Μια νότα ελπίδας έρχονταν από τη θάλασσα..κάθησε εκεί και αφουγκράζονταν τις στάλες στο ψιλόβροχο..καθόλου δεν την ένοιαζε που βρέχονταν..είχε φωλιάσει απ' το πρωί επάνω απ' το κεφάλι της η ''ομπρέλα'' μιας ελπίδας.. Άπλωσε τα βρεγμένα χέρια της..μια νότα μοναχά να ''εγκλωβίσει''.. προσπάθησε να την ταιριάξει στο πεντάγραμμο..εκείνο το ασπρόμαυρο της χιλιοταλαιπωρημένης της ψυχής της..
Είχαν κοπάσει οι διαβάτες από το πρωί..φοβήθηκαν τη μπόρα του Καλοκαιριού..λες και δεν ήτανε από τα χρόνια τα παλιά..στις μπόρες πια συνηθισμένοι..Ποτέ τους οι ανθρώποι δεν αγάπαγαν εσκέφτηκε τις ξαφνικές τις καταιγίδες.. που ανύποπτα ξεσπάγανε καταμεσίς στα Καλοκαίρια..Ποιός τάχα μπόρεσε να φτάσει ως το μπόι του Θεού..τις καταιγίδες να κωπάσει..?
Κανείς θαρρώ δεν ήτανε Πολύφημος o Κύκλωπας..το βράχο τον ασήκωτο στους ώμους να σηκώσει..Στα παραμύθια μοναχά και στης ποίησης του Όμηρου τα μέρη..εκεί μες στις σελίδες τους γινόταν τα ακατόρθωτα συχνά κατορθωτά..
Μα εμένα που μου αρέσουνε αυτά τα παραμύθια..μ' αρέσει μες στα χέρια να συλλέγω ..να κρατώ..τις νότες των Σειρήνων τους..που φτάνουνε μελωδικές.. παραπλανητικές θαρρείς στα πονεμένα αυτιά μου..κι εκεί στα μαγικά νησιά τους ναυαγός τους να βρεθώ..να ξαποστάσω επιθυμώ.. κύκλο θαρρείς και στήνουνε οι νότες πάλι γύρω μου..ομπρέλα της ελπίδας μου της άσβηστης.........
κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
.............................................................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου