του βίου μας την λαμπρότης
και τη μικρή μου Επικράτεια εσάρωσαν
οι αληγείς ανέμοι...
Πως γίνηκε κι αθέτησες
εις το μακρύ ταξίδι μας
τον όρκο που εδώσαμε
να μου κρατάς το χέρι.
καθώς στο κάλεσμα του πεπρωμένου αποκρίθηκα
γιατί με κάλεσε η δική σου η αγάπη.
πως γίνηκε στο μάτι του Θεού
στόχος να γίνει της αγάπης το δεντρί
τον κεραυνόν να στείλει
να κάψει φύλλα και κλαδιά
γυμνό απογυμνωμένο.
Πως γίνηκε και άφησες αστροφεγγιές μισές..
πως μπόρεσες και τ' άντεξες
και μ' έκαμες να κλάψω
πως γίνηκε και εταξίδεψες μονάχος σου
στην ερημία του σκότους..?
Εις την λαλίσταστη θλιμμένη μου σιωπήν
στις νύχτες της ανέλπιδης αναμονής
καθώς μυρσίνες επιμένουν ανελέητα
το παραθύρι της ψυχής ευωδιάζουν..
βουβό μονόλογο ευλογημένο αρχινώ
εσύ ήσουν ήλιος λαμπερός
πως έδυσες νωρίς?
⫷ τύρβη της νύχτας ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου