26 Φεβρουαρίου 2022

⫷κείνες οι μαργαρίτες⫸

— Émile Vernon

Κείνες οι  μαργαρίτες των αγρών
σ' αλάργιους μακρινούς καιρούς
στο μεσοφόρι  το μετάξινο..
εκένταγαν στο ποδογύρι σου
με βελονάκι αργυρό στα κρινοδάχτυλα..
το φως της Άνοιξης εκένταγαν
ανταύγειες γέμιζαν τα στήθια σου
στων πόθων των κρυφών σου..
κι έτσι όπως επλάγιαζες ανέμελα
στο μαλακό χορτάρι
κι οι πεταλούδες στροβιλίζονταν 
κελάηδαγαν στο ρέμα τα αηδόνια...
κείνες οι μαργαρίτες μένανε γερτές
στη μπότα του αγροίκου καταπατητή
ετήκονταν η Άνοιξη μαζί μ' αυτήν κι αυτές
βορά εις τις οβίδες του πολέμου..
μέρες βαριές..στις σκοτεινές τις κάμαρες 
ελπίδος μιας Ανοίξεως το ελλύχνιον 
τρεμόσβητο της προσμονής πενθόν.

⫷ κείνες οι μαργαρίτες⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

22 Φεβρουαρίου 2022

⫷εις σε προστρέχω ποίηση ⫸

par Louis Janmot

Λερός αέρας ..συνειδήσεις λερωμένες
ποτάμια με αίμα..στάχυα αδειανά..καμμένη γης
κι εσύ........
μες στην κατάρρευση ετούτη θέτεις ερωτήματα
απορημένος πάλι και ξανά
τι είναι ποίηση ρωτάς..ξαναρωτάς με.
σ' αράδες ψάχνεις λιγοστές απόκριση να λάβεις. 
Και μες στου γίνεσθαι τον συρφετό
την παραζάλη αψηφώντας του θυμού
στην έρημο βαδίζοντας..βρίσκεις το καταφύγιο
μονάχος βρίσκεις έναν άλλο δρόμο θαλερό
το τιποτένιο..το ασήμαντο το ελεεινό το προσπερνάς
κοιτάζεις μέσα σου βαθειά..χτίζεις την αναγέννηση..
η κατάρρευση δεν ήτανε ποτές η γιορτινή σου φορεσιά.
τι είναι ποίηση ρωτάς?
παράξενο μικρό παιδί πετούμενο και φτερωτό
αλάνι επηρμένο.. 
εις σε προστρέχω ποίηση
όντας πλανόδιος έρωτας στην πόρτα ροβολάει
κι όντας πληγές αιμορραγούν από φριχτό μαχαίρι.

 
⫷ εις σε προστρέχω ποίηση⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

19 Φεβρουαρίου 2022

⫷ η ροδαριά εμαράθη- σονέτο 1⫸

by Dorina Costras

Χειμώνας είν' εδώ που ζω κι η ροδαριά εμαράθη..
 
πόνος αψύς λιγώνει την ψυχή
μα ρόδο που επρόκανε μιας ανθηρής στιγμής
καρτερικά προσμένοντας το όνειρο ωθεί.

Χειμώνας κι αν εδώ που ζω
κατάρα εσφράγισε τα κύτταρα μ' ακολουθεί
το alter - ego αδημονώντας να λιποταχτεί
της νιότης τα μοτίβα τα κεντά χρυσοκλωστή. 

Τούτος ο εναγκαλισμός μου ο σφιχτός 
της άνθισης και της φθοράς
επιστροφές δρομολογεί..γλυκά με συνεπαίρνει..
 
Με λαμπυρίσματα στερνά στην κεφαλή
όντας θαμπή στιγμή την ιλαρή μου κλέβει ελπίδα
βυθίζομαι στου ονείρου τα μηνύματα..σιγώ και προσδοκώ.

 
⫷  η ροδαριά εμαράθη - σονέτο 1⫸ 
Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

15 Φεβρουαρίου 2022

⫷ τύρβη της νύχτας ⫸

Τύρβη της νύχτας εσκέπασε
του βίου μας την λαμπρότης
και τη μικρή μου Επικράτεια εσάρωσαν
οι αληγείς ανέμοι...
Πως γίνηκε κι αθέτησες
εις το μακρύ ταξίδι μας
τον όρκο που εδώσαμε
να μου κρατάς το χέρι.
καθώς στο κάλεσμα του πεπρωμένου αποκρίθηκα
γιατί με κάλεσε η δική σου η αγάπη.
πως γίνηκε στο μάτι του Θεού
στόχος να γίνει της αγάπης το δεντρί
τον κεραυνόν να στείλει
να κάψει φύλλα και κλαδιά
γυμνό απογυμνωμένο.
Πως γίνηκε και άφησες αστροφεγγιές μισές..
πως μπόρεσες και τ' άντεξες
και μ' έκαμες να κλάψω
πως γίνηκε και εταξίδεψες μονάχος σου
στην ερημία του σκότους..?
Εις την λαλίσταστη θλιμμένη μου σιωπήν
στις νύχτες της ανέλπιδης αναμονής
καθώς μυρσίνες επιμένουν ανελέητα 
το παραθύρι της ψυχής ευωδιάζουν..
βουβό μονόλογο ευλογημένο αρχινώ
εσύ ήσουν ήλιος λαμπερός
πως έδυσες νωρίς?

⫷ τύρβη της νύχτας ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

14 Φεβρουαρίου 2022

⫷ σενάριον ερωτικόν ⫸



Οι μέρες κύλαγαν αργά
μυλόπετρες ονείρων παγωμένες
έπαψαν πια να ταξιδεύουνε
τις δροσερές της χίμαιρες
στα χάρτινα της νιότης καραβάκια.. 
ο χρόνος έσκαβε αμείλιχτος
χαράκωνε βαθειά το προσωπό της
''κτερίσματα''..παλιάς αγάπης δυνατής
χείλη π' εγεύτηκαν φιλιά
κρυμμένα στα λαγούμια της ψυχής της
σε ένα σύμπαν αμίλητο και σιωπηλό
σενάριο νοσταλγικό
να γράψει επιζητούσαν..
δεν ήταν κωμωδία ο έρωτας αυτός
δεν ήταν τραγωδία
ήτανε έρωτας γλυκύς
φορούσε αγγέλου τα φτερά..
τις καστανές εστόλισε με γιασεμιά
πλεξούδες νεανίδος..
σμίξανε τις ανάσες τους..
έφερε η θάλασσα πουλιά
επεταρίσαν οι ψυχές τους..............
κι ύστερα εχάθη πίσω απ' τους αμμόλοφους
εκεί που οι ψίθυροι ζητούν μεταλαβιά..
εκεί που δεν φυτρώνουν γιασεμιά
εκεί που κρύβεται ο ήλιος της καρδιάς
εκεί που βάφονται μελιές.. 
οι θύμισες του πένθους.
εκεί που καίγονταν οι σκέψειςστο κορμί
χωρίς φιλιά στο στόμα..
ο έρωτας εικόνα μακρινή
σενάριο ενός έρωτα υπερβατικού 
ετόλμαε η πένα της ακόμα  να συγγράψει..
 
⫷  σενάριον ερωτικόν ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

10 Φεβρουαρίου 2022

⫷ χορεύοντας στ' αλώνια ⫸


Μοναχικοί..ελκυστικοί στροβιλισμοί
μιας σύντομης ζωής χορός
λευκό απαρχής και της ζωής το μεσοφόρι
κι οι παρτενέρ
επιλεγμένοι από εφήμερων σχολών πεπατημένων
άνθρωποι ανύπνωτοι τρικλίζουνε στις πίστες.
μα η στιγμή φέρνει το απρόβλεπτον ..το μαγικόν
άλλοι εισβολείς αδιάφοροι εις το χορευτικόν
τα θέλω σου για ίδιον όφελος υπερτροφοδοτούν
οι μέτριοι..
έρχονται ενίοτε ως ναυαγοί
υποτροφοδοτώντας σε υποσκάπτοντας
η επιθυμία τους αγωνιώδης..εξαντλητική
στα Τάρταρα μαζί τους να σε σύρουν..
και οι συνετοί..
συνοδοιπόροι εις το σαβανωμένο φως
ανοίγουν χώρο φωτεινό 
στ' ανήλιαγα τ' αλώνια της ζωής σου
όταν χορεύοντας......
τα βήματά σου ακολουθούν
εκεί στο απρόβλεπτο φορές σε οδηγούν
μέσα στις θλιβερές σου τις στιγμές
το σώμα σου σαν γέρνει χαμηλά στη γης
κρατούν γερά μαντήλι στο συρτό
γεφύρια γίνουνται για να περνάς
 οι σώφρονες..οι συνετοί.
Σου δίνουν λόγο ύπαρξης..
το εισιτήριο γίνουνται στο ναυλωμένο το καράβι 
το ακριβό σου..
Κι όταν τα πόδια αδυνατούνε να χορέψουνε
το μέλλον λιγοστεύει..απουσιάζει
χορογραφίες σχεδιάζει ο νους
μια Cart -Postal κιτρινισμένη απ' τους καιρούς
βγάζει φωνή..είναι μία ..σύντομη η ζωή
αμετανόητα  η Χειμωνιάτικη Πανσέληνος
νοσταλγικά το μάτι σου κλειεί.
 
⫷ χορεύοντας στ' αλώνια ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

9 Φεβρουαρίου 2022

⫷ ανεμοδαρμένο αγκωνάρι ⫸



 
Όσο ο καιρός περνάει και χάνεται..οι θύμησες πληθαίνουν..
στο ανεμοδαρμένο αγκωνάρι της ψυχής..σχήματα ζωντανεύουν.
Θυμάμαι που ήμουνα μικρό παιδί..τα παγωμένα βράδια μας
ξομολογήσεις καρδιακές εις τα νυχτέρια μας..έκαμα στη μητέρα..
πως για την καλοσύνη τους αγάπαγα..θαύμαζα τους αγγέλους..
και έψαχνα για να τους βρω..να κατεβούνε εις τη Γης από τον ουρανό..
του σύμπαντος και της φαμίλιας μου τα αγαθά να προστατεύουν.
Τα χρόνια επερνούσαν δύσκολα..κι εγώ προσπάθησα να μη χαθώ
εις της ζωής τα καλντερίμια..μην τύχει και βρεθώ στα σκοτεινά
και πάψω να θωρώ και τους αγγέλους.
Μια νύχτα καθώς πλάγιαζα ονειρεύτηκα..έπιασα ένα παραμιλητό
κουβέντιαζα με των αγγέλων τις σκιές..γλυκά χαμογελούσα.
εσμίλευα το όνειρο..η πλάνη  μου έγδυνε τη λογική
έδιωχνε ευθύς την παγωνιά..
κάτω απ' τις λευκές τους τις φτερούγες με οδηγούσε.

 
Λέγαν πως είμαι αλλόκοτο παιδί..αλαφροίσκιωτο σαν ξωτικό
γιατί τους ίσκιους και τους γρίφους κυνηγούσα.
Αράδιαζα με τις βελόνες του καπνού..αναμεσίς από τα φύλλα
τα ονείρατα αράδιαζα..ήμουν ένα μικρό αχνούδιαγο παιδί
τι επερίμενες μες στην ανέχεια να κάμω?
Οι άγγελοι ήσαν οι κρυψώνες μου..δραπέτευα..κομίζαν το καλό
κι οι μοίρες παραφύλαγαν..σκορπάγανε το μάταιο
μοιράζαν το απρόσμενο..φορές και το κακό.
Πάντα για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας τον άνθρωπο εκατηγόρησα
ποτές μου το Θεό..
γιατί ο Θεός εχάρισε στον άνθρωπο την ελεύθερη τη βούληση
κι αυτός την καταχράστηκε..έγειρε επιρρεπής προς το κακό.
 
Γι αυτό σου λέγω σιγανά..μ' ορμήνευεν η μάνα μου
οι άγγελοι μου έλεγε στη γης δεν κατεβαίνουν
μα εγώ εσυνάντησα στις στράτες μου
ανθρώπους με λευκά φτερά που μοιάζαν των αγγέλων
στάμπα τους έκαμα ανεξίτηλη πα στης ψυχής μου τ' αγκωνάρι..
έλα λοιπόν να τρέξουμε στα βράχια στις ακρογιαλιές
ίσως σε κείνες τις ψηλές βουνοκορφές να τριγυρίζουν οι αγγέλοι
εκεί που εγευτήκαν αγρανάπαυση οι ψυχές
σπόροι γινήκανε βαθείς..κι εμέστωσαν ως στάχυα..
 
 
⫷ ανεμοδαρμένο αγκωνάρι ⫸ - Δοκίμιον Λυρικόν
           Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,