15 Οκτωβρίου 2021

⫷κάθε σταθμός- ένας λυγμός⫸


Μια αφορμή σου ζήτησα
να 'χω ένα λόγο να πορεύομαι
τα γήινα ν' αντέχω.....
τη στράτα μας τη γνώριμη να περπατώ
μονάχη πάνω εις τη Γης
κι αρώματα στο χώμα της αγάπης να μυρίζω..
κάθε σταθμός - ένας λυγμός
κι ο κόμπος στο λαιμό πικρό φαρμάκι.
φυτίλι κι ο καημός που σιγοκαίει την ψυχή
τελεύει τρεμοσβήνοντας απ' τ' άγριο φευγιό σου..
Ένας σου ψίθυρος μου εταχυδρόμησεν
του ίσκιου σου τη μακρινή βοή:

''Έναν τέτοιο πόνο μισεμού
ως το μεδούλι να τον νιώσεις μοναχή..
και εις τα πόδια μοναχή σου να μπορέσεις να σταθείς
να επιστρέφεις εις τα μέρη που εγεννήσαν θαλπωρή
σαν θα μιλήσεις ανοιχτά 
σ' ανθρώπους που σε έκαναν να νιώσεις προστασία
και λίγο πριν σε καταπιεί η απελπιστική σου μοναξιά
ας γίνει η απουσία μου η αφορμή
βαθεία η ενσυναίσθηση της αναπόφευκτης φθοράς
ιδού η αφορμή σου''..
 
⫷ κάθε σταθμός - ένας λυγμός⫸ -  Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

14 Οκτωβρίου 2021

⫷νανούριζες τα θέλω μου⫸



Στις αποβάθρες σ' έψαχνα κι εδήλωνες απών
τηλεφωνούσες και με παρηγόραγες
νανούριζες τα θέλω μου
τις λέξεις σου έπινα όμοια γιατρικό
μα της φωνής σου το ηχόχρωμα στο σούρουπο
χάνονταν στις γραμμές..
πάσχιζα να κρατήσω μες στο λιόγερμα το νήμα της
μα στο τηλέφωνο αγάπη μου δε γράφονται
του βλέμματος πληγές..
ούτε σκιτσάρονται τα αίματα που στάζουνε
και βάφουν τις καρδιές.
 
 
 
Της ζήσης μου οι αμφίσημες ροπές με ταλανίζουνε
οι λέξεις σου αιωρούνται εις τον άνεμο
ωσάν να μην ειπώθηκαν..ωσάν να μην υπήρξες
στις  μέρες μου εσκόρπαες χρυσόσκονη
τις παγωμένες νύχτες μου ξημέρωνες αλλού
την προδοσίαν σου εξεδίψαες στης Άρνης τα νερά..
κι έμενε το ερώτημα  μετέωρο
ήσουνα έρως καρμικός..
για τάχα συναπάντημα ελάχιστον..
μία ριπή τ' ανέμου?

⫷νανούριζες τα θέλω μου ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

13 Οκτωβρίου 2021

⫷με γεύση πικραμύγδαλου ⫸

 

 
 
 
 
 
Μια γεύση πικραμύγδαλου εστάθη εις τα χείλη της
τι γρήγορα εσκέπασεν το σφρίγος
της νεότης ενοστάλγησεν το μυστικόν
εμπογιάτισε γλυκόπικρα το παρελθόν
εκοίταξε με τρέμουλο το μέλλον.
Mες στη θαμπάδα του καθρέφτη της
αφέθηκε  μίαν στιγμήν εις της νιότης το υφάδι
οι αγάπες του παλαιού καιρού της κλείνανε το μάτι
μα ο χρόνος είναι αληταριό
δε συγχωρεί τους νοσταλγούς
ραγισματιές αφήνει στους καθρέφτες της ψυχής
τι σημασία έχουν τα ονόματα  στον νουν του νοσταλγού
οι αγάπες που περάσανε μίαν γεύσιν πικραμύγδαλου
τούτο το σούρουπον που ο αγέρας γέμισε ψιθυρισμούς
από τα βάθη των καιρών της ετρατάρει..
 
⫷με γεύση πικραμύγδαλου  ⫸  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

9 Οκτωβρίου 2021

⫷ θυμάσαι μητέρα ?⫸


Στήνεις περιπολίες στα νυχτέρια μου
στις έναστρες νυχτιές μου επιστρέφεις
παιδί των οριζόντων στις αλάνες της ζωής
θαρρούσα τότες όλα είν' κατορθωτά
κι ο κόσμος μία βόλτα γνωριμίας εκστατική
τα βράδια με της λάμπας μας το φως
στο γραμμωτό τετράδιο έγραφα
της μέρας κατορθώματα μες στις χωματερές..
γρήγορα που επέρασεν ο χρόνος μας
ένα σύννεφο σε άρπαξε στο ουράνιο στερέωμα
κοιτώ τον ουρανό...
 ✨✨
ψάχνω για την υπόσχεση στα χείλη σου τα άυλα
εκείνη που ψιθύρισες
δίπλα απ' το δεντρί της πασχαλιάς του παρτεριού
κι αν τάχα έχουν μνήμη οι ψυχές
το ερώτημα τολμώ να ξεστομίσω
θυμάσαι που μ' όρμήνευες μητέρα?
πως είναι ο χρόνος γιατρευτής
στην απουσία σου εκείνο το παλιό παιδί ν' αναζητώ
να το αγαπώ..καινούριο να το κάμνω
γιατί θα είσαι εκεί με μια ζεστή αγκαλιά
το μερτικό στην αθωότης  να  σκορπάς
μ' ένα κλωνάκι πασχαλιάς 
ξανά απαρχής ν' ανθίζεις.

⫷ θυμάσαι μητέρα ?⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

4 Οκτωβρίου 2021

⫷ σκιτσάροντά σε ποιητή⫸


Σκιτσάροντά σε ποιητή

μιας αρμαθιάς κλειδιά τα λόγια σου
στις μυστικές μου εσοχές
με φλόγινα κραγιόνια κρεμασμένα.
''άστα μου έλεγες τα όνειρα..
άστα να ταξιδεύουν''..
μη τα φορτώνεις ''που'' οι πολλοί..
τα ναυαγούν σ' εμπορικά..
καράβια πειρατών λεηλατημένα..
τον πάπυρο στο κιούπι της ψυχής..
άβρεχτο..φύλαε στο βυθό..
ένα φωσάκι άφηνε μονάχα ανοιχτό
την παλέτα της ψυχής σου να φωτίζει''.
Έτσι αγαπώ σε ποιητή...ωσάν..
καράβια αρμενίζουνε τρικάρτατα..
εσύ με μια μονάχα σκούνα να κωπηλατείς
τα όνειρα σε τούτη να φορτώνεις..

⫷ σκιτσάροντά σε ποιητή ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

2 Οκτωβρίου 2021

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΗς ΓΚΟΓΚΑς


ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ
 
Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
 
Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν. 
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
 
Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
 
Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
 
Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
 
Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
 
Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
 
Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.

 ΔΗΜΗΤΡΗς ΓΚΟΓΚΑς

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

⫷φυτρώναν στο περβάζι εριστικά ⫸

 

Την ώρα που φυτρώναν στο περβάζι εριστικά
της χαραυγής τα ονείρατα σκληρά με περιπαίζαν
έπαιρνα  το καβαλέτο μου στο μαξιλάρι μου
να βγω σεργιάνι μες στις γειτονιές
λες και ανυποψίαστη στης προδοσίας το ουτοπικόν
καινούριες οριογραμμές..καινούρια σύνορα χαράζοντας
στον ξεβαμμένο τοίχο της ψυχής
καινούριο έστηνα κάδρο.. 
τα δέντρα ακίνητα θροϊζουνε σκιες
της μνήμης ξεφλουδίζουν τις σκουριές
το αεράκι το νυχτερινόν 
διανυκτερεύοντα φύλλα της καρδιάς
γλυκά στην καμαρούλα επιστρέφει
δροσάτα πάλι απαρχής
 τα απέλπιδα ονείρατα της νιότης
με ξεγελούν..παραπλανούν όσο κρατεί
κι όντας ετούτο το σεργιάνι το μοναχικό
τις φλέβες μου παγώνει της ψυχής
έρχονται ελπιδοφόρες κείνες οι παλιές φωνές
κρατούν τα παγωμένα ακροδάχτυλα
χρώματα βάφει το πινέλο απαρχής
το κάδρο μου να μοιάζει ουράνιο τόξο.
 
⫷ φυτρώναν στο περβάζι εριστικά⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,..................