Ο μυρωμένος κήπος σ' εγκατάλειψιν
τον χαλεπόν ετούτον τον καιρόν ασάλευτος
αρνείται της ανθίσεως ευδόκιμων απαντοχών
μα η ανάγκη εύθραυστη την έρημίαν της ψυχής της κυριεύει.
Αδημονεί..φέρνει απ' τα βάθη τα μακρά
γνώριμες ευωδίες,άλικου ρόδου..μέντας,κιτρολέμονου
δυόσμου λεμονοθύμαρου,σγουρού βασιλικού
σβήνουν τα ίχνη του θυμού με μιας οι ευωδίες.
Βρίσκει το μπούστο ανοιχτόν της κορασιάς
σκύβει σ' έναν γλυκύ νοσταλγικό ασπασμόν
στην μέθην μίας Άνοιξης αλλοτινής..ασελγώντας την ριγάει.
Μες στην οδύνη των καιρών η αγωνία λεπτή κλωστή
μη χάσει απ' το λίγο το πολύ...μη στερηθεί
ρόδον της μοίρας που εγύρευε μιας Άνοιξης στο ροζ.
⫷ ρόδον της μοίρας γύρευε μιας Άνοιξης στο ροζ⫸
- σονέτον - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,