21 Ιανουαρίου 2021

''το φαναράκι''

ανήκει στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων

Κρυφοκοιτάζω από το τζάμι τη ζωή
αν στο βασίλειο των ζώων που κατοικώ αγαπώ
πιότερο τους ανθρώπους..καθώς..........
στα ημιάγρια θηρία ανθρώπων δεν ευελπιστώ
των θηριοδαμαστών τις ρήσεις των
με βήμα ελπιδοφόρο τα αποφθέγματα πιστά ακολουθώ
λαξεύουνε αργά - αργά τα αιμοβόρα ένστικτα
ημερεύουνε τα αρπαχτικά ..
τα αιμοδιψή λιοντάρια π' αλυχτούνε κλείνουν σε κλουβιά.
την κάθαρση επιζητούνε στα κατώϊα.
Οι ευσεβείς οι πόθοι μου βουλιάζουνε ενίοτε..συχνά
μες στην αρένα ζούγκλας όψη παίρνει η ζωή
μα εγώ αμετανόητη θιασώτης της ζωής
δε σκιάζομαι..τα μάτια κλείνω ονειρεύομαι ορθή
κρατώ το φαναράκι μου σαν να 'ν Μ. Παρασκευή
γαντζώνομαι απ' το έθιμο σαν να 'ναι  Πασχαλιά
βγαίνω μονάχη στη βροχή..μόνο αυτή μου μοιάζει
σαν μάνα π' αγκαλιάζει τη Μητέρα Γη
μάνα που ποτίζει ό,τι όμορφο ξεχνώ
τολμάω τ' όνειρο ν' αγγίξω κι ας το χάνω
να κλάψω δεν αφήνομαι και σιγοτραγουδώ
το προσημειωμένο οικοδόμημα φωτίζω αχνά
τολμώ.. φωτίζω τα κελιά..
στο τελευταίο όνειρο τις κλειδωνιές φωτίζω.
 
''το φαναράκι'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

19 Ιανουαρίου 2021

''κάτω από φρούρια παλαιά '' - ( εν Πάτραις 19/1/2021)

δειλινό : Φρούριο Ρίου Πάτρας

Κάτω από φρούρια παλαιά 
που εγράψαν ιστορία..
ετραγούδησα στιχάκια για τον έρωτα
μετρώντας γλαροπούλια..
στο παλαιοπωλείο των αναμνήσεων γυρνώ
στο γέρμα αυτού του δειλινού εχάθηκα ξανά
κι ας είν' γνωστός ο δρόμος του
χιλιοπερπατημένος .....
τα σκουριασμένα ανεβαίνω τα σκαλιά
ρουφώ τις πίκρες μες στον αχνιστό μου τον καφέ
στα κατακάθια τις βουλιάζω..
σαν άλλοι Δροσουλίτες επανέρχονται..
οι αναμνήσεις δε χωρούν..επλήθυναν
στο Φραγκοκάστελο εκείνο
της δικής μου της ψυχής ... 
σκιές αγαπημένες ζωντανεύουν..

έχει μια γλύκα ετούτος ο γλυκύβραστος
στο τραπεζάκι το βρεμμένο μοιρασμένος..
Μαζεύω χρώματα κι αρώματα
για να με συντροφεύουνε στις εθνικές οδούς
σ' επιστροφές..αναχωρήσεις και αφίξεις..
βουτώ στις ξεχασμένες τις σελίδες μας
στην επίφοβη εσωτερική μου μοναξιά 
κρατώ ολόρθες τις στιγμές..
σεντέφια στα ψαρά μου τα μαλλιά
τα διαβατήρια του έρωτα 
κάθε σεντέφι και μια βύθιση..
στο χτένι που στολίζει την
την κόμη τη λευκή μου.. 
Στην υγρασία της ομίχλης οι σκιές
στοιχειώνουνε σαν άλλες ερωμένες παλαιές
λησμονημένα κάστρα..

''κάτω από φρούρια  παλαιά'' - σε ποίηση Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

18 Ιανουαρίου 2021

''τίλιο με άρωμα λεβάντας''

Αλήθεια.. κείνα τα χρόνια μας δεν ήτανε αλλιώτικα
ήταν η ψυχή μας που άφθαρτη τα εκοίταγε αλλιώς
ήταν η πρωινή δροσιά του νου που επότιζε τη σκέψη
ό,τι μας βάραινε στης νιότης τα περάσματα τα γλύκανε
τα ξέπλενε..τα εβούλιαζε με εγρήγορση ο χρόνος..  
ήταν η φλόγα που έκαιγε μες στο μαγκάλι της καρδιάς
π' εζέσταινε το ρίσκο και την τόλμη
την τόλμη για το άγνωστο..π' ενίκαε το φόβο
οι φανοστάτες μας εστέκονταν ορθοί
ο αραμπάς εκύλαε γοργά  έφτανε στο σταθμό του
έψαχνε μύλο για ν' αλέσει το σιτάρι του
ψωμί για να ζυμώσει της ζωής..
αλλάξανε οι εποχές..εκιότεψες κι εσύ
χαμήλωσες της λάμπας σου το φως
θαρρείς κι οι φανοστάτες λιγοστέψανε στους δρόμους
αφήσανε αφώτιστα τα γέρικα σοκάκια
για έρωτες αλλοτινούς πια δε μιλάς
στους κήπους για λεβάντες αρωματικές δε σεργιανάς
είν' των γερόντων η ματιά στο μέλλον το αχανές
γεμάτη αναστολές και συντηρήσεις..
τίλιο με άρωμα λεβάντας η αγάπη σου
πάει καιρός στο χαμηλό το φως
στήνει καρτέρι αερικό..νότες αλλαργινές του έρωτα 
την κάμαρα νοσταλγικά γιομίζει.. 
 
''τίλιο με άρωμα λεβάντας'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


13 Ιανουαρίου 2021

''η ποίηση οφείλει να ''εγκυμονεί''



Γι' άξεστους βιαστές της γλώσσας εδακρύσανε τα μάτια μου..
στων ξιπασμένων τον ναό και των υποκριτών..
στην έπαρση..γονυπετής δεν προσκυνάω..  
όσους σοδόμισαν τις έννοιες..σιωπηρά τους προσπερνάω
έπαψα χρόνους τώρα να αγωνιώ και να πικραίνομαι
έρχομαι απ' τα σοκάκια και τις φτωχογειτονιές με τα λασπόνερα ..κι εδώ σκοπεύω για να μείνω..
άλλαξα το βηματισμό..βραδέως..μ' ερευνητική ματιά
τους δαγκωμένους λόγους τους..
στη χώρα τους του καθωσπρεπισμού..ένοικος δε δηλώνω..
στο θρίλερ ενηλίκων ( ανηλίκων) τα σενάρια
στα παραμύθια πια της Χαλιμάς..μελάνι δε σταλάζω
φτιάχνω δικό μου ένα σενάριο ένα έργο
μια παράσταση..με στέρεα υλικά..
Κι αν μια γυναίκα εγκυμονεί εννέα μήνες συναπτούς
στον κόσμο για να φέρει ένα μωρό
η ποίηση οφείλει να ''εγκυμονεί'' σοφά
την πείρα..τη γνώση και τη βίωση
κι ο δρόμος που χαράζει η ζωή
η ίδια η ζωή του ποιητή..την ποίηση να γεννάει..
Κι εγώ ..
θιασώτης της δια Βίου Μάθησης 
περιδιαβαίνω ταπεινά..τις λέξεις προσκυνάω
όσων αιμάτωσαν κι εγέννησαν με οδίνες και με ίδρωτα
στιχάκια βιωμένα..λαξευμένα..
λέξεις που εστάχυασαν και ζύμωσαν ψωμί
στον άθερο τον κάμπο.
λέξεις που εφύτεψαν αροδαμούς
στους άγονους τους φράχτες..
 
''η ποίηση οφείλει να ''εγκυμονεί'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

12 Ιανουαρίου 2021

''εφλέρταρε στης μοναξιάς''

Σαν έρχονταν οι αφέγγαρες οι νύχτες της
εκουλουριάζονταν εις το καβούκι της
μια αίσθηση ονείρου την κυρίευε
τους δαίμονές της σκότωνε..μονόλογο αρχινούσε..
κάποιες φορές έλεγε να συμβιβαστεί..
ν' αφήσει τον αγέρα να την πάει
κατά πως πάει ο άνεμος στου κόσμου τα ρηχά
να καβαλάει το μαγικό  λευκό της το φτερό..
να σεργιανάει από ψηλά τις κεραμοσκεπές
ηδονικά να νιώθει των πουλιών το πέταγμα
στων εκλεκτών να κατοικεί τη χώρα..
καθώς..............
δεν άντεχε τη μοναξιά πα στο φαρδύ κρεβάτι της
στα συγκαλά της έρχονταν ευθύς...
δεν ήταν στις προθέσεις της απ' τα μικράτα της
να ζει με προσωπείο δανεικό..
κι έτσι καθώς θα εμεγάλωνε
να κρύβει τις αξίες της..πιστεύω και ιδανικά
για ένα χαμόγελο γλαυκό..πίσω απ' το προσωπείο
ούτε και σκιάζονταν στην πόλη την ερημική
να περπατεί στα πεζοδρόμια τα λερά
τα λουστρινένια γδέρνοντας..τα κόκκινα σκαρπίνια
μα να..έρχονταν βράδια πανσελήνου σ' ακροθαλασσιές
εφλέρταρε στης μοναξιάς..αισθαντικά της έκλεινε το μάτι
εδιάλεγε τα χρώματα και τις σκιες του φεγγαριού
στο καβαλέτο της να φέρει..και τότες αποφάσιζε..
μέσα στα κάδρα και στα σχήματα τ' ασφυχτικά της εποχής
της άρεσε π' εφλέρταρε μονάχη της στις ατραπούς..
της άρεσε που εβγαίναν απ' το κάδρο οι γραμμές
που έξυνε τις νύχτες με τα αγκάθια τις πληγές
το μαύρον ρόδον που ερίζωνε στους φράχτες της
λυτρωτικά αιμορραγούσε στην ψυχή
κι εφύτρωνε ατόφιος ο εαυτός της.. 

 ''εφλέρταρε στης μοναξιάς '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

9 Ιανουαρίου 2021

~των ερώτων η μέθη ~

φωτο : από το διαδίκτυο

Των ερώτων η μέθη γλυκά επιστρέφει
στων δειλινών τις κλειστές καμαρούλες που κλείνουν βιβλία
τα μαχαίρια της νιότης γλυκά μαχαιρώνουν
εκμαγεία ερώτων καλά φυλαγμένα..
πλημμυρίζουν πιοτί της αγάπης του έρωτα αίμα..
με τα μάτια  κλειστά αναρωτιέσαι
πόσα φεγγάρια επερπάτησες σιμά της να γείρεις
πόσο μελάνι εξοδεύτηκε  αλήθεια
οι ποιητάδες πόσες λέξεις εστάξαν
φιλντισένιες οι λέξεις..ακριβές.σαν κλωστές μεταξένιες
στις αγορές..στα παζάρια του Αλ Χαλίλι ακριβά αγορασμένες.
Το ερώτημα χρόνους τώρα νωπό παραμένει
 πόσες φωνές ψιθυριστά σε μεθύσαν
πόσες αιθέριες αγκαλιές στις σιωπές σε βουλιάξαν .. 
πόσες εξαπατήσεις ονείρων..συναλλαγές
σ' ερωτικές αγκαλιές ξεπλυθήκαν..
Μεθυσμένη χωρίς πιοτί..αλκοόλ και ουσίες
στην παραζάλη των ερώτων οδοιπόρος..ακόμα τρεκλίζω..
αίνιγμα άλυτο..υπαρκτό..τους γρίφους
στον ιστό της αράχνης κρεμασμένους αφήνω..

''των ερώτων η μέθη''   - Σοφίας Θεοδοσιάδη.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


7 Ιανουαρίου 2021

''Παγιδευμένες πεταλούδες''


Παγιδευμένες πεταλούδες οι ψυχές
που δεν καρτέρεψαν στου έρωτα τους φράχτες..
παγιδευμένες πεταλούδες κι οι ψυχές
που δεν ερούφηξαν τη γύρη μυρωμένων γιασεμιών
σε παραθύρια της αγάπης ανθισμένα.
Παγιδευμένες πεταλούδες οι ψυχές
που δεν ευλογηθήκαν σε πετάγματα
δεν κάψαν τα φτερά τους..
εμείναν κάμπιες σε σκοτάδια πενιχρά
εμαραζώσαν σε κουκούλια ατρύπητα
δε μεταμορφωθήκανε σε πεταλούδες μεταξιού
δεν εκεντήσαν με βελόνες τις μετάξινες κλωστές
δεν αποτύπωσαν αγάπες μυρωμένες.
Κι έρχεσαι εσύ
στης παρακμής τη χώρα του έρωτα..
αψηφώντας τες τις ύψιστες των ποιητών περγαμηνές 
και μου μιλάς για ανταλλακτήρια μονάχα ηδονών..
λογίζοντας το διψασμένο αιδοίο σου
του έρωτα απόχρωση του ροζ....
 
''παγιδευμένες πεταλούδες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,