Με του ανέμου σου τ' αδράχτι
μνήμες γνέθεις στα πλατιά της τα σκαλιά
της μάνας..που εστόλιζε η μπιγκόνια...
Γνέθεις..υφαίνεις..
χρόνια που εβάφτηκαν χρωματιστά
χρόνια που εβαφτήκανε λευκά
κρυμμένο κουβαλούσαν
το λευκό της αθωότης..
Ένα φουστάνι όλα τους..πολύχρωμο...
γεμάτο λούλουδα αληθινά...
το πλαστικό δεν έστεκε
εις της μάνας το πλατύσκαλο
δεν κούμπωνε με το αυθεντικόν
σιμά στο κιούπι της μπιγκόνιας..
Κεντίδι στο σιρίτι μας με σταυροβελονιά..
οι κεραμένιες γλάστρες τους
σε σπίτια που ερημώνουν..
Αλλάξανε οι γειτονιές...
αλλάξανε οι άνθρωποι..
αλλάξαμε κι εμείς...
Φορτώθηκες στους ώμους σου
μνήμες να κουβαλείς..
σγουρούς ψιλούς βασιλικούς
ν 'αρωματίζουνε τους θάλαμους του νου
μπιγκόνιες να στολίζουνε
περβάζια της ψυχής σου...
Μενεξεδένιους χάραξες
δρόμους σαν τα παρτέρια
τι κι αν το χώμα απότιστο
ακόμα σου ανθίζει..
Μον' να..
αφήνει μια βαθειά ουλή
ο νοτισμένος τοίχος..
Τι με κοιτάς..
σου το 'λεγεν η μάνα σου..
όλον τον κόσμον κι αν γυρνάς
σε τούτο το πλατύσκαλο
ο νους σου θα ριζώνει....
'' ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΤΥΣΚΑΛΟ Η ΜΠΙΓΚΟΝΙΑ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μια λιτανεία στο γλυκοχάραμα
σκιες..στα χρώματα μορφές
ίπτανται γύρω μου...
κρωξίματα γλυκά με ανταριάζουν..
αθεράπευτη η θλίψη μου..
ρομαντικά με προσκαλεί..
να ονειρεύομαι..
πίσω να με γυρίζω είν' λυτρωτικό..
φέρνει μαγεία..αναπαμό.
της Ιστορίας το ξεφύλλισμα
ν' ακολουθώ στο κάλεσμα
σε κείνο το ταξίδι μου το μακρινό
της νιότης που εξεθώριαζε
δε μ' έβγαλε ως τα τώρα μου
στις χώρες του βορά...
Έβγαλα το μολύβι μου..εσίμωσα
κοντά στο παραθύρι σας..
ήταν δυο σύννεφα..και δυο πουλιά
στον ουρανό..στα μάτια μου..
και εθάρρησα..
σημάδι εθάρρησα πως ήτανε
να μη σας λησμονώ
δεν ξέρω αν ήταν γερανοί
για αν ήταν οι ψυχές σας
μην το θαρρείς
πετάνε κι οι ψυχές..
κολλούν φτερά..λευκά φτερά
εξαγνισμού..αγνότης....
Σιωπώ...................
οι λεπτοδείκτες σταματούν..
να ζωγραφίσω αδυνατώ
τρανό το σμάρι των σκιών
στην άδολη ψυχή μου
δεν το χωράει το χαρτί
αποζητώ...
χωρίς απέλπιδες κραυγές
μπροστά μου να πετάξετε
χαρίζοντας παιάνες στους θνητούς
το χαμογέλιο σας να ζωγραφίζεται
στα σύννεφα που ταξιδεύουνε
στων αλησμόνητων τη χώρα..
Γέμισε μαυροπούλια ο ουρανός
κι εγώ στ' ανάμεσα..
για γερανούς παλεύω...
δεν ξέρω αν ψάχνω γερανούς του Ίβυκου
ή για κραυγές χαμένων Ευμενίδων.
Έλα ψυχή μου..
ανάστησε..ζωντάνεψε
στα βράχια να σταθώ τα ουράνια
τα μάτια τα δικά σας ν' αντικρύσω..
σε πείσμα των ανθρώπων που σφυροκοπούν
ερείπια σκορπούνε..
μύστης..αρχαιολάτρης να γενώ
και στα συντρίμια τους..
βωμούς λατρείας ν' αναστήσω.....
''ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΟ ΣΜΑΡΙ '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Πέταξε τη χλαμύδα της την πένθιμη ..
ξεχύθηκε στους δρόμους της ξυπόλητη...
Εγνώριζε..επιμελώς αγνόησε..καθώς
άνομβρη γη η ζωή στα ύστερα τα χρόνια της
κρύο νερό διψούσε...
Την προδοσία εμελέτησε..πρωθύστερα
στον κήπο της Γεθσημανής..καθώς
δεν εσαρκώθη εις τα χείλη η καρδιά.
ένας είναι ο Ιούδας στη ζωή
κι αν φίδι ο ίδιος στην ψυχή
πουκάμισο ποτέ του δεν αλλάζει .
Ο Ιούδας πρόδωσε..επρόδιδε εσαεί
αλαφιασμένος έτρεχε προς το γκρεμό
είχε μπερδέψει την ανάγκη με αγάπη
δεν εκοινώνησε ποτέ του το φιλί
όλα μετρήσιμα..άγευστα
όλα εντός νεκρά...
Να αναπνεύσει η κόρη εθέλησε...
ξημέρωμα εβγήκε εις το ξέφωτο...
στις πιο παρθενικές..του ξεγυμνώματος
στις πλέον ανυπεράσπιστες
τις ώρες της ψυχής της
εκεί ετελέστηκε το φονικό..
στην ιερή της τη στιγμή
που ευρέθηκε μονάχη της μαζί του.
Θαρρούσε πως εκλάδεψε..αιμάτωσε
τα κρίνα και τα ρόδα του μπαχτσέ της..
μα ούτε που
εσκέφτηκε ο άμοιρος στιγμή..
πως σαν Ιούδας άγευστο φιλί
το αποτύπωμα στα χείλη τα δικά της..
''μη την ραβδίσετε συντρόφοι μου
για τον σκληρόν..τον άπρεπον
τούτον τον στοχασμόν της..
τι γρήγορα που επέρασεν το ρίγος!
μικρό κουρέλι γκρίζο που εσέρνονταν ..
λογίζονταν στα μάτια της
πρεμάτισμα στον αργαλειό
στο Ανοιξιάτικο το χράμι της
το υφάδι με σοφία
να τελέψει''..
Ο εραστής - ανέραστος
της προδοσίας αγαπητικός..
των αργυρίων θιασώτης..
''ΔΕΝ ΕΣΑΡΚΩΘΗ ΕΙς ΤΑ ΧΕΙΛΗ '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Να ψάχνεις ήλιο για να ανθείς..
στη σκοτεινιά τη μελαγχολική..
στου Οκτώβρη την αντάρα..
χρυσάνθεμο στεφάνι να στολίζεσαι..
σαν κίονας Ιωνικός..στην τέχνη τους ..
κλέφτρα να γίνεσαι..να φορεθείς..
στης κεφαλής σου ακροστολίσματα
ως έπλασαν..εντρύφησαν
αγάπησαν βαθείς συμβολισμούς..
παλιοί σοφοί τεχνίτες..εις το άνθεμον..
στην πίκρα του Χειμώνα σου
άρωμα των ανθέμων των χρυσών..
αντίδοτο..σταγόνες να σταλάζεις..
Μη φοβηθείς και μη σκιαχτείς..
στο παραμύθι με το δράκο και την κόρη
φερμένο από τη χώρα που τιμά
και που βαφτίζεται αυτοδίκαια..
χώρα των χρυσανθέμων..
για τη λουλουδιασμένη Ιαπωνία σου μιλώ..
στάσου..και φιλοσόφησε..
τι έψαχνε η κόρη..και τι ηύρε?
Τα φύλλα αφουγκράζεσαι τα χρυσαφιά
που εντύθηκε η αγκαλιά
στο μέρος της ψυχής της.
ωσάν του δράκου εκπλήρωσε..
σκληρές δοκιμασίες κι ατραπούς..
να φτάσει στον καλό της..
Θυσίες θέλει ο έρωτας..χοές..
να λιώνουν τα μαλάματα
να παίρνουν σχήμα της καρδιάς..
σαν θες...........
την εποχή των χρυσανθέμων ν' αναστήσεις..
Και μη σκιαχτείς..
μη σε φοβίζουν τα Φθινόπωρα
που έρχονται και περνάνε..
αγάπη σαν κλαδεύεις τα πρωινά..
σαν όμορφα..αθόρυβα και σιωπηλά
οι ψυχές..
στις μυρωδιές τους συναντιούνται !!!
στο συναπάντημα ανοίγουνε οι κάλυκες..
ανθούνε τα μπουμπούκια....
''ΝΑ ΨΑΧΝΕΙς ΗΛΙΟ ΓΙΑ Ν' ΑΝΘΕΙς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
..............................................................................................................
Mια αγωνία την επεριέλουζε..
μην τύχει και ξεχάσει..και χαθεί..
να μην αλησμονήσει και λησμονηθεί..
η σκέψη εστασίαζε..ανεξέλεγκτη..
πατήματα ν' αφήσει..
επιθυμία της διακαής...
τα λόγια της τα σιωπηρά..
τα ανείπωτα χτυπήματα..
της πόρτας της ψυχής της..
με τον κονδυλοφόρο της ζωγράφιζε..
απόηχους..λευκώματα χρυσόδετα..
πα στις ξεθωριασμένες της..
προγόνων τις σελίδες...
Έρχονταν βράδια αλλόκοτα..
επνίγονταν..
βράδια που την τυλίγαν οι περικοκλάδες του..
απομυζούσανε το μέλι της ψυχής της....
του κόσμου του παράξενου..
που τις πληγές της ενδοχώρας της αιμάτωνε..
ξέφτια στο χράμι το υφαντό
του κόσμου του πολύχρωμου..
αταίριαστες κλωστές και χρώματα..
σε ένα υφάδι υφαμένα....
Βαθύ πηγάδι η σκέψη της...
υπόγειες διαδρομές..
δροσοσταλιές ποτιστικές..
στα μύρα της ψυχής της...
Σάλεμα αέρινο έψαχνε η ψυχή..
παρά που η μέρα της εκύλαγε σκληρά.
κι
ούτε που γνώριζε την έκβαση
της αύριον ημέρας.
Ανάμεσα απ' τη μοσχοβολιά
της δεντρολιβανιάς..του γιασεμιού
η ψυχή στην έμπαση στης μνήμης της..
φυλλομετρώντας..ξεφυλλίζοντας
στης νοσταλγίας και της θύμησης
στης αναβάπτισης
τα μονοπάτια σιγανά την οδηγούσε..
Της άρεσαν τα ξεφυλλίσματα...
τα στεγανά της εφρουρούσαν...........
''ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Πάει καιρός..
που εγεύθηκα την Πίστη στα σημεία
μη με ρωτάς πως και γιατί..
είναι που επερίμενα
τα βράδια μου τα σκοτεινά
ήλιος να τα φωτίσει?
είναι που επρόσμενα το καταχείμωνο
τα στάχυα να καρπίσουν..
για..μέσα απ' τα καμμένα μου
που επρόσμενα βλαστάρια να ανθίσουν?.
Έτσι ο νους πλανεύτηκε...
βρήκε έναν τόπο να προσεύχεται.
χωρίς λιβάνια και κεριά
χωρίς πολυελαίους.
Όχι δεν είναι μια εκκλησιά
που λειτουργάει τις Κυριακές
και στις γιορτές ..στις σχόλες..
είναι το δικό μου καταφύγιο ιερό
ψηλά φυλάει την κορφή
την πόλη αγναντεύει...
Μέσα στην ησυχία του βουνού
ανάμεσα στα κελαηδήματα των αηδονιών
στα λάβδανα τα ταπεινά
και στα θροϊσματα των φύλλων
κρατάει σφιχτά την Πίστη στ' αψηλά
ανοίγει την ψυχή..σκορπάει βάλσαμο
στρέφει τα μάτια του Θεού
στοχεύει την ψυχή μου..
μες στη γαλήνη του πρωιού
όταν τα βήματα γλυκά
εκεί με προσκαλούνε..
Δεν έχει σήμαντρα ακριβά
είναι η καμπάνα της η ταπεινή
που κρύβεται στιγμές- φορές
στον τρούλο της ψυχής μου..
''ΤΟ ΙΕΡΟ ΜΟΥ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Συνάδελφέ μου δάσκαλε
ετούτο θα σου ευχηθώ..
Στο όνειρο να στέκεσαι.............
στο όνειρο που έλεγε..
πως θα πετάξουν τα
παιδιά σαν τα πουλιά..
σε μέρη άγνωστα και ξωτικά..
μέσα απ' τα
παραδείσια βιβλία..
γιατί μιμούνται τα παιδιά..
είν' σφουγγαράκια
αληθινά..
κι αν δουν σελίδες με πουλιά..
πετούν κι αυτά μαζί τους..
κι αν
δούνε ταξιδιώτες και ερευνητές..
ταξιδευτές ονειρεύονται να γίνουν..
κι αν
μέσα από τα παραμύθια οδηγηθούν
σε πύργους..μάγους κι ήρωες..
μια αγάπη
για την εξερεύνηση
φυτεύεται στο βάθος της καρδιάς τους..
Δώσε βιβλία
στα παιδιά..
χάρισέ τους το πέταγμα..το όνειρο!!!
χάρισε όσο το αντέχεις..το μπορείς
κομμάτια απ' την ψυχή σου...
βάλε φτερά στα
πόδια τους..
ορίζοντες στα μάτια..
Είναι η ευκαιρία επικοινωνίας
μαγική..
το στοίχημα μεγάλο
διαδικασία ηθοπλαστική..
το δούναι και λαβείν σου...
είναι ιστορία μαγική
το μοίρασμα της γνώσης..
'' μάθε να δίνεις..το όνειρο'' - Σοφία Θεοδοσιάδη- εκπαιδευτικός
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,