μα ρόδο που επρόκανε μιας ανθηρής στιγμής
καρτερικά προσμένοντας το όνειρο ωθεί.
Χειμώνας κι αν εδώ που ζω
κατάρα εσφράγισε τα κύτταρα μ' ακολουθεί
το alter - ego αδημονώντας να λιποταχτεί
της νιότης τα μοτίβα τα κεντά χρυσοκλωστή.
Τούτος ο εναγκαλισμός μου ο σφιχτός
της άνθισης και της φθοράς
επιστροφές δρομολογεί..γλυκά με συνεπαίρνει..
Με λαμπυρίσματα στερνά στην κεφαλή
όντας θαμπή στιγμή την ιλαρή μου κλέβει ελπίδα
βυθίζομαι στου ονείρου τα μηνύματα..σιγώ και προσδοκώ.
⫷ η ροδαριά εμαράθη - σονέτο 1⫸
Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου