13 Ιουλίου 2020

''Ως Ενυώ πτολίπορθος''


φωτο : από το διαδίκτυο
Ποθείς γλυκά το παραμύθι να σου πω
και το μαρμαρωμένο βασιλιά να αναστήσω
μα εμεγάλωσες πολύ καλό μου εσύ
και πως να ημπορώ να σε κοιμίσω..
Γύρισαν οι βαρβάροι εις της Πόλης τα στενά
κραυγάζουν στα σοκάκια..
στρώνουνε κόκκινα χαλιά.
να γονατίζουν στο Θεό επί της γης
δίχως το βλέμμα να υψώνουν στα ουράνια..
μα ο Θεός δεν κατοικεί στη γης
το μπλε παντρεύτηκε του ουρανού
έχει τα σύννεφα για σπίτι..

Κι ο εις
ο ανόητος ως άλλος Αγαμέμνων αγνοών
της υστεροφημίας του το θάνατο υπογράφει.
αλαφιασμένος εξουσίας αιμοδιψής
κάτω από το κόκκινο χαλί
το φόβο της ψυχής του ενεδρεύει..
Τολμώ..ως άλλη Κλυταιμνήστρα
εμπροστά του να σταθώ
θεία δίκη να αποδοθεί ευλαβικά
για τον ανόητον φανατισμό
καθώς μου έλεγε ο δάσκαλός μου ο Λιαντίνης
ο σοφός
πως οι θρησκείες θ' αφανίσουνε τον κόσμο..

Τρομάζει από έξω σαν περνά
χτυπούνε ακόμα εκκωφαντικά
τα σήμαντρα απ' την Αγια - Σοφιά
το νου του ταλανίζουν..
να θάψει όλα τα εμπορεί

μα οι ψυχές που εστάθηκαν εκεί
πετούν σαν πεταλούδες στους φεγγίτες

σαν προσπαθείς ν' αντισταθείς στο ιδεατόν
άδικος κόπος..πεταμένος
οι κάμπιες σέρνονται στη γης
φτερά δεν αποχτούνε..

Ω! απολίτιστε άντρα..απολίτιστε λαέ
ως Ενυώ πτολίπορθος
που κάστρα και σεβάσμια υβρίζει
στον πάπυρον της Ιστορίας θα καταγραφείς
ως πότε για επέλαση  βαρβάρων θα ομιλούμε
σε απολίτιστο πολιτισμό..
ως πότε θα αποκοιμίζετε τον άμοιρον λαόν
με όπιον σκοταδισμού..με φερετζέ..και με σαλβάρι
να ψάχνει μες σε λάθος διαδρομή
Θεό και τον Αλλάχ..
η λήθη θα σας τιμωρεί στων χρόνων τις αιώρες
και όλο θα βυθίζεστε στο σκότος
ω! βαρβάροι..

''Ως Ενυώ πτολίπορθος''- Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 H Eνυώ (πολεμοχαρής) = ήταν θεότητα της σφαγής και του θορύβου του πολέμου..
λεηλατούσε τα σεβάσμια..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


''η γοητεία των''


φωτο : από το διαδίκτυο
Λες και κουβαλούν από τα βάθη των βυθών
ιστορίες ανείπωτες..θαμμένες..
κοχύλια που μας ταξιδεύουνε σε θάλασσες αληθινές..
μα και του νου τις θάλασσες
της απεραντοσύνης μας στο σύμπαν..
τούτη την ομορφιά κρατούμε του ανέλπιστου..
την τοποθέτηση στο χώρο και στο χρόνο..
στο θρόισμα της νιότης μας στην άνθιση
τολμάμε τη βουτιά εις το βυθό
και στη φθορά του χρόνου που μας κυβερνά
τούτη η αναζήτηση..η εξερεύνηση
ιαματικό απόθεμα για τις ραγισματιές
στους βυθισμούς και στα ναυάγια.
Τούτη η ανεξήγητη η γοητεία των
γλυκά αναπαύεται με ξέπλεκα μαλλιά
επάνω στην ψυχή μας..

''η γοητεία των'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

12 Ιουλίου 2020

''τα στερνά και τα ύστερα''



φωτο : από το διαδίκτυο

Κι αν τα στερνά τιμούν τα πρώτα μας

κι αν άλλαξες περπατησιά
συχώρα με που ξύνω τις πληγές
είν' οι πληγές ραγισματιές
ματώνουν και το χέρι που τις ξύνει..
μπροστά σου επιθυμούσα να σταθώ
κριτής σου να μη γίνω..
κριτής ας γίνει μόνον ο Θεός
αν τον κουβάλησες ποτές
στην αδειανή  ψυχή σου.

Το ψέμμα σου εκκωφαντικό..
οι λέξεις σου ανερμήνευτες
ανήλιαγες οι βλέψεις σου
δεν φύτεψες..δεν ρίζωσαν
δεν σπάραξαν στα μέσα σου
στο καλντερίμι σου του ψεύδους αλητεύουν..
λαθραίας προελεύσεως οι νότες σου..
έρχεται το φεγγάρι μου ανάλγητον
το φάλτσο τους φωτίζει..
 
Στο σκοτεινό της σμέρνας το θαλάμι σου
έρωτας δεν εφώλιασε
η δίψα του βολέματος
σαν μάνα σε θηλάζει..
τα Καλοκαίρια σου αργούν
ίσως και να μην έρθουν..
μη μου θυμώνεις που στα μολογώ
ελάχιστος περπάτησες εις τη ζωή
θα απογραφείς ολίγος στα στερνά σου..

''τα στερνά και τα ύστερα'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

10 Ιουλίου 2020

''Εάλω η αιδώς '' - ( αφιέρωμα Αγια- Σοφιά )


Κι εγώ που θέλησα στις ανοιχτές τις θάλασσες
να ταξιδέψω τα όνειρά μου..
που θέλησα στεριές να πιάσω στέρεες..
στεριές που να  βλασταίνουν μια πατρίδα αλλιώτικη..
να με αγκαλιάζει..να με θάλπει
φόρεσα το φουστάνι μου το θαλασσί ..ξυπόλητη...
να περπατήσω...να κατέβω ως την ακτή
σαν να 'μουνα αερικό..σαν ξωτικό..από αλλού φερμένο...
Και επερπάτησα πολύ...και εταξίδεψα
και τα 'βρεξα τα πόδια μου
και το μακρύ μου το φουστάνι μου το θαλασσί...

Και πίστεψα...και ήλπισα..πως το σκαρί που με ταξίδευε...
δε θα 'μπαζε ποτές νερά 
στα βράχια να με ρίξει..
κι ύστερα ένα πρωινό μου κούρσεψαν το όνειρο
έμοιαζαν να 'ναι πειρατές
όχι από ξένες θάλασσες..αλλοτινά φερμένοι
απ' τις γνωστές..δικές μου θάλασσες
και προσπαθούσα να μη χάσω τα ιδανικά
πάλευα με τα κύματα που εγένναε η ψυχή μου
με φώτιζαν οι φάροι μου..στα έρημα λιμάνια
κι όταν κουράζομουν πολύ
τον ουρανό εκοίταγα και έλεγα πως όλα θα αλλάξουν
μια πίστη με κατέτρωγε..γλυκά με κυβερνούσε
κι ένα μάτι δακρυσμένο με εκάρφωνε
της Παναγιάς το δάκρυ τ' αλμυρό
μου εστάλαζε ελπίδα.
εδρόσιζε το σκοτεινό το βράχο μου
που χρόνια εκουβάλαα μαζί μου.
αγνάντια του εβρέχομουν ώσπου

Εάλω η αιδώς γιαγιά..
ένωσε με το δάκρυ τ' αλμυρό της Παναγιάς
το δάκρυ το δικό σου
κάντο βροχή να πέσει εις τη γης
εάλω η συνείδηση..ο πολιτισμός εάλω
την ξανααλώσαν την Αγια - Σοφιά
τα λόγια σου τραγούδι στην ψυχή μου
''πατρίδα μας είναι η ψυχή μας μοναχά
σαν ξέρει να ριζώνει..
η εκκλησιά μας μέσα κατοικεί
το μέσα να αλώσουν δε μπορούνε''.
Εχάϊδευα το βράχο μου
ζωγράφιζα απάνω του τους κάβους μου
σημάδια για το χρόνο να αφήνω
να λένε σαν περνάνε οι καραβοκύρηδες
πατρίδα εγώ πως έχτιζα..στα ανεμοδαρμένα κύματα
στη μέση του πελάου..

''Εάλω η αιδώς '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,




7 Ιουλίου 2020

''στη λίμνη Αχερουσία''

φωτό : από το διαδίκτυο
Θα 'ναι μια μέρα σαν τις άλλες
ο ήλιος θ' ανατέλλει αψηλά
μα εσύ δε θα σαι εδώ για να τον δεις
μια αναγγελία με γράμματα θαμπά
θα λέει πως έφυγες για τόπους χλοερούς
ένθα ουκ έστιν λύπη ή στεναγμός
οποία η αντίφασις θαρρώ..καθώς
χορτάτη από λύπες..πόνους..στεναγμούς
χορτάτη κι από τις χαρές
που σου ετράταρε η ζωή σου η μικρή
εις το επέκεινα εκδράμεις.

θαρρούσες τη γραμμή πολύ τρανή
σειρήνες για το τέλος τραγουδούσαν σκωπτικά
έτσι που εξεκίνησες γεμάτη ορμή
σε εκαλούσαν αίφνης εις το άσμα το στερνό
και ακολούθαες ανήμπορη..γαλήνια εσύ
το μάταιον να αποχωριστείς
στο νεκροκρέβατον να πάψει να ενεδρεύει.

στην παραζάλη σου αυτή..
θα ναι το κηδειόχαρτό σου ένα απλό χαρτί
σε λίγες μοναχά γραμμές
θ' ανιστορεί το βιογραφικό σου..
απ' 'οπου εξεκίνησες..τι έγινες
αν έκανες παιδιά..
θα κλαίνε οι δικοί σου οι ανθρώποι μοναχά
οι άλλοι βιαστικοί θα κοντοστέκονται
μειδιώντας για τη γνωριμία τους μ' εσέ
και άλλοι θυμωμένοι που δεν κάθησαν
μαζί σου στο στασίδι..

Ο θάνατος..
μυστήριο άλυτο για την πεπερασμένη λογική
ο λυτρωτής ψυχών..αγροίκος..ισοπεδωτής
την τρυφεράδα της ψυχής σου αγνοεί
την όμορφη θωριά  δε λογαριάζει..
θα σε τραβήξει βίαια ένα πρωινό

στη λίμνη Αχερουσία θα σε βγάλει..
μα εγώ στα πράσινα νερά της θα σε καρτερώ
κοινή η μοίρα των ανθρώπων εις τη γης
η πίστις θα με θάλπει
σε νούφαρο μιας λίμνης σαν θα μεταμορφωθείς
κάτω απ' τις ρίζες στα νερά θα κολυμπάω...


''στη λίμνη Αχερουσία'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
................................................................................................................................................................

5 Ιουλίου 2020

''λησμονημένες δρυάδες''

φωτο : από το διαδίκτυο
Κι όταν οι απουσίες της πυκνώνανε
γεμίζανε την κάμαρα..σκεπάζανε τα βράδια

έψαχνε στα σκοτάδια στης αράχνης τον ιστό
ίχνη ζωής που επλέκονταν
στη μηχανή του χρόνου..
με το ξημέρωμα νωρίς
στο παραθύρι εσίμωνε
εμέτραε τους ήχους της σιωπής
στης λεύκας στον πεζόδρομο
που ακούμπαε ως το τζάμι της.
η υποψία την  επήγαινε..έψαχνε για σκιες
καθώς συνθλίβονταν στο φως
μορφές σχηματισμένες..
σαν τότες στα μικράτα της
στους βάλτους π' εροβόλαε
εις τους απέραντους λευκώνες της
να συναντήσει ξωτικά..απέθαντες δρυάδες.

Η φαντασία με ταχύτητα φωτός
το συναπάντημα έψαχνε
στης πόλης τις ολιγοστές
κρυψώνες των παλιών νυμφών
εσκιάζονταν στο θόρυβο
εκρύβονταν στις φυλλωσιές
λησμονημένες ετριγύρναγαν
στους λιγοστούς..παλιούς κορμούς
τις νύχτες κουβαλώντας υποσχέσεις..

Ελπίδα της κρυφή στις προσευχές
να διώξει τα φαντάσματα
με τη χαμένη της τη μία τη μοναδική
την ξεχασμένη  της δρυάδα
ο ήχος απ' την άρπα της
να κλέψει τις οδύνες της...τις οιμωγές
π' εστοίχειωναν βαθειά μες στα φυλλώματα
σαν μια γλυκειά απουσία..
ίσως και να 'χε τη δικιά του τη μορφή
που χρόνια την εκαρτέραε
να σώσει την ψυχή της..

''λησμονημένες δρυάδες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
....................................................................................................................................................

3 Ιουλίου 2020

''ναυάγιο στο μουράγιο''


φωτο : από το διαδίκτυο

Μου γράφεις 
πως εναυαγήσαν οι Κυκλάδες των ονείρων σου
ετσακιστήκανε οι λέξεις οι κενές σου στο μουράγιο..
μην κλαις καλέ μου που οι γλάροι 
δεν πετούνε πια πάνω από την ακτή σου..
για τα ναυάγια που σχεδίαζες εψές
σε έρωτες ανίερους
απαρχής τους βυθισμένους..
στείρο το κλάμα σου ηχεί
σε ώτα ονειροπόλων..
 
τα όνειρα είν' πανιά λευκά ιστιοφόρου αβύθιστα
μοιάζουν με άσπρες πεταλούδες
αλλάζουν ρότα οι πεταλούδες σαν οι αγέρηδες
τους κήπους ανελέητα ξεριζώνουν.
αλλάζουνε συντεταγμένες τα γερά σκαριά
μένει στην έρημη ακτή ο άνοος
μονάχος του ως άπελπις
ο καπετάνιος άτολμος
τη ρότα στη μανέτα να αλλάξει..
 
ο αληθινός ο ναυαγός συνομωτεί με την ακτή..
καλαφατίζει το καράβι το ναυαγισμένο του
ψάχνει μια ξέρα να σωθεί..
μία φωτογραφία στο θάλαμο το σκοτεινό
κρατά στα ύστερα νοσταλγική
κάθε που πλησιάζει αργά
στο ξεχασμένο ακρογιάλι..

''ναυάγιο στο μουράγιο'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,