18 Απριλίου 2017

μάθημα 1.. ''Η Κοκορόμυαλη'' - Της Σοφίας Θεοδοσιάδη.



Ταξίδευα μονάχη μου.. από μικρή δεν καταλάβαινα..ποτέ μου δεν μπορούσα να τα εξηγήσω εκείνα τα παιδιά..που θέλανε να μοιάζουνε παντί τω τρόπω σαν ξεχωριστά.. χωρίς ποτέ κάτι ξεχωριστό να φέρουν..Περιπλανιόμουν πάντα μοναχή μες στους δικούς μου τους Παράδεισους..εκείνους τους φτωχούς.. που καταλάβαινα..που τους κατανοούσα..Κάθε που εσουρούπωνε και βράδιαζε..στη μικρή παλέτα της άγουρης ακόμα μου ζωής..ξεχώριζα τα χρώματα τα μύρια αυτά τα παρδαλά..από κείνο το λευκό...Κι ύστερα κάθε που γινόταν σύναξη τις Κυριακές και τις γιορτές.. τις καθημερινές..και κάθε που γινόταν ''μάζωξη'' σε κείνο το κοτέτσι..φίλων κοτέτσι ελογίζετο..τυχαία επεριδιάβαινα κι από τα κακαρίσματα..έσκυψα μέσα για να δω.. επροσπαθούσα να κατανοήσω και να κατανοηθώ..λέξεις ..και εμπειρίες ..και γνώσεις όσες μπορούσα να μαζέψω..

Μα έρχονταν εκείνη η φαντασιόπληκτη που νόμιζε...ούτε και που θυμάμαι πια και το όνομά της.. που νόμιζε..φαντάζονταν..θαρρούσε ..πως σε ''πριγκηπικό'' κοτέτσι εγεννήθηκε..και άλλαζε τους ρόλους της..και μεταμορφωνότανε η ''κοκορόμυαλη'' ..πότε με λοφίο για την ποίηση..πότε λοφίο φόραγε μεγάλης θεατρίνας.. άλλοτε πάλι εγίνονταν η επαναστάτρια.. κι έπαιρνε ύφος σαν κοκόρι σε κοτέτσι ..σε κοτέτσι ανοήτων και ''συνομωτών'' .. ..παρατρεχάμενων που έμοιαζε   κοτέτσι..και...έβαζε λέξεις κραυγαλέες και βαρύγδουπες.. ''ύψωνε'' τη φωνή της.. της είπανε πως ποίηση να γράφεις.. είναι και το υπέρτατο αγαθό...και αλήθεια είναι αυτό..μα ποίηση και ύμνους για την ίδια τη ζωή..όχι άναρθρες κραυγές..μες σε ''κοτέτσι'' ανοήτων πετεινών..μα και πουλάδων πεινασμένων...

Αυτή συχνά επαρασύρονταν σε μονοπάτια δύσβατα και σκοτεινά.. έχανε τον ειρμό της και τις λέξεις της μιλούσε ακαταλαβίστικα.. θαρρούσε πως πουλούσε την πραμάτεια της..σε μάγουλα αδοκίμαστα..και άγουρα ακόμα...Και τώρα που μεγάλωσα πολύ..πάλι την ''εσυνάντησα'' εκείνη την ανόητη..που μου λεγε πως τη βαφτίσανε ..μονάχη της βαφτίστηκε..ποιήτρια του ''κοτετσιού''..και πολύ εγέλασα απέξω σαν επέρασα από εκείνο το κοτέτσι...Ωωω...πόσο ευτυχείς οι ''φαντασιόπληκτοι''..οποία δυστυχία ..εν αγνοία τους..τους βαραίνει...

Πόσο δεν άλλαξε στα τόσα που περάσαν χρόνια !!! Άλλοτε έμοιαζε με κύκνο που βγαζε το κύκνειο το άσμα του..κι άλλοτε παπαγάλος.. Τι κρίμα που 'χανε το μέτρο από τα μικράτα της..τι κρίμα που δεν μάζευε χαμόγελα ζωής..μα εσυσσώρευε χάρτινα και φτηνά χειροκροτήματα..που εκτεθειμένη την ψυχή τα βράδια την αφήναν...Την ήβρα πάλι εφέτος μέσα εκεί...να ''κακαρίζει'' ασυνάρτητα..έμοιαζε σαν κοτόπουλο να είν' ξεπουπουλιασμένο.. 

Ήθελε Θεέ μου ..πόσα ήθελε..ετούτη η ''κοκορόμυαλη''..μα τα φτερά της λείπαν..ποτέ δε θέλησε στη Γη να περπατεί..της φαίνονταν μικρό...<< Μην κλαις μικρή μου ''κοκορόμυαλη''που δεν εγεννήθης γλάρος να πετάς στις ανοιχτές τις θάλασσες..κανείς δε σου ψιθύρισε ποτές..πως και οι κότες είναι απαραίτητες..αυγά για γεννούν.. μες στα κοτέτσια εκεί τα συνετά και ''καρπερά''..και είναι χρήσιμες κι ας έχουνε κοντά και τα φτερά..? >>

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη...
.............................................................................................................

«Όταν ο ήλιος…»

Διαβάζοντας το βιβλίο «Όταν ο ήλιος…» της Ζωρζ Σαρή, στεκόμαστε λίγο περισσότερο στο κεφάλαιο με τίτλο «Η φιλία»: 




 «Το δίχτυ της Ζωής ήταν σοφά πλεγμένο. Είχε κι άλλες κλωστές πολύ γερές. Άνοιγε τις χούφτες της και σκόρπιζε το παιδικό της βιος. Χάριζε τα βιβλία της, τα μολύβια της, τις πέννες της, τις ζωγραφιές της, τα παιχνίδια της. Κρυφά από τους δικούς της χάρισε το χρυσό σταυρό της, το δαχτυλιδάκι της, μια παλιά καρφίτσα της γιαγιάς. Έψαχνε στα συρτάρια, κάτι να βρει ακόμα, να το χαρίσει κι αυτό, να γίνει ένας παραπανίσιος κρίκος στην αλυσίδα που θα την έδενε με τους ανθρώπους . Αγωνιζόταν. Η λαχτάρα της γινόταν ορμητικό ποτάμι και παράσερνε τα εμπόδια. Όχι, όχι δεν ήτανε παιχνίδι. Ήταν αγωνία. Παιδιάστικη αγωνία. Η μητέρα το ‘χε καταλάβει και της παραστεκότανε χωρίς πολλά λόγια. Ένιωθε τη μοναξιά που τρόμαζε το παιδί της, ίσως γιατί την ήξερε, τη φοβόταν. Έλεγε στη Ζωή: «Να εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είσαι ‘συ».


Η Ζωή θέλει να την αγαπάνε. Να την αγαπάνε χωρίς παζαρέματα, πολύ και αλογάριαστα. Μικρή κατάλαβε πως για να τα καταφέρει, έπρεπε πρώτα ν αγαπήσει αυτή τους ανθρώπους ή τουλάχιστον να κάνει πως τους αγαπά….. Αγαπούσε όπως πεινούσε, όπως διψούσε, όπως πονούσε, όπως γελούσε».

«Όταν ο ήλιος…» της Ζωρζ Σαρή -απόσπασμα
......................................................................................................

 Αυτό είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή και η καταξιωμένη συγγραφέας καταπιάνεται με μια σκοτεινή εποχή της ελληνικής ιστορίας (την Κατοχή), όπου ο καθένας πασχίζει να βρει έναν τρόπο για να επιβιώσει και είναι υποχρεωμένος να καταφύγει σε όλα τα μέσα, δίχως όμως να ξεχνά ποτέ την ανάγκη για ελευθερία. Και μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, τα παιδιά. Η Ζωή θα μεγαλώσει στη φρίκη της πείνας, θα ελπίσει όταν οι μεγάλοι θα πάρουν τα όπλα να αποτινάξουν τον ζυγό, θα κλάψει, θα θελήσει –παιδί δεν είναι;– να χαρεί. Γύρω της ένας κόσμος παράξενος, σκληρός, ανάλγητος, που τρέχει να γλιτώσει, που τρέχει να βρει ένα κομμάτι ψωμί, οι εκτελέσεις, η αισιοδοξία πως όλα θα τελειώσουν… Τα μάτια της θα δουν πολλά. Θα υποφέρει, θα γνωρίσει την ελπίδα, θα ζήσει μ’ αυτήν ώσπου να έρθει το τέλος του κακού. Κι όταν έρθει, τότε θα μετρήσει τις πληγές και θα προχωρήσει.

Αλήθεια..πόσο μοιάζουν πάντα οι εποχές...Το σκηνικό του ''πολέμου''  είναι διαφορετικό...μα οι καταστάσεις πάντα ίδιες σε περιόδους πολέμων και κρίσεων..η πείνα παρούσα..και η αλληλεγγύη ζητά όσο ποτέ άλλοτε να 'ναι παρούσα...Πόσο διαχρονική ..πόσο σοφή..η Ζωρζ Σαρή..μια κυρία που γνώρισα στο 48 Δημοτικό Σχολείο Πατρών..όταν την καλέσαμε να μιλήσει για το βιβλίο...μια πραγματική κυρία..και σπουδαία συγγραφέας..
η φίλη σας Σοφία.
....................................................................................................

17 Απριλίου 2017

#ήμουν εκεί και τούτη τη Λαμπρή#



Κι εγώ..εστάθηκα εκεί σε μια γωνιά..στης εκκλησιάς μας την αυλή  .. με τις μοσχοβολιές από τις πασχαλιές..τα γιασεμιά στους φράχτες της..να 'ρχονται να μπερδεύονται..με των λιβανιών τις μυρωδιές...Ηχήσαν ξαφνικά τα σήμαντρα.. χτυπάγανε οι καμπάνες ασταμάτητα..χαρμόσυνα ...χαρούμενα..το 'χανε βάλει σαν σκοπό.. ελπίδα και αισιοδοξία και χαρά ..να κατορθώσουν να ''φυτέψουν'' στις καρδιές...εκείνες τις καρδιές που ελπίζουνε..που ψάχνουνε δέντρα ολάνθιστα να κατορθώσουν να γενούνε..μαζί Σου να μοιραστούνε Ανάσταση κι αυτές...


Άσπρες λαμπάδες να φεγγοβολούν...να σκίζουν το σκοτάδι...φλόγες να τρεμοσβήνουνε.. απ' τ' αεράκι το απαλό..ωσάν τα όνειρά μας...
 Κι εγώ εκεί σε μια γωνιά..σαν τότε που ήμουνα παιδί..με τα λουστρίνια μου τα κόκκινα...να χαίρομαι με τις καμπάνες που ''τρελλάθηκαν'' χαρούμενες...να χαίρομαι που οι ανάσες των παιδιών μου με ακουμπάγαν...

Μοσχοβολιές αλλιώτικες..πανάκριβες..μοναδικές.. από τα στόματα τα ''ακριβά''.. εκείνο της αγάπης το φιλί...εκείνο... Θαρρείς και ξαναμύριζα την ίδια τη ζωή...ω...πόσο γνώριμες μοσχοβολιές..οι αγάπες οι αληθινές...της ''Πασχαλιάς'' μου οι αγάπες...Πέρασε γρήγορα και η Λαμπρή..σαν κάθε που προσμένουμε για να 'ρθει...Κάνω προσπάθεια ετούτο εδώ το πρωινό ..να εγκλωβίσω σε χρυσό κουτί..τους ήχους από τα σήμαντρα..που εγεμίσαν το κεφάλι μου όμορφες ''πεταλούδες''.. Την έζησα κι αυτήν την Πασχαλιά..το έφερα ξανά το φως μέσα στο σπιτικό μου...

Μονολογώ και μειδιώ...τι όμορφο να σε αγαπούν..και τι γλυκές..πολύχρωμες οι ''πεταλούδες'' που εμάζεψα...εκεί να πεταρίζουν γύρω μου..κουράγιο να μου δίνουνε..καθώς στην καθημερινότητα γυρνώ..μέχρι τα νέα ''σήμαντρα'' καθώς θα ''ελλοχεύουν'' μέσα μου..μια κινητήρια δύναμη θαρρείς..,ωσπου.. την άλλη πάλι τη χρονιά να αντέξουμε..να υπάρχουμε..να ακούσουμε και πάλι......

Δοκίμιον - γράφει η Σοφία Θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικός
.............................................................................................................

15 Απριλίου 2017

Ανάσταση προσμένω..- της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Κάπου εκεί ανάμεσα στο ''γλυκό'' το ψέμμα μου.. που θέλω να γευτώ.. κάπου εκεί μες στης ψυχής μου την ανάγκη..κάπου εκεί θα σε αναστήσω πάλι..για να αναστηθώ..κι ας ξέρω πως δεν γίνεται να ''περπατάς'' ανάμεσά μας..Μα ήδη σήμερα σ' ανάστησα ξανά..όχι τον νίκησα και πάλι τον ''εχθρό'' μου..που τον λένε ''θάνατο'' έχει ταυτότητα αυτός και συγκεκριμένο αριθμό.. Έπαιξα μαζί του και τον νίκησα..γιατί είν' η μνήμη μου γερή και δυνατότερη απ' αυτόν.. Σήμερα όλα τα θυμήθηκα..τα λόγια σου που έστειλες σαν βάλσαμο..στις ταραγμένες τις ψυχές που βασανίζονταν στις φτωχικές τις γειτονιές..που θέλησες να απαλύνεις ..να χαϊδέψεις..

Κι εκείνοι φέρθηκαν αχάριστα..σε μια στιγμή ξεχάσανε το βάλσαμο και σε ποτίσανε φαρμάκι σαν χολή..Μα σήμερα θα τα ξεχάσω τα βασανιστήρια..θα τον ξεχάσω και το Γολγοθά σου..Σήμερα σε θέλω εμπρός μου χαμογελαστό..ζητάω ένα νεύμα σου..νεύμα να λέει.. πως μας συγχώρησες..για τα ''μικρά'' και τα κατώτερα που πράξαμε μπροστά σου..Μια Ανάσταση μας έταξες..έλα κατέβα και πλησίασε ..πάντα την Άνοιξη μας φέρνεις την υπόσχεση.. αυτή..Mια ανάταση..μια Ανάσταση είναι το ζητούμενο αέναα..στο σύντομο το πέρασμα τ' ανθρώπου πα στη Γη..να καταλάβει...να κατανοήσει όλα γύρω του..και ν' ανεβεί ακόμα πιο ψηλά αν δυνηθεί...

Η κάθε αγάπη μέσα μου μια Άνοιξη..αυτές που χρόνια τώρα τις κρατώ σαν κόρη οφθαλμού .. αυτές που με ανασταίνουνε κάθε.. που τον Γολγοθά μου έρχεσαι εσύ  με το δικό σου για να μου θυμίσεις..Ένα μονάχα προσμένω από σε..Πάσχα κι Ανάσταση να φέρνεις στις καρδιές που αγαπώ..κι αγάπες για το μέλλον μου ''Αναστάσιμες'' να μοιάζουν..Να ηχούν χαρμόσυνα οι ''καμπάνες'' μέσα μου..Λαμπρής καμπάνες να θυμίζουν..............

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
..............................................................................................................

14 Απριλίου 2017

θα βγω στους κήπους τ' Απριλιού..- της Σοφίας Θεοδοσιάδη.



Ζωγράφος: Achille Beltrame
Θα βγω στους κήπους του Απριλιού ..άνθια και ροδοπέταλα για σένα να μαζέψω..Θα τα σκορπίσω γύρω σου.. δροσοσταλιές ροδόνερου στον τάφο σου να μοιάζουν...Θρήνος...μα όχι θάνατος..ταξίδι μακρινό.. μα όχι λήθης ταξίδι..μια ελπίδα ..μέσα από τη βίωση του θάνατου...μια αναγέννηση προσμένοντας ..καταμεσίς της Άνοιξης και φέτος...Πάλι σου δόθηκε..σας δόθηκαν...μας δόθηκαν σταυροί...να περπατήσουμε πότε σκυφτοί.. κι άλλοτε αγαναχτώντας ..Βήματα πότε αργά και πότε βιαστικά...τον ανεβαίνουνε θαρρείς..λες κι είν'  μονόδρομος...το Γολγοθά τους...Εκεί σε κείνη την πορεία που μας οδηγεί στη λύτρωση..κι άλλοτε πάλι σαν μας γονατίσει στο σκοτάδι...Ύμνοι και σήμερα Βυζαντινοί...ύμνοι για τη δύση της ζωής της σαρκικής...ύμνοι για την προσδοκία...την ελπίδα...την ανανέωση...την αναγέννηση της ψυχής...και η χαρμολύπη εντός μας...

Όχι ..είν' οι σταυροί πολλές φορές αβάσταχτοι θαρρείς...θολώνουνε την κορυφή...ο λόφος μοιάζει με βουνό απάτητο..μα είναι η πρόκληση για μια Ανάσταση...δε γίνεται να χάσεις την ελπίδα...Απ' τους παλιούς τους χρόνους άλλωστε.. τους αρχαίους μα και σήμερα ακόμα..οι Έλληνες ήταν πρώτοι στο ''θρήνο''..στα μοιρολόγια και την πικρή σιωπή.. μα ποτέ δε γονατίσανε στο ''Θάνατο'' μπροστά..Τον μετατρέψανε σε τέχνη κάθε είδους ..τον τραγουδήσανε.. τον ζωγραφίσανε..τον τραγουδήσανε τον θάνατο ακόμα και του Δικού σου..Χριστέ μου γιατί νιώσανε τον πόνο και το άδικο..και το χαμό του Ανθρώπου...

''Συνοδεύοντας''..τον επιτάφιο το θρήνο σου..μα όχι τον πραγματικό το θάνατό σου...αυτόν μου τον εκτόπισες...μου δίδαξες..κι εσύ Χριστέ..κι εσείς δικοί μου άνθρωποι .. πολυαγαπημένοι...εν αμελεία σας..μου εδιδάξατε..μου δείξατε .. πως να σταθώ...μέχρι για να σας συναντήσω...Με χάϊδεψε και πάλι πα στο μάγουλο θαρρείς η ανάσα σου γλυκέ μου..την έστειλες τούτο το πρωινό..σε ένα ρέκβιεμ πάλι πένθιμο..μα γαλήνιο...με γέμισε αρώματα.. για τη ζωή που πέρασες..κι άφησες τα πατήματά σου...Όχι δεν κλαίω σήμερα εδώ μέσα στα κυπαρίσσια τα ψηλά..και στις μυρωδιές των λιβανιών δεν κλαίω.. που αναμειγνύονται με έναν τρόπο μαγικό...και μου μιλούνε για το μάταιο..ίσως και την ουσία της ζωής..Διώχνω το μωβ..το γκρίζο που τη φύση επλημμύρισε..προσμένοντας..ελπίζοντας..μια ανάταση πνευματική..κοντά σας έστω νοερά..σήμερα να με φέρει..Τώρα είμαι σίγουρη...δε γίνεται...δεν το αντέχει η ζωή στον τάφο για να μένει..

Αρκεί που σας συνάντησα..έστω και φευγαλέα..κι εσένα Χριστέ μου.. που σε λάτρεψα για τις ιδέες σου..κι εσάς αγάπες μου γλυκές..που μου χαρίσατε αρώματα ακριβά..για να πορεύομαι ακόμα και μακριά σας...Δε ''φταίω'' που ακόμα και σήμερα..μέσα στις παύσεις του adagio εκείνο του Albinoni ..θα ακούγεται ένα κελάηδημα αηδονιού γλυκό..και θα μου ψιθυρίζει στο αυτί..πως : Πάντα του Θάνατου η ζωή υπερισχύει......

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
...............................................................................................................

11 Απριλίου 2017

μονάχος με καρφιά..μάτωσες την ''ελπίδα'' - της Σοφίας Θεοδοσιάδη.


Ζωγράφος- George Frederic Watts- Ελπίδα- Πινακοθήκη Tate Λονδίνο.

Της Εβδομάδας τούτης της ξεχωριστής..που ψάχνουνε καρφιά να σε σταυρώσουνε ..  αναρωτιέμαι πως μπορέσανε..πως καταφέρανε τη λογική τους να παραμερίσουνε..και να ζητούν απεγνωσμένα να ''σταυρώσουν την ελπίδα''...Κι όχλος πολύς..μάζα ηφαιστείου καιόμενη να αναφωνεί.. 
<< σταύρωσον..σταύρωσον Αυτόν >>.
Από όλα τα άνθια του αγρού..καταμεσίς της Άνοιξης..που η φύση έστησε τρελλό χορό και σκόρπισε αρώματα και χρώματα τριγύρω ..οι άνθρώποι ''όχλος'' αλαλάζων σαν εμετατραπήκανε.. διαλέξανε  Χριστούλη μου για σένανε αγκάθια.. να σου πλέξουνε στεφάνι..Να σου φορέσουνε αγκάθια  στο κεφάλι σου..για να ματώσουν την ελπίδα τους..που εχάθηκε εκεί με το αίμα σου μαζί..επάνω στο σταυρό.. 

Χριστέ μου..κι εσύ ανήμπορος θαρρείς και στωικός..δεν ήθελες..δε μπόρεσες το σταυρικό σου θάνατο να σταματήσεις..να σταματήσεις τα καρφιά που ψάχνανε..από τα χέρια αυτών..που πρώτος εσύ ευλόγησες..τι γρήγορα που πέρασες στη λήθη της ψυχής τους .. Τολμούσες..είχες το θάρρος να γυρνάς το μάγουλο.. και ράπισμα να δέχεσαι κι από την άλλη την πλευρά..Κι  εκείνοι ..λίγοι.. και ''μικροί'' και απερίσκεπτοι..καταδικασμένοι οι ίδιοι στο σκοτάδι τους.. που δεν μπόρεσε το φως σου για να τους φωτίσει..θα αναζητούν και πάλι απ' την αρχή..έναν καινούριο πια Χριστό..τη σωτηρία της ψυχής του να ακουμπήσουν..Εσύ το χρέος σου το έκανες ..με τη θυσία της ψυχής και του εαυτού σου..δεν τα κατάφερες να σπάσεις το απόστημα..εκείνου του κατεστημένου που αιώνες τώρα κυβερνά..την απληστία των ολίγων δεν τα κατάφερες σε άλλη πορεία να την στρέψεις..

Προδότες..συμπονετικοί .. στ' αλήθεια και στα ψέμματα..όλοι απόψε θα σκύψουνε Χριστέ μου μπρος στα ματωμένα πόδια σου..τη γύμνια της προδοσίας τους να κρύψουν..Γιατί ποιός τάχα απ' όλους αυτούς δεν ''πρόδωσε'' και έναν δεν ''εσταύρωσε'' άνθρωπο δικό του κοντινό ή ξένο..Ήσουν ήλιος αστραφτερός..μα απόψε εσταυρώθηκες και σιώπησες..είν' σαρκικός ο θάνατος και η σιωπή..γιατί οι αχτίνες σου μέσα στου καθενός το νου θα λάμπουνε Χριστέ μου..είναι τα λόγια σου δυνατά και αξεπέραστα ..η παρακαταθήκη σου βαριά..και τα καρφιά από σίδερο σκληρό..που το κορμί σου εδέχθη...Άνθρωπε αναλογίσου σήμερα ..νιώσε βαθιά κατάνυξη..γιατί μονάχος με καρφιά εσύ..μάτωσες την ''ελπίδα''.....

Δε γίνεται..δεν ημπορεί..μου μοιάζει αδιανόητο..για να ''θαφτεί'' η ελπίδα..Ο άνθρωπος είναι οραματιστής..πάλι θα βηματίσει..θα σε αναζητήσει πάλι απ' την αρχή Χριστέ μου μέσα του..θα σε ψάξει να σε βρει εκεί που κατοικείς..Ήσουν βαθιά επαναστάτης ..με το λόγο σου που στις καρδιές εστόχευε.. πρωτοπόρος..κι ίσως και ιδεολόγος άριστος..ανθρωπιστής μοναδικός..Μα οι ανθρώποι.. που χρησιμοποίησαν την εξουσία τους συχνά..εκμεταλλεύτηκαν.. διέπραξαν εγκλήματα θρησκευτικά ..με το δικό σου όνομα για πρόσχημα..έχοντας για σημαία..Μα εσύ αλλιώς ξεκίνησες την ''επανάσταση''..ήσουν αγνός..δε σήκωνες σημαίες καταπίεσης .. σημαίες εγκλημάτων..της αγάπης και του ανθρωπισμού σημαίες πάντα είχες εσύ για λάβαρα..σκορπούσες κι έδινες γαλήνη και οράματα..εδίδασκες αγάπη ..

Ωδή στη θυσία σου Χριστέ μου - 
Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη - εκπαιδευτικός.
..............................................................................................................

8 Απριλίου 2017

Οδεύοντας... - της Σοφίας Θεοδοσιάδη


Μυρίζει αλλιώτικα τούτο το πρωινό ο καφές..μυρίζει μυρωδάτα.. Χορτάριασε η αυλή μας μάνα μου..γέμισε αγριοτρίφυλλο και κάτασπρα στρωμένα απάνω του..σαν αστεράκια που επέσανε από τους ουρανούς..μικρά- μικρά κι ασήμαντα φαντάζουνε..εκείνα τα  ασπροκίτρινα τα αστέρια..τα ταπεινά χαμομηλάκια..Μια μυρωδιά χαμομηλιού..γεμίζει τον αέρα της ψυχής μου... μελαγχολία ..νοσταλγία και επιστροφή ολική του νου..στο χώμα που το πρωτοπάτησα..στο χώμα που με συγκίνηση  τούτο το γλυκοχάραμα πατώ.. 

Ανάγκη μου μεγάλη εσωτερική.. χωρίς μελοδραματισμούς.. έτσι σαν ένα ταπεινό προσκύνημα..στον τόπο που με ανάθρεψε.. που με έφτιαξε..και που με γέμισε εικόνες..επιστροφή..την όφειλα..σαν ένα τάμα από καιρό.. Αυτό το κάδρο το κουβαλάω χρόνια μέσα μου..Σπίτι παλιό.. μικρό.. με μια αυλή μεγάλη..ακακίες ανθισμένες που στολίζουν τις γωνίες της αυλής..και τον πατέρα μου κάτω απ' τις μυρωδιές της ανθισμένης ακακίας..

Ο τόπος μου γεμάτο ακακίες.. Αυτή η αυλή για μένανε ήτανε πάντα μια ζεστή γωνιά..ήθελα πάντα το άρωμα που σκόρπαγε απ' τα δέντρα της ..το χρόνο εκεί να σταματήσει..να εγκλωβίσει..Μα ζήταγα μέσα μου βαθιά..κι ας το 'ξερα..το ακατόρθωτο..το άπιαστο..το ξερα πάντα πως ο χρόνος όλα θα τα αλλάξει..
Ρίζες που ''ρίζωσαν '' βαθιά στη γη και μέσα μου..θα φύγουν ..θα ξεριζωθούν..Μορφές που ζωγραφίστηκαν μες στους καθρέφτες της ψυχής..θα ξεμακραίνουν.. θα μπορέσει ο θάνατος χρώμα να τις αλλάξει..; 

Όχι για να τις σβήσει δεν μπορεί..μα τα χρώματά τους όλα γίναν παλ..μοιάζουνε λεία και απαλά..δεν δίνουν τις πραγματικές πλέον φωτοσκιάσεις.. Κάθομαι ώρες κάτω από το δέντρο.. που εκάθησες κι εσύ..πατέρα ..μάνα και παππού μου και γιαγιά..Το άρωμα των λουλουδιών της ακακίας της παλιάς .. αναμειγνύεται με τη σιωπή.. σιωπή..και έρχεται απροσκάλεστη η γλυκειά σας η φωνή.. κελαρυστά μέσα στα αυτιά μου...τούτο το πρωινό...

Δεν την αντέχω αυτή τη ''σιωπηρή''..την τόσο κραυαγαλέα σας φωνή..Λένε πως η αγάπη που εκατοίκησε μέσα μας βαθιά..πως είναι γιατρικό και βάλσαμο..πως έχει τρόπο να απαλύνει τις απώλειες..όταν εκφράζεται ακόμα νοερά..κι ας μοιάζει υπερβολή .. Όχι δεν είναι υπερβολή η κατάθεση αγάπης που βιώθηκε με τόση ανιδιοτέλεια και τόσο αληθινά..

Ετούτο εδώ το πρωινό..σε τούτη τη γαλήνη και τη ''θλίψη'' της ημέρας ..που οι ''νεκροί'' σαν ζωντανοί ξανάρχονται μπροστά μου και ορθοί..ζητούν και πάλι τη ματιά ..και γιατί όχι και το δάκρυ μου να τους αγγίξει..και από το ''άγγιγμα'' αυτό.. να ξαναγεννηθούν εντός μου...όχι δεν είναι υπερβολή..είναι ψυχής ανάγκη η έκφραση.

Κάπου εκεί.. στο κομβικό σημείο πριν τον αποχαιρετισμό..μην ξεχαστείς..τα χέρια που σε ανάθρεψαν ..τα χέρια τώρα που είν' τρεμάμενα.. μην ξεχαστείς ''ζεστά'' όσο είν' να τα φιλήσεις....Ναι ..ναι.. είναι όχι υποχρέωση προς τη μάνα μας..ανάγκη επιτακτική.. σε κείνη τη γυναίκα που μας γέννησε..τώρα που κείται πια ανήμπορη κι Ανάσταση έπαψε να προσμένει..μια αγκαλιά ζεστή..ένα ''προσκύνημα'' να δώσουμε..ίσως του χρόνου ποιός να ξέρει...Ακόμα όμως κι αν εκλείψει η αιτία η αληθινή..πάντα θα ψάχνω μια ''αφορμή'' εκείνη της επιστροφής στον τόπο που εβλάστησα κι εγώ....

Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
..............................................................................................................