17 Μαρτίου 2021

''Οδός Εσπερίδων''

φωτο : από το διαδίκτυο
Η θλίψη της επίγνωσης
στο μπούστο σου γιορντάνι κρεμασμένο
θρηνείς το θάνατο του εφικτού..
μες στον μπαχτσέ των Εσπερίδων..
στου εικονικού της άψυχης οθόνη σου
στις Νύμφες και τις μάγισσες της Νύχτας..
στέκεται αντίκρυ σου ασάλευτα νεκρός..
με λέξεις άηχες ..με στεγνωμένο το μελάνι..
Φοράει κάθε βράδυ παγωμένο το χαμόγελο..
ανύπαρκτο αποτύπωμα ευελπιστών..
θα 'θελε να 'ναι και να μοιάζει φύλακας..
των ''μήλων των χρυσών'' των Εσπερίδων.
Ετόλμησες..
εκοίταξες βαθιά πίσω απ' το προσωπείο του
ήτανε οι καιροί σκληροί κι ο Μάρτης αλλοπρόσαλλος
επρόσμενε την ελευθερία του κήπου της Εδέμ
μέσα σε τοίχους σκοτεινούς..στην κάμαρη κλεισμένος
έκλεισες το παράθυρο στο βραδινό τ' αγιάζι
δεν ήταν καν ο Λάδωνας..για να τον προστατέψεις. 
αδύναμος..ζιζάνιο εφύετο στου κήπου το παρτέρι..
ο ''ελιτισμός'' του πνεύματος τον είχε κυριεύσει
απέβη η αντοχή σοφή..έκαμες πρόοδο..προκοπή
επορεύτηκες με την αδυναμία του..
η μόνη αδυναμία σου..να του φανερωθείς..
αναπάντεχα εμάντευες τη λύπη της ψυχής του.

''Οδός Εσπερίδων'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

16 Μαρτίου 2021

''Ένας ευαίσθητος δραπέτης''


Ένας ευαίσθητος δραπέτης αντοχής
ελαχταρούσες χρόνους να γενείς
εμελέταες αποδράσεις...
απ' τους παλιούς ακόμα τους καιρούς
άφηνες το κρεβάτι που επλάγιαζες
πλανιόσουνα στις γειτονιές με δυο φτηνές γαλότσες
κι άμποτες αναρριχητής στα άνθια μιας αλήθειας
μία ζωή σκιαζόταν η ψυχή..εσμίλευε τις σχέσεις
Τώρα μεγάλωσες πολύ..
τις ερωταπαντήσεις κρίσεως επέρασες επιτυχώς..
σε αγκαλιάζουνε σφιχτά σαν το κισσό..
μονάχα οι γλυκειές επιλογές σου..
Kλείνεις τ' αυτιά στο μέτριο..στο ευτελές..
αδειάζεις απ' τα αμπάρια σου το συρφετό..
χαράζεις πορεία μόνο εμπρός..
ακούς τους ήχους απ' τα βάθη του νερού
ο χρόνος σου αδιάκριτα στενεύει..
γλυκά εστιάζεις..τραγουδάς..τα ηχοχρώματα
που τα μπουρού ως τ' αυτιά σου ταξιδεύουν..
μύρια στιχάκια χαρακιές λαβώσαν την ψυχή
αιώνες τώρα τα ετραγούδησε ετούτος ο απλός λαός...
στα νανουρίσματα της μάνας σου ...
μύρια στιχάκια γίναν γιατρικό
στων ''Παραδείσων'' της αλήθειας σου των αξιών
την πλήρωση εζητούσες.


''Ένας ευαίσθητος δραπέτης'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

12 Μαρτίου 2021

''Χαμόγελο -Ροδένια και παλιάτσος''

Στις φτωχογειτονιές..μες σε σαλόνια αρχοντικά..
εύμορφα κρεμασμένες...
ακουαρέλλας χρώματα φορούν..μάσκες πολλές
μάσκες τρανές..άλλες μικρές..χρώματα προσωπεία.
Απομεινάρια μιας ολάκερης ζωής
μέσα στους πάπυρους για χρόνια στοιβαγμένα
πεσίματα ...πληγές...γδαρσίματα
κραγιόνια ανεξίτηλα ...μολύβια αυτά κερένια 
στης μασκαράτας της γενικευμένης τον καιρό
στην ενδελέχεια της ψυχής γεννούν ακουαρέλλες..
κατηφορίζει ως τον καθρέφτη σου 
ο ξεχασμένος χρόνια γελαστός
παλιάτσος σου με την αλλόκοτη μορφή..
το μάτι κλείει περιπαιχτικά......
μιας μεταμφίεσης προσωρινής  
χαρά για να τρυγήσεις σου γυρεύει..
φορείς το καπελλάκι σου το ασορτί
βάζεις στα μάγουλα ολίγον ροζ
εκείνο ροδοζάχαρη που σ' έκανε  να μοιάζεις.
Ροδένια ντύνεσαι τανάπαλιν
στην αγοραία μέθη των συντρόφων σου αναμεσίς
το δάκρυ το απόκρυφον σταλάζεις κατά γης
καθώς περσόνες γέμισαν οι γκαλερί
μένεις κρυμμένη μες στο δάσος σου και ντύνεσαι
Χαμόγελο - Ροδένια και Παλιάτσος..

'' Χαμόγελο - Ροδένια και παλιάτσος'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

11 Μαρτίου 2021

''βόγγων αχός στις ποταμιές..''


Έτσι ορίζαν οι Θεοί..κι αθέλητα το βλέμμα ακολουθούσε
τόσες ψυχές να πνίγονται στου κόσμου το ποτάμι
στης λασπουριάς τον πάτο να φουρκίζονται
κι εσέ σε ζύγωσε η μοίρα μια φορά.. παραπλανητικά ..
σου εκυμάτισε κατάλευκο μαντήλι
στης θάλασσας να κατεβείς..το μαγεμένο γυρογυάλι.

Μα εσύ..που τη ζωή ελαχτάραες
 σε ποταμούς  σε καταπράσινα νερά να τηνε λούζεις..
έσω ο καιρός..
βόγγων αχός  στις ποταμιές του κόσμου σε καλεί...
όρθωσες το ανάστημα κι επήδηξες στη βάρκα..
τι κι αν του ριζικού σου η βάρκα ήτανε μικρή..
στις φουσκοποταμιές αύτανδρα κι αν βουλιάει.

Στη νυχτωμένη μνήμη σου ακόμα το τρικύμισμα κωπηλατεί
και γλυκογγίζει το ποτάμι.. βαρκάρης ντύνεσαι απαρχής..
τα γλαροπούλια έρχονται απ' τις θάλασσες τις μακρινές
πάνω απ' το γαλαζόπλωρο καράβι σου πετούν
και σε ρωτούν αν εστάθης ικανός αλιευτής
αν άντεξες τον πόλεμο στις άκριες..
στου κόσμου το ποτάμι..

''βόγγων αχός στις ποταμιές.'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

7 Μαρτίου 2021

''το καφενείον έκλεισε''



 
 
Μου γράφεις έκλεισε το καφενείον και πικραίνομαι
τόπος συνάντησης ζωών 
που γλίστρησαν στου χρόνου τα σοκάκια
κι' αποσταγμένων ιδεών στα σιδερένια τραπεζάκια.
η μνήμη αχόρταγα ρουφάει καπνούς στριφτού τσιγάρου..
δυο τρεις τσιμπούκι τράβαγαν..θαρρούσανε
θα ξέφευγαν τ' αντάμωμα του χάρου.
άλλοι μιλούσαν σιγανά γι αγάπες προδομένες..
και οι δασκάλοι του χωριού εντύνανε της ένδειας τη γύμνια
Παρήγγειλα βαρύ γλυκό..φωνές βρισιές για τα πολιτικά
στρίβοντας τα μουστάκια τους..που ήσαν λερά κι αξούριστα
απ' τον κάματο για τη σοδειά..ξωμάχοι απελπισμένοι..
κι άλλοι επαίζανε ξερή επίναν και ρετσίνα..
Το μάτι μου έπεσε σε μια γωνιά που ο λύχνος ετρεμόσβηε
ένας εφόραε μια χλαίνη για παλτό που ήταν ματωμένη
ο γυιός του του την έφερε από το Τεπελένι
έπνιγε την απελπισιά..που ο πόλεμος δεν τέλειωνεν αιώνες
σ' ενα τσίπουρο μπροστά μ' ένα μεζέ ..
λίγες ελιές και μια ψητή..στη χόβολη πατάτα..

''το καφενείον έκλεισε'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

6 Μαρτίου 2021

''σαν μεσιτεύει ο Θεός ''


Ό,τι σε πείσμωσε πολύ ..τάμα εγίνηκε
βαθεία προσευχή.....
εγίνηκε το κόκκινο πανί
μες στην αρένα της ζωής..σ' έχρισε ταυρομάχο..
Σεσημασμένοι ονείρων κόφτες..άνοες
εμοίραζαν το πένθος στις ψυχές..
απ' όλα πιότερο σαν ήσουνα παιδί
το βλέμμα το θλιμμένο της μητέρας σου εκαρφώθη..
οι λέξεις ξιφολόγχες π' τρυπάγαν την καρδιά
του γείτονα τα λόγια τα βαριά..έρχονται απ' τα βάθη
 ''Θαμμένη η ελπίδα σου Σουλτάνα μου
πως σπίτι θ' αποχτήσεις..καλύβι να μη βρέχεσαι
της προσφυγιάς η ανέχεια καθημερνά θα σε συνθλίβει''..

Τούτη η φωνή η αλλαζονική παράδοξα
εγέννησε στα μέσα σου το ακαταμάχητον
πέταξες απ' τα χέρια τα καρφιά
ένα δάκρυ Του έσταξε απάνω εις τους ώμους
εκατρακύλησε στα βράχια τα ασήκωτα
είναι που πάντα μεσιτεύει ο Θεός
να σκαρφαλώνουνε στο μπόι του
όσοι πολύ επιμένουν....

''σαν μεσιτεύει ο Θεός'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,