13 Δεκεμβρίου 2020

''ίσκιοι..σιωπές..ιριδισμοί''


φωτο : από το διαδίκτυο

 
 
Στις κατακόμβες του μυαλού..
στις κορυφές των σύννεφων
που κυνηγούν σημύδες ιερές  
σε εύκρατες καρδιές ευδοκιμούσες..
ο έρωντας επροσκύναε..
ξεπλένοντας την αμαρτία της Μαγδαληνής
μύρο αλείβοντας στο διψασμένο το κορμί της.
Κ' ήρθες εσύ..σκαρώσατε ταξίδι μακρινό..
ίσκιοι..σιωπές..ιριδισμοί
μιας νύχτας φεγγαρόλουστης
εντύσαν τις ψυχές
στον έρωτα τολμώντας τις χοές..
μα την αυγή διαλύθηκε τ' ονείρεμα στο φως
βλέπεις στης άγνοιας το λιοπύρι η καρδιά
εμέθυσε απ' του πάθους τις φωνές
εκόλλησε του Ίκαρου φτερά..
στις έναστρες αδιέξοδες διαδρομές..
κατακρημνύσθη..εβυθίσθη στα νερά της.
 
 ''ίσκιοι..σιωπές..ιριδισμοί'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

10 Δεκεμβρίου 2020

''η όψη της μητέρας μου''


Όσο ξεμάκραιναν οι μέρες του φευγιού..
εστένευε η ψυχή μου..η όψη της μητέρας μου 
επέρναε την πόρτα του Παράδεισου
έβγαινε απ' το αρχαίο κοιμητήρι του χωριού
πλανιόντανε ακόμα μες στις φυλλωσιές 
με το τσεμπέρι το λευκό
βαστώντας ..κουβαλώντας εις τους ώμους της
ραγισματιές..πληγές..τη μοναξιά..τον κάματο..
τον πόνο..το σκοτάδι
κι ύστερα κατηφόριζε..
εχάνονταν στα μνήματα μες στους αμάραντους..
θυμιάματα οι νότες της..
λιβάνια πα στα φύλλα της ψυχής μου..
έψαχνα τη σκια της στα λιθάλωνα..
να θάλλει μεσιτεύουσα την αντοχή μου εντός..
λες και δεν έζησε ποτές ετούτη η σκια..
την αποθέσανε στα χώματα τη μάνα μου 
την άφησαν να λιώνει?

Κι εμέ..
δε με ρωτήσανε εμέ..τις γλάστρες τα βασιλικά
και το λουλούδι της τον ''έρωτα''  
να πάρω απ' το πλατύσκαλο
μαζί της να τα θάψω..
να 'χει τις κρύες νύχτες συντροφιά
παρέα με τις σαύρες μοναχά..
στα παγωμένα μάρμαρα μην ξενυχτά..
που γράμματα δε φέρνει ο ταχυδρόμος την αυγούλα..
να 'ρχονται οι πεταλούδες να πετούν 
απάνω από το μνήμα της την Άνοιξη..
να μου θυμίζουνε τις μυρωδιές
που εσκόρπισε η ψυχή της στην ψυχή μου..
και να της τραγουδάω με βραχνή φωνή..
να μάθουν τι γυναίκα ήτανε αυτή..
λεύκα ψηλή στην ποταμιά..στης βάλτας το λιβάδι.

''η όψη της μητέρας μου'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
( Δοκίμιον Λυρικόν - για τη μητέρα μου - 
εις μνήμην για τα 3 χρόνια απουσίας)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

9 Δεκεμβρίου 2020

''ιερή σιωπή''

Είναι ιερή η σιωπή την ώρα που ανταμώνουνε
οι ζωντανοί στα ονείρατα με τους αποθαμένους
σαν ανεβαίνουν οι νεκροί απ' την πύλη του Παράδεισου
σε κάμαρες ζεστές αγαπημένων.
Και αν το μέρωμα διαλύονται οι σκιες
αν σβήνουν οι οπτασίες απ' τα μάτια
μένουνε χαραγμένες οι μορφές
που μας κατοίκησαν στο χρόνο..
Σε κομποσκίνι της καρδιάς να τις μετράς ψιθυριστά
να τις μετράς σε προσευχές τις ιερές σου τις σιωπές
κάθε σιωπή..κάθε στιγμή..ένα βήμα προς την εξιλέωση
στο πισωγύρισμα της ένωσης εκείνο το συμπαντικό
στο πισωγύρισμα μιας στάλας ευτυχίας..
αξίζουν οι οδύνες της σιωπής..γεννούνε εμορφάδα
και πως αλλέως να σταθείς ανέγγιχτος 
μες στις κραυγές του κόσμου?
ιερή η σιωπή π' αντίκρυσα το βλέμμα σου
σαν επανέρχεται στα άϋλα..
το πρόσωπο του έρωτα για πάντα απετυπώθη..
Δε λησμονιούνται οι ιερές σιωπές
σε κατατρώγουν σπλαχνικά τις νύχτες τις μονάχες........
 
''ιερή σιωπή'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

7 Δεκεμβρίου 2020

''της μάγισσας το χνάρι''

Αrthur Hughes, Η μάγισσα. 1874. Ιδιωτική Συλλογή

Στη σύντομη πορεία μου επάνω εις τη Γης
της μάγισσας τη χάρη ελαχτάρησα να τυλιχτώ
και τυλιγμένη στον αόρατο ιστό..
το χνάρι της ν' ακολουθώ..μ' ένα άγγιγμα
με φίλτρα κι ελιξήρια..με το ραβδί το μαγικό
να εγένναγα γλυκύλαλα πουλιά
να γέμιζα αηδόνια τα στενά
της Άνοιξης να μοιάζανε τ' αηδόνια
σ' αυτούς τους δύσκολους για ''πρίγκηπες'' καιρούς 
και ποιητάδες και γραμματικούς 
που εσώπασαν τις νύχτες..
το δίκαιο της νεολαίας να ψαλμωδούν
το μέλλον..τα μελλούμενα να τραγουδούν..
τη σκοτεινιά να διώχνουν..
στην ερημία των αλλότριων καιρών
τα χρυσαφένια μου να άπλωνα φτερά
πάνω από πόλεις ..στα μικρά χωριά..
πάνω από γκρίζους ουρανούς
να κλέβουν χρώμα απ' το μαβί του δειλινού
στους κήπους να κατέβαινα
που 'ναι κρυμμένοι εις το πίσω μέρος της ψυχής
των ευσεβών μου πόθων...
ισότης να υπάρχει στη ζωή και εις τον θάνατον
καθώς οι πένητες αποθνήσκουν κάθε ημέρα.
 
''της μάγισσας το χνάρι'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

4 Δεκεμβρίου 2020

''στους κήπους των ανθέων''

φωτο : από το διαδίκτυο
 Στον ύπνο μου ευρέθηκα σε μία χώρα ξωτικιά
στους κήπους των ανθέων σεργιανούσα
ετάχυνα τις ορθοπεταλιές..εδιάβηκα
κάτω από παραθύρια με τα γιασεμιά
τις κόρες τις παρθένες εχαιρέτησα
εσκόνταψα σ' ανθέων κήπους ακριβούς
πάνω στα χρώματα εκείνα τα μενεξεδιά
πήρα πινέλλα και καμβά..και αποτύπωσα
το χρώμα εκείνο που έβαψε το φόρεμα.
που θύμιζε αγάπη..έτσι να το 'χω φυλαχτό..
στον τοίχο κρεμασμένο εις το μέρος της καρδιάς..
τις νύχτες τις μοναχικές τις μελιχρές 
να σεργιανώ τον στολισμένο τοίχο..
μα το αποφάσισα αργά -αργά και βασανιστικά
πως δε θα μείνω εδώ.......
θ' ανηφορίσω στα ερημοκλήσια να βρεθώ
εκεί..ανάμεσα απ' τ' αγριολούλουδα
τις κυκλαμιές..τα σπάρτα..τους αγάπανθους
το τίλιο και το δίκταμο..εκεί θε να βρεθώ
ετούτος είναι ο κήπος μου που λαχταράει η ψυχή
ο κήπος που αγάπαγες κι εσύ..
της φύσης φίτρο μου ακριβό ..
κι όταν στο έρμο φτωχικό τα βράδια θα επιστρέφω
να λειάνουνε η πίκρα κι οι καημοί
σαν σκύβω απ' το παραθύρι και κοιτώ 
το νοτισμένο χώμα..εκείνο που εσκέπασε
την άνθινη ομορφιά σου 
και μες στην ησυχία την αυγινή
τον άνεμο γλυκά να τον παρακαλώ
να φέρνει ως την κάμαρα τα λόγια σου τ' αμίλητα
κείνα τα λόγια σου εις τον Άδη τα σβησμένα.
 Ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλύτερος καημός
 απ' τα ονείρατα που την αυγή τελειώνουν.
  
''στους κήπους των ανθέων'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 


 

3 Δεκεμβρίου 2020

''μιας ουτοπίας το δεντρί''

Μιας ουτοπίας το δεντρί
στον ίσκιο του για χρόνους με ισκιάζει
φαντάζει μυριοστόλιστο..
την πλάνην..την σαγήνην του
απλόχερα μου τάζει.

Χρόνους προσμένω κάτω από τον ίσκιο του
χάνω τα λόγια μου..
της προσμονής τις σκέψεις συναντώ
κάτω απ'  τα στολισμένα του κλαδιά
λαμπιόνια κι αγγελάκια με μαγεύουν.

Η γέννα αυτή που καρτερώ
δε μοιάζει με τις άλλες
με νότες και με μελωδιές
μαγευτικά στη σκάλα για τους ουρανούς
παιδιόθεν μ' ανεβάζει...

Της προσμονής οι αναλαμπές
τρανότερες από το φως
που οι φανοστάτες της ζωής
την  σκληρήν πραγματικότη μου τρατάρουν
μα εγώ στρέφω το βλέμμα αψηλά..
το αστέρι ψάχνω ανάμεσα απ' τις φυλλωσιές ..
της Βηθλεέμ..
 
της ουτοπίας μου το δεντρί
κάθε που πιάνει ένας Δεκέμβρης παγερός
στο διψασμένο κήπο της ψυχής
σε μια γωνιά και του σπιτιού μου το ανασταίνω..
 

''μιας ουτοπίας το δεντρί'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

1 Δεκεμβρίου 2020

'' πέπλο από χιόνι''

Όλο και βράδιαζε..χωρίς αστέρια
οι ταξιδιώτες χάνονταν στο βάθος
αλύχταγαν και τα σκυλιά
κολλούσε η θύελλα στο τζάμι..
το κλάμα το λυπητερό μιας κουκουβάγιας
χαρακωτά..έσκιζε τη σιωπή
απάνω εις της κόρης του σπιτιού την καμινάδα..
εσκιάχτηκε.. αμήχανη εβγήκε εις το δρόμο
στης θύμησης τα λόγια και της νόνας της
σημαδιακό το λάλημα..ο φόβος την κυρίεψε
τάχατες άραγε δυσοίωνο χαμπέρι να της φέρνει?
μεγάλη ολισθηρότης γύρω της
ολισθηρότης και στα μέσα της
ολισθηρότης και στους δρόμους
άπλωσε την παλάμη..τα λευκά της χαϊδεψε μαλλιά
στης αυταπάτης του ψευδούς κατόπτρου της
απλώνονταν η αθωότης στο λευκό..
πόσο εμοιάζαν στης μυριόκαλλης
πάλαι ποτέ της κόμης
απλώνονταν οι ιδέες στο χιονιά ..
ελιώνανε για μιας στιγμής το μαύρο
εγένναγαν άστρα λευκά
για μια στιγμή..ευλογημένη η στιγμή
σάμπως χαρές και λύπες μιας στιγμής
δεν είναι δανεικές μα καρπωμένες?
 
Η κόρη εφόρεσε ένα πέπλο από χιόνι εις την κεφαλή
μία νιφάδα έσταξε στις παγωμένες παρειές
εδάκρυσε με την αφόρητη λευκότητα
που αρνιόταν να στρωθεί μες στη ζωή
κι όλο εβάφονταν οι νιφάδες του χιονιού
με χρώμα κόκκινο σαν αίμα..
επροσευχήθηκε εις τα κρυφά εις τον φιλόκαλο Θεό
να στείλει έναν πέπλο αδιάβροχα λευκό
για να σκεπάσει τα στρωμένα τα ελεήμονα τραπέζια του
να μην παγώσει και του πεινασμένου το ψωμί
σταυροκοπώντας πα στο παγωμένο στήθος της
φορώντας πέπλο από χιόνι νύφης έμοιαζε
τις παραλείψεις της ..τα λάθη..τις χαρές
εσκέπασε..κι εχάθη η κόρη στο σκοτάδι.
 
'' πέπλο από χιόνι'' - Δοκίμιον Λυρικόν
Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,