλλαναν από νωρίς..πρωί - πρωί..
κότες και πετεινάρια..
στο νου μου ήλθε άθελα και στάθηκε θαρρείς..
μια παροιμία του λαού..που λεν' πως είν' σοφή..
''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες''..
Εγέννησαν που λες.. κλωσσόπουλα σωρό..
κλώσσες και κόκοροι και πετεινοί..
εσκίσαν με λειρίσματα..με κακαρίσματα  σωρό
εκείνα τα καλάμια τους..έξω απ' το τσαρδί τους..
ήτανε και μια κότα στρομπουλή..
καθότανε και λιάζονταν..στην ''κακαροπανήγυρι''
σε κείνο το μεγάλο το παζάρι...
ποτέ της δεν αγόραζε..σάμαλι και ''μαλλί γριας''
έτρωγε τα σποράκια της σε μια γωνιά..
κανείς δεν τη λογάριαζε..θαρρούσαν..
αχ! τι θαρρούσαν να 'ξερες..οι άμοιρες οι κότες..
Θαρρούσανε κυρ- Νικολή..πως ήτανε χαζούλα..
στον κόκκορα καθώς αρνιότανε ..αυτή να του ''καθίσει''.. 
Στέρφα θα μείνεις ..άτεκνη..της λέγανε 
οι παρδαλές οι κότες..
κι εκείνη εκακάριζε δειλά..είχε θαρρείς μια λύπηση..
μια θλίψη στα φτερά της..
εγνώριζε από καιρό..πως ο ''άρχοντας'' του κοτετσιού..
το κουφιοκέφαλο ωσάν παγώνι αφεντικό της..
ενός κοκκόρου είχε γνώση μοναχά..καμμιά δεν αγαπούσε..
εσκέφτηκα και προς στιγμήν το έρεβος..
στις γέννες που εγένναε..το ανόητο κοκκόρι..
δάκρυα θαρρώ αντίκρυσα στα μάτια τα υγρά..
της στρομπουλής της κότας..
έψαχνε..χρόνια έψαχνε..να βρει ένα πετεινάρι..
μαζί να τρώνε σπόρους στην αυλή..
να πάψει πια να γεύεται..των αυλοκόλακων κακαριστών..
και το δικό του αποφάϊ..........

''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
.............................................................................................................

3 Δεκεμβρίου 2018

Η ΛΙΜΝΗ - Αλφόνς ντε Λαμαρτίν

Πάντα λοιπόν θα τρέχωμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτ’ εν’ απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
ουτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!

Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ ένας χρόνος 
πόπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελλή, 
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος 
στην πέτρα εδ’ οπού πάντοτε μας έβλεπες μαζί.

Καθώς και τώρα εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κ’ εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά, 
ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη 
κ’ εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.

Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κ’ εκείνη 
ελάμνανε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου τα νερά, 
τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη, 
στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυό κουπιά.

Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο 
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά.
Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο, 
και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά;

«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου, 
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή, 
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου, 
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.

Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια, 
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά, 
χρόνε μου, πέτα κι’ άφησε στου έρωτα τα βρόχια 
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.

Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει… 
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή… 
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει, 
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή…

Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν’ όνειρα και πλάνη, 
ζωή μας είν’ η αγάπη μας, και μοναχή χαρά, 
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι, 
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.

Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται, 
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς, 
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται 
κ’ οι μαύρες, κ’ οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;

Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει, 
απ’ την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί, 
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει, 
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.

Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα, δε θ’ απομείνη τρίμμα, 
δεν θα ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη γη! 
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα 
να μη σωθή ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;..»

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση, 
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ•
Εσείς, όπου δε σκιάζεσθέ κανείς να σας χαλάση, 
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι’ εγώ.

Κι’ όταν σε δέρνη ο σίφουνας, κι όταν βαθειά κοιμάσαι, 
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονής, 
εσ’ είδες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι 
πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονής.

Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου, 
τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου, 
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,

Τ’ άστρο το ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει 
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκεία, 
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη, 
όλα να λένε: «Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!»

Μετάφραση : Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.. 
Πηγή: Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία..
...........................................................................................................
Ένα από τα αριστουργήματα του Γαλλικού ρομαντισμού..
που διαπραγματεύεται με εμβάθυνση και φιλοσοφικό τρόπο
 το παροδικόν της επίγειας ευτυχίας..το ποίημα τούτο.
 η «Λίμνη» είναι ένα από τα κεντρικά ποιήματα της συλλογής  
Ποιητικοί στοχασμοί
 (Méditations poétiques, 1820)...
άνθιση και φθορά..απογοήτευση και ελπίδα..
 η φίλη σας Σοφία..
.............................................................................................................

2 Δεκεμβρίου 2018

Καλώς τον ''καλαντάρη'' μας το μήνα το Δεκέμβρη...



φωτο : από το διαδίκτυο

Καθώς ο μήνας έφτασε..του χρόνου ο τελευταίος..

στην απεραντοσύνη του ορίζοντα..στο γκρίζο του βουνού..
σκέψεις γλυκές με συναντούν..περιδιαβαίνοντας..
καθώς το χιόνι εβάλθηκε να διαπερνά..
βαθύτερα απ' το σώμα μου..να φτάσει στην ψυχή μου..
λευκή να μου φορέσει τη ''στολή'' ..
της πεμπτουσίας μου την εξομολόγηση..να φτάσω..ν' ασπαστώ..
στολίσαμε τα δέντρα μας..του δάσους τα κομμένα..
φορέσαμε και φορεσιά στο νου και στην ψυχή μας..
κρεμάσαμε μπαλίτσες πλουμιστές..βάλαμε και φωτάκια..
για να φωτίσουνε τα εντός..μήπως και φωτιστούμε..
είν' παλαιόθεν η φωλιά μας σκοτεινή..
από της Γένεσης τους χρόνους..
χωρίς λαμπιόνια επιθυμητά..χωρίς της προσμονής το αστεράκι..
εκεί ψηλά θα το εστήσουμε..επιθυμία διακαής ..
από ψηλά να μας κοιτά..το δρόμο μη και χάσουμε..
στης ευσπλαχνίας τα μέρη...
Να ξαναγίνουμε παιδιά..τα κάλαντα να πούμε..
είν' καλαντάρης ο Δεκέμβρης μας..τούτος ο τελευταίος..
να κοκκινίσει η μύτη μας..
στη χόβολη να πιούμε τον καφέ μας..
όσοι πιστοί προσκυνητές της αναζήτησης..
του κάλλους και της ομορφιάς..
του γαληνέματος ψυχής..προσέλθετε..πιστοί μου θιασώτες..
βουτήξτε μες στην κολυμβήθρα του λευκού..
ν' αγγίξουν οι νιφάδες του χιονιού..ελπίδα μας μοναδική..
το άσπρο..το κομμάτι το μικρό..
εκείνο της ψυχής μας..

 <<Καλώς τον ''καλαντάρη'' μας το μήνα το Δεκέμβρη>>

Η φίλη σας Σοφία  Θεοδοσιάδη.
..............................................................................................................

30 Νοεμβρίου 2018

''κρατούσανε και πρόσφορο''........


Και τώρα που τα χρόνια επεράσανε..
στου λυκαυγούς το τρυφερό ψηλάφισμα..
ξεμάκραινε ολοένα μακρινά..το απρόσμενο φευγιό σου..
έλα σιμά μου κάθησε..
στο θρόϊσμα του ίσκιου σου..για να σε αναστήσω..
και τώρα που οι πλεζέρες κατεβήκανε από την κεφαλή μας..άκουσον..άκουσον με προσοχή..
και μάθε τα μαντάτα..
τώρα που τα τσαντόρ τους τα μεταξωτά..
ξεσκέπασαν για τα καλά..
το νου και της ψυχής τα μυστικά τους..
τώρα που ξεσκεπάστηκαν οι άχρωμες ιδέες τους..
του προηγούμενου αιώνα θιασώτες των ταμπού ..
και οι προκαταλήψεις.. 
τώρα που εμεγάλωσα πολύ..και αποφάσισα ξανά..
το στάρι μου να ξεδιαλύνω από τη βρώμη..
ας κοιταχτούμε το πρωί..την ούγια τους ας ψάξουμε..
μπροστά εις τον καθρέφτη μας του χωλ..
μήπως και διακρίνουμε στους φίλους τους περαστικούς..
τη λέξη ''υποκρισία''...
ήρθαν που λες απ' την απάνω γειτονιά να με παρηγορήσουν..
η κυρά Κατερινιώ μας ..το Λενιώ..και η κυρά -Μαλάμω..
κρατούσανε και πρόσφορο..
απ' του παπά μας του χωριού..ήτανε διαβασμένο..
μου μίλησαν για τις ψυχές..τις πετρωμένες τις αγάπες..
αυτούνες που δε γνώρισαν θάνατος τι σημαίνει...
εκειές που μεγαλόσταυρους εφωτογράφιζαν..
μπρος στου παπά τα γένια..
τούτες που αυτόχθονες θαρρείς..
την ψυχική τους τη συσκότιση..εδέναν στο τσαντόρ..
κι ύστερα πήγαιναν στον καφενέ..
από την κλειδαρότρυπα λαγνεία να ψαρέψουν..
τη φορεσιά να δουν των τεθλιμμένων και το χρώμα της..
με γράδο και τη θλίψη να μετρήσουν..
''περί υποκρισίας το ανάγνωσμα''..
είχε αλλάξει η μορφή..το πρόσωπο χαμένο..
μαυροκιτρίνιζαν στην πείνα τους..
σκορπίζαν τη μιζέρια τους..στου πρόσφορου το τάσι..
Αλίμονο!!! και τρισαλί!!!
ποτές κανείς δεν τους εμίλησε
για την πολυπλοκότητα..την ερημία της  ζωής τους..
ποτέ κανείς και δεν τους έδειξε το χρώμα του θανάτου..
Γυρίζουν μέσα στα σοκάκια ελλειπείς..
την ευτυχία ψάχνοντας στα δάκρυα των γειτόνων..
στα χωρατά και τα κουτσομπολιά..την ύπαρξη γυρεύουν..
Γι αυτό σου λέω..κατέβα αν μπορείς..
απ' τα μαλλιά της Βερενίκης..
έλα κοντά και κλείσε μου το μάτι απ' την αρχή..
γνέψε με πως εννόησες..
την άγνοια των άνοων..και της κενής ψυχής τους..
συνεταιράκι στη ζωή..άσε με να ονειρευτώ..
πως εταξίδεψα το λυκαυγές....
εστέγνωσα τις στάλες της βροχής..
στο ουράνιο τόξο της ψυχής σου..........

''κρατούσανε και πρόσφορο'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.... 
.........................................................................................................