[…] «Η μαύρη η γυναίκα μου. Πέθανε πέρσι
τέτοιον καιρό. Μα δεν ήταν σαν όλες! Ήταν γυναίκα, που λες, η Βάντα! Τι
να στα λέω. Δεν είμαστε παντρεμένοι επτά μήνες που ο σατανάς ο
αφορεσμένος τώβαλε να κάμω το φόνο και να πάρω τα βουνά. Φυγοδίκησα.
Άφηνα μια γυναίκα πίσω μου, την ίδια για το σπίτι, για το χωράφι, για τα
πρόβατα, για το παιδί που θάκανα σε δύο μήνες. Και τάβγαλε πέρα η
άραχλη! Κόπηκε, που λες, χίλια κομμάτια, και το σπίτι έβγαζε
καπνό, και το χωράφι καλαμπόκι, και τα πρόβατα βόσκαγαν, και το παιδί
τραγουδιώτανε στην κούνια. Αυτά, θα πεις: Αυτά είναι μικρά πράγματα. Το
μεγάλο είναι τούτο. Τ’ αποσπάσματα έμπαιναν στο σπίτι, έχυναν τ’ αλεύρι,
φοβέριζαν το παιδί, έκαναν κατάλυμα, βάζανε μαχαίρι στο κοτέτσι. Η
γυναίκα στέκονταν βράχος. Τώρα τους έβριζε, ύστερα τους ξεγέλαγε, τους
ξανάβριζε, τους έπαιρνε με το καλό.
Μια φορά είχα κατεβεί τη νύχτα στο σπίτι μου και το πρωί με πήραν
μυρωδιά οι χωροφυλάκοι. Ως που να στρίψω σε δυο τρία σπίτια, πέντε
τουφεκιές από πίσω μου. Τη γλύτωσα. Οι σταυρωτήδες από κοντά
μου, αλλά του κάκου. Μ’ έχασαν. Ένας χωροφύλακας σε λίγη ώρα με
πετυχαίνει κοντά στη βρύση. Σηκώνει το όπλο. Η γυναίκα μου του πιάνει τα
χέρια, τον κυλάει κάτω, αρχίζει το πάλεμα. Ως να παλέψει ο χωροφύλακας
το θηλυκό, επήρα καιρό και χάθηκα στα πλατάνια. Έμαθα ύστερα πως η Βάντα
του πήρε το όπλο, κι εκείνος πάει στο Στρατοδικείο. Δεκαπέντε χρόνια
αυτή ήταν η ζωή μου. Η γυναίκα μου να παλέβει με τ’ αποσπάσματα, να
δέρνεται, να δέρνει, να της χύνουν το καλαμπόκι, κι αυτή να το μαζεύει
σπυρί με σπυρί. Αυτό το θηλυκό το κοντούλικο -μια χαψιά ήτανε- μέσα σ’
αυτό το χαροπάλεμα
4 έσκαβε το χωράφι, βοσκούσε τα πρόβατα, αλώνιζε, κρατούσε το σπίτι, μεγάλωνε τα παιδιά μας, γιατί εφτά τάκαμεν όλα.
Τέλειωσεν αυτή η ζωή. Με λάβωσαν, παρουσιάστηκε, μ’ έρριξαν σε μια
φυλακή πέντε μέρες μακριά απ’ το χωριό. Μια μέρα κοιτάζοντας τα βουνά
απ’ το παραθύρι της φυλακής βλέπω από κάτου άξαφνα τη γυναίκα μου.
-Σ’ είσαι, ορή Βάντα:
-Ναι.
-Μοναχή, ορή:
Δεν ήταν μοναχή. Ήρθε με τα πόδια, πέντε μέρες δρόμο, σέρνοντας τα
εφτά παιδιά, το μουλάρι και το βόϊδι. Το σπίτι μας, καταλαβαίνεις, τ’
άνοιξε κοντά στη φυλακή. Επούλησε το μουλάρι και πήρε το μαγαζί της
φυλακής. Έβαλε την ποδιά, έγινε μαγαζάτορας. Κατάφερε να πάρει στη
φυλακή ελεύθερο το έμπα και το έβγα. Μαγέρευε για τους φυλακισμένους και
για τους στρατιώτες. Έπλενε τα σκουτιά τους. Τα παιδιά μας
τα σκόρπισε δουλευτάδες στη χώρα, άλλα τα κράτησε μέσα στο μαγαζί. Με
τέτοιον τρόπο έμπαζε ούζο για τους φυλακισμένους μέσα στο ψωμί και μέσα
στα ρούχα της -αυτή η δουλειά έφερνε λεφτά- που εστράβωσε τη φρουρά, δεν
την έπαιρνε κανείς χαμπάρι. Δεν ήταν πράμα που δεν τώκανε για να μη μας
λείψει το ψωμί. Είχα το σπίτι μου απ’ όξω απ’ τη φυλακή, έβλεπα τον
καπνό του σπιτιού μου, τζάκι δικό μου, νοικοκυριό! Δεκατρία χρόνια τούτη
η δουλειά. Στα δεκατρία ήρθε κι έλιωσε. Δούλεψε, δούλεψε, μα στο στρώμα
δεν έπεφτε. Τις μέρες που κόντεβα να βγω, μια νύχτα κρύα, μπήκε τέλος ο
Χάρος μέσ’ το μαγαζί, και την ήβρε που έπλενε. Έπεσε μεσ’ στη σκάφη…»
Ο Μαλής ξανατράβηξε βαθειά τη σκαλισμένη πίπα.
-Πολλές φορές, είπε, ο άντρας είναι άντρας, γιατί τον κάνει τέτοιον
μια γυναίκα, μια τόση δα γυναίκα, που δεν την παίρνεις για μισό μερδικό.
Εγώ τώρα, καθώς καταλαβαίνω, δεν είμαι για να φάω γλυκό ψωμί. Με
τραβάει το βουνό. Δεκαπέντε χρόνια το τήραγα απ’ το παραθύρι της φυλακής… Βρε μου καμμιά δουλειά.
-Σαν τι δουλειά; Να σε βάλω σε καμμιά πόρτα; Να φυλάς τίποτα υλικά…
-Ορέ αυτά είναι καμπίσια πράματα, πού είμαι γω για τέτοια! Βάλε με σε τίποτα αμπέλια δραγάτη
να γλέπω και τα βουνά. Σπίτι δε μου πάει τώρα, μόνο σε δραγατσιά μπορώ
να ξανασάνω λίγο. Άιντε ορή Βάντα, κατακαϋμένη Βάντα, να φαινόσουν από
καμμιά μεριά!
Η γυναίκα του Μαλή (απόσπασμα)/
(Από τη
συλλογή διηγημάτων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1927)
......................................................................................................................................................................
Γιατί η φύση μ' έπλασε γυναίκα...της Σοφίας Θεοδοσιάδη.
Έτσι μ'αρέσει να μιλώ για το φύλο μου...για τον άνθρωπο - γυναίκα...μέσα από τα μάτια των αντρών...Έτσι ...να μη μεροληπτώ...γυναίκα εγώ...να μην πανηγυρίζω έμαθα για την παγκόσμια που ορίσθη...γιατί ή φύση μ'έπλασε γυναίκα...Μα αν μου επιτρέπεται τη λέξη '''πανηγύρι'''να τη χρησιμοποιώ...σε άλλη βάση αυτό το πανηγύρι μου θα θέσω...
Είναι φορές που μες στο νου μου έρχονται και τριγυρνούν και κάθονται...σκέψεις αντρών που εγνώρισα και εσυναστράφηκα..και αγάπησα και εδιδάχτηκα...από αυτούς...κι έτσι εβαπτίστηκα από αυτούς γυναίκα τι σημαίνει να κατέχω...να με λέω...
Άκουσα λόγια αληθινά...λόγια καρδιάς...χωρίς τα καρικεύματα...που πλανεύουν και σε ξεγελούν...
Ήταν τα λόγια του πατέρα μου...τα λόγια του καθηγητή μου...τα λόγια του συντρόφου μου...τα λόγια των φίλων μου...και μέσα από τα μάτια τα δικά τους...κατάλαβα καλά ...γυναίκα νάσαι τι σημaίνει...
έτσι και σήμερα ξανά αυτή τη μέρα που θα θέλαμε πολλές να θυμηθούμε ίσως ...την καρδιά μας να ζεστάνουμε...και στον αγώνα μας ...τον αγώνα της ζωής απερίσπαστες να συνεχίσουμε..να ριχτούμε...μες στα αυτιά σας και στα μάτια σας μπροστά...λίγους μονάχα στίχους από τα λόγια του αγαπημένου φίλου μας Νικόλα ας θυμηθούμε :
Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη.
Κι ένα ελάχιστο μικρό απόσπασμα από τον αγαπητό και λατρεμένο από τις διδασκαλίες του καθηγητή μου...αξέχαστο για πάντα Λιαντίνη :
Βιολί στραντιβάριους
είναι της γυναίκας το σώμα. Λουδοβίκος Μπετόβεν είναι ο βιολιστής του.
Και η πράξη του έρωτα, το μουσικό γινόμενο που ακούγεται, είναι η Σονάτα
Kreutzer. Η ενάτη σονάτα. Ιδές που η νύχτα πηχτή γκρεμίζεται σε
καταρράχτες άστρων.
( Δ. Λιαντίνης '''''Γκέμμα'''' ).
........................................................................................................................................................................