Κι όταν οι ανάξιοι εγωιστές δεν ημπορούν.. δεν καταφέρνουν να τραβούν την προσοχή με γελοιότητες..και πλήθος φιοριτούρες.. χίλιους δυο λόγους προφασίζονται ανόητους.. καθώς κενοί κι ολέθριοι στα εντός τους.. χίλιους δυο λόγους βρίσκουνε..σκαρφίζονται για να το βάλουνε στα πόδια.. δρώντας ως χαμαιλέοντες.. εκδίκηση επιστρέφοντας γυρεύουν.. μα ο αγώνας σύντροφοι..συνοδοιπόροι μου γίνεται στις αρρένες.. γίνεται πάντοτε στο άπλετο το φως.. και όχι στα υπόγεια των συνομωτών.. στα καταγώγεια των κουτσομπολιών.. μα στης αλήθειας που αρέσκεται.. στις φωτισμένες κάμαρες..με αληθινούς αγωνιστές.. να κατοικεί στους αναζητητές αντάμα.. Πόσο λιγόψυχοι..φυγόπονοι..οι ελαφρείς.. όσοι την τέχνη του αγωνίζεσθαι από μικροί δε μάθαν.. όσοι εγαλουχήθηκαν στη χώρα του ''Εγώ''' όσοι δε μάθαν το ''Εμείς'' απ' τα μικράτα τους.. όσοι δε μπόρεσαν να διδαχτούν αυτογνωσία.. Λιποταξία πάντα ονειρεύονται.. χρίζοντας την λιποταξία..την φυγοπονία τους.. χρίζοντας την υπεκφυγή ανάγκη τους... χρίζοντας λύτρωση τα μονοπάτια της φυγής.. αγνοώντας την αυτοπαγίδευση της μη επίλυσης καθώς σωριάζονται τα εκμαγεία τους ένα ένα καταγής..καθώς..σαθρό.. το υπόβαθρο..που το καλούπι εστηρίχθη.. λίγοι σε τούτη τη ζωή οι εκλεκτοί.. ελάχιστοι οι αυτογνώστες ταπεινοί.. στέκουν εκεί αγέρωχοι.. για να φυλάγουν Θερμοπύλες.. τις Θερμοπύλες γνώσης..της αξίας του πολιτισμού.. που με αυταπάρνηση υπηρετούν.. δεν το φορούν το ρούχο αυτοπροβολής.. γιατί απλά.. πολύ απλά.. είναι οι ίδιοι από μόνοι τους.. οι Δωρικές κολώνες μες στο χρόνο... ''κι όταν οι ανάξιοι εγωιστές'' - Σοφία Θεοδοσιάδη ............................................................................................................
Δυο καφενέδες είχε το μκρό χωριό.. μα εκειός της Κασσιανής ο καφενές.. σύναξη λες..βιβλίο ζωών..εσελιδομετρούσε.. είχε ένα κρασάκι φίνο και μεζέ.. καφέ στη χόβολη φρεσκοκομμένο μυρωδάτο.. μυρίζει ακόμα ο καφές........... ήτανε και η Κασσιανή γυναίκα προκομμένη και χωρατατζού..ήξερε τις ψυχούλες να χαϊδεύει.. Στης γειτονιάς μου αυτόν τον καφενέ τα χρόνια τα παλιά.. κόσμος πολύς μπαινόβγαινε ..φωνές λογιών ακούγονταν ζωές ειδών ειδών εστρώνονταν στα σιδερένια τραπεζάκια.. οχλαγοή ..καπνός και μυρουδιές..έμοιαζαν μεγαλείο... εκεί σε κείνο το μικρό τον καφενέ... άλλοι επαίζανε ξερή και άλλοι την κολτσίνα.. εστέκονταν και όρθιοι πολλοί και επίνανε ρετσίνα... ο καφενές εμύριζε καπνούς στριφτού τσιγάρου.. δυο- τρεις τσιμπούκι ετραβάγανε.. κορόϊδευαν τους εαυτούς..θαρρούσανε πως θα ξεφεύγανε του χάρου.. ολημερίς στον κάματο στ' αμπέλια στα χωράφια την ευτυχία ψάχνανε τη λιγοστή τις ιστορίες χτίζανε μονάχοι τους .. πότε τρομαχτικές με τα φαντάσματα στου κάμπου τα περάσματα τα πονηρά.. κι άλλοτε πάλι μοιάζανε χαρούμενες στων πηγαδιών με τις νεράιδες τις καλές.. όλες γραμμένες πα στους τοίχους του.. εκείνου του μικρού του καφενέ..ανάγκη επιτακτική να ξεχαστεί η κούραση..η φτώχεια..η δυστυχία.. κυλούσανε πανομοιότυπα οι μέρες και οι νύχτες.. παρηγορία δυνατή..οι μυρωδιές από τους κήπους της τα γιασεμιά ..ο βασιλικός..τ' αγιόκλημα..οι βιολέτες.. μα η Γιαννούλα καθημερινά..στους δρόμους γυροβόλα.. με λύχνο έψαχνε να βρει το Νικολό.. εμεθοκόπαγε συχνά εις τον μικρό τον καφενέ.. και έχανε τη στράτα..στο θολωμένο του μυαλό.. απ' όλα είχε ο μικρός μας καφενές.. ειδών ειδών ψυχούλες.. άλλοι μιλούσανε γι αγάπες..για σοδειές.. κι άλλοι μιλούσαν σκυθρωποί.. για θάνατο για αναποδιές.. χοντρόδετο βιβλίο ζωής ο καφενές.. άνοιξα τους σελιδοδείκτες του..κι εκάθησα μυρίστηκα..μορφές να βρω να σεργιανίσω.. να ιδώ τη μάνα μου να κάθεται..τη Βέρα την ''Κασσούλη'' ( Κασσιανή).. μασάλια ν' αραδιάζουνε..τα νέα του χωριού.. να λένε τάχα τα μελλούμενα.. μες στου καφέ τα σχέδια.. και να κουτσομπολεύουνε..να βγάζουνε τα άπλυτα..μον' μεταξύ τους εις τη φόρα.. είναι εκείνη η λέξη η μαγική.. κοινωνική κριτική την εβαφτίσανε.. ετούτες οι δυναμικές..γυναίκες του χωριού μου.. άκαρπη λες η βόλτα μου στον καφενέ? χρώματα τώρα ζωηρά..χωρίς τη μυρουδιά... μοντέρνο λέει το μαγαζί..cafe Paris..το λένε έτσι το βάφτισε ο γυιός της Κασσιανής.. γιατί απ' τα χρόνια τα παλιά.. το λέγανε εκείνο το καταπρασινο χωριό.. ''μικρό Παρίσι'' της Κομοτηνής... πόσο δεν την αντέχουν τη μιζέρια τους... ο μεροκαματιάρηδες και οι νέοι οι γεωργοί... ασφυχτικός κλοιός θαρρείς..τα σύνορα του καφενέ.. ψάχνουνε για Παρίσια.... ''στον καφενέ της Κασσιανής'' - Δοκίμιον - Σοφίας Θεοδοσιάδη ............................................................................................................
εκείνο το φλογάτο της το κόκκινο.. με τα ''υφάδια'' των ονείρων της.. δαντέλλες ακριβές σαν της ψυχής της..
έδενε και στη μέση της ..σφιχτό ζωνάρι τα ανεκπλήρωτα..εκείνα..
τα κυνηγημένα της τα όνειρα... που ήταν ραμμένα απά στην ούγια του γερά.. να τα ξηλώσουνε τα αγκάθια δεν μπορούσαν..
μονολογούσε..βρέχονταν τα πόδια της.. απ' τα βρεγμένα πάθη της τα ανέγγιχτα στο νιόφερτο.. φορώντας το ..σαν φλόγα εκαίγονταν το δέρμα της.. πιο κόκκινα τα πάθη της απ' το μεταξωτό..διάφανο.. ολοκόκκινο του έρωτα..του Έρωτα φουστάνι..
Έκρυβε..όνειρα που δεν επάτησαν στη γης από καιρό..
φτερούγες δεν εβγάλαν.. με γιορτινό τραγούδι εκίναγε στη δύση του.. ο ήλιος να τη δώσει στο φεγγάρι..
ήτανε κόρη αλλιώτικη..τη λέγαν ντεμοντέ.. ρομαντική..παλιομοδίτισσα..ετόλμαγε .. εδήλωνε και υπέγραφε..πα στον ποδόγυρο τον κεντημένο της του φουστανιού του άλικου.. που εβάφη από το πάθος και τη φλόγα των ματιών του...
δραπέτισσα της λογικής.. κανόνες παραβίαζε..σύνορα αψηφούσε.. καθόλου δεν την ένοιαζε στο λίκνισμα .. ψυχές καρδιές για να κερδίσει..
Χρόνια κρυμμένο..στης ντουλάπας τα βαθειά.. μιας λάμψης φως εγύρευε..στα μάτια τα ξεχωριστά.. στα μάτια τα δικά του..του ενός..που αγάπησε.. που χάϊδεψε τα κατακόκκινα μαλλιά... ποτές της δεν το άφησε.. δε εξεθώριασε το άλικο.. στη μυρουδιά της ναφθαλίνης δεν εθάφτη...
Αλήθεια..
που βρίσκαν οι περαστικοί..που βρίσκαν το κακό.. που εφορούσε το φουστάνι της το κόκκινο.. που σκόρπαγε και γύρω αστερόσκονη απά στις πεθυμιές της.. κι αρχίναγε τρελλό χορό..τολμώντας..
μη φοβούμενη..τρελλή κι αν τηνε εχρίσουν?
Αταίριαστα τα βλέμματα ανέραστων.. επέφταν ανελέητα στα γκρίζα τα μαλλιά της.. σαν δεν εγεύτηκαν..δεν εδραπέτευσαν της λογικής.. που δεν λατρέψαν για Θεό τον Έρωτα της λογικής Δραπέτη... ⫷ εκείνο το φλογάτο της φουστάνι⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη. ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ασφυχτιώ.. γογγύζω στης ασχήμιας το αντίκρυσμα.. την ομορφιά επιζητώ..για να τη ζωγραφίσω.. βουτάω πινέλλα και διαλύω τέμπερες.. από του νου μου τα πολύτιμα.. τα γυάλινα βαζάκια.. σύμμαχος και συντρόφισσα η φύση που ελάτρεψα παιδί.. χαλί μου στρώνει κατακόκκινο.. της μιας Λαμπρής προσμένοντας το πάτημα στο κάδρο... σκόρπισε παπαρούνες και τις ύφανε.. στημόνι άλικο..στο πράσινο υφάδι..
Είδες ποτέ σου παπαρούνες να μιλούν? γέρνουν..μου γνέφουνε..κόρες θαρρείς κόρες με χείλη κατακόκκινα.. φιλιά σκορπούν στον έρωτα.. πριν στάξουνε το δάκρυ τους.. για του Ιούδα την κατάντια.. πριν στάξουνε το δάκρυ τους για το ''Σταυρό'' του ήρωά μου.. πριν να ματώσουν με τα πέταλα τα κόκκινα τη Γης.. για να σκεπάσουν τα καρφιά.. που πέσανε απ' τα χέρια σου Χριστέ μου... ''Είδες ποτέ σου παπαρούνες να μιλούν''? - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
Πες μου στ' αλήθεια με το χέρι στην καρδιά.. κοιμήθηκες καμμιά φορά..σε χώμα δίχως στρώμα? Πες μου αν εκοιμήθηκες ποτές..στου κάμπου τα λιβάδια.. να 'χεις το γκιώνη συντροφιά..και γύρω σου κοπάδια? Ν' ακούς τιτίβισμα πουλιών..φλογέρα του τσοπάνη? Ν' ακούς γαβγίσματα σκυλιών..και ύπνος να σε παίρνει? Να 'χεις για στρώμα σιταριές..τα ροζ τα καπνοχώραφα.. τα ολάνθιστα του κάμπου? προσκέφαλο να γεύεσαι..κόκκινες παπαρούνες? να σε ξυπνά πρωί- πρωί το γέλιο του δραγάτη? Κι αν μια απόκριση γυρεύεις να μου πεις.. τούτο γλυκά σου κρένω..πως αν ποτέ σου δεν κοιμήθηκες στων αηδονιών τη χώρα.. αν το τραγούδι προσφυγοπούλας έμορφης δεν έφτασε στ' αυτιά ..στο απόκαμα
στον κάματο της μέρας.. αν το φιλί της στα κλεφτά στις αυλακιές.. δε ζήτησες.. δεν κόπιασες..δεν πήρες.. πως να μπορέσεις να μου πεις..πως νιώθουνε τα νιάτα.. πως χαλαρώνει η ψυχή στο ξύπνημα της φύσης.. Τώρα στης πόλης τα στενά..μέσα στο πλήθος τρέχεις.. μένει μονάχο το λιβάδι σιωπηλό με τις ψηλές σημύδες.. μα τούτη η ξάστερη βραδιά το νου σου τον φωτίζει.. πως θα 'θελες να κυλιστείς..να παίξεις στο χορτάρι.. να κοιμηθείς τ' ανάσκελα..να βλέπεις το φεγγάρι... ⫷ ψηλές σημύδες ⫸- Σοφίας Θεοδοσιάδη ............................................................................................................