Γιατί; Απλά, γιατί ο δάσκαλος είναι που
μεταμορφώνει τον εγκέφαλο του ζώου σε νου του ανθρώπου. Αυτός κατορθώνει
ώστε η ματιά του καθένα μας να μη μένει βλέμμα βοδιού, αλλά να γίνεται
βιβλίο ανοιχτό να το διαβάζεις. Επεξεργάζεται το πετσί της κεφαλής μας
και δημιουργεί πρόσωπο. Η δουλειά του δάσκαλου είναι ο αθέρας της
βυρσοδεψίας.
Και στο τέλος-τέλος ο δάσκαλος θωπεύει και μαλάζει έτσι το σώμα και την ψuχή μας, ώστε από τη στέρησή μας αποστάζεται το κλάμα, και από την πλησμονή κορφολογιέται το γέλιο μας…
Και στο τέλος-τέλος ο δάσκαλος θωπεύει και μαλάζει έτσι το σώμα και την ψuχή μας, ώστε από τη στέρησή μας αποστάζεται το κλάμα, και από την πλησμονή κορφολογιέται το γέλιο μας…
Χωρίς το δάσκαλο ο λόγος θα σάπιζε
άχρηστος μέσα στο έλος του κρανίου μας. Όπως σαπίζει άχρηστο το τραίνο
που ρεμίζαρε για πάντα στο σταθμό… Και όπως σκεβρώνει άφτουρη η νύφη που
έμεινε αγεώργητη από τον άντρα. Ο ιερός τρόμος της παρθενίας της
σιγά-σιγά κακοβολεί, ωσόπου στο τέλος γίνεται ένα τεφρό δίχτυ αράχνης.
Μ’ ένα λόγο, ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου… Αν έλειπαν οι δάσκαλοι, η γη μας θά ‘ταν τυφλή. Και το σύμπαν ανυπόστατο….................................
Έτσι ορίζεται ο λόγος και η τιμή του
δάσκαλου. Το τιμολόγιο όμως με το οποίο κοστολογούν το έργο του οι
εξουσίες και οι αρχές πρώτα και ύστερα το άκριτο πλήθος είναι αλλιώτικο.
Αλλίμονο! Άχρηστο για τις εφορείες.
Περιγράφω το σημείο που κράτησε η
ακηδία, η παραχάραξη, η στρέβλωση, η τυποποίηση, ο ευτελισμός. Και
κάμανε το κακό.
Γιατί αυτή είναι η δουλειά του δάσκαλου.
Να δουλεύει το μυαλό, όπως ο καλαντζής δουλεύει το καλάι. Και να
παράγει ανθρώπους όπως ο χαλκιάς κατασκευάζει χαλκώματα. Ενώ όλοι οι
άλλοι χρησιμοποιούν το μυαλό τους σαν όργανο και παράγουν προϊόντα. Όλα
δευτερογενή, και για του βίου τη μηχανή. Βιομηχανία, πες.
Έτσι πορεύτηκαν τα πράγματα με την
κοινωνική υποβάθμιση του δάσκαλου. Με την οικονομική απροθυμία, την
κατασκευαστική του προχειρότητα, την πλημμελή του συντήρηση. Και με τον
τύφο και τον οίκτο, το χάζι και το μώμο, και την κυρίαρχη απρονοησία μας
σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες. Η μόνη εξαίρεση είναι ο
Λυκούργος που έχτισε τη νομοθεσία της Σπάρτης και τους Ολυμπιακούς
Αγώνες. Γιατί ο Λυκούργος στην παιδεία είχε εναποθέσει το Α και το Ω της
πολιτείας.
Ωσόπου πια σήμερα έχουμε πλάσει σταθερό το δείγμα του δάσκαλου. Μια αξιοδάκρυτη σώρεψη από μαζώματα, κι ένα ριντίκολο ηχηρό.
Είναι ο σχολαστικός, ο
ταβλαδόρος και ο αργόσχολος, ο καματερός στην παραπαιδεία, ο
οσφυοκάμπτης, ο ψοφοδεής και ο ληρολόγος, ο δευτεροτριτοβάθμιος και
ψιλικανζτής δάσκαλος. Μίζερος και κακομοίρης, με την ομπρέλα και το
γιλέκο, και με το ξεβλαστωμένο χαμόγελο. Είναι ο αεί πενόμενος και ο
μύωψ, με τα ραιβά σκέλη και τα βρώμικα νύχια, που, όπως είπε κάποιος,
ποτέ του δεν είχε ερωμένη ούτε ιδέα.
Οι περήφανοι δάσκαλοι εστάθηκαν
πάντα η εξαίρεση. Μιλάμε για τους δυνατούς και τους πόριμους. Τους
ικτίνους και τα γεράκια, τους καλουργούς και καλλιτέχνες και καλλικράτες
δασκάλους, που κάτω από την ταπεινή καροσσερί της Φάου-Βε κρύβουνε
προσεχτικά τη μηχανή της Πόρσε. Αυτός όμως ο εξαίρετος τύπος του
δάσκαλου, που με τα πλούσια κοιτάσματα της φυσικής δωρεάς του πετυχαίνει
να σβήνει το κατάδικο κοινωνικό στίγμα της συντεχνίας του, δεν είναι το
θέμα μας εδώ. Γιατί ‘ναι η εξαίρεση. Και η εξαίρεση είναι δουλειά της
ποίησης. Ενώ της επιστήμης η δουλειά είναι ο κανόνας…
Φροντίσαμε, να κατεβάσουμε το δάσκαλο από το φυσικό του πρωτάτο στα στερνά και στα έσχατα της υπόληψης και της ζωής.
Δεν ταξινομείται η παιδεία. Κι όσο τη
λογαριάζουμε σαν επένδυση ανάμεσα στις άλλες, έστω και την πιο
σημαντική, τόσο θα συνεχίζουμε να τελούμε σε σύγχυση φρενών. Έτσι, ώστε
να μπερδεύουμε το ψάρι με τον ψαρά που το ψάρευε.
Αυτός είναι λοιπόν ο ρεκάζοντας
δάσκαλος, ο τσαλαπατημένος από την κοινωνική του μειονεξία. Και από το
καπέλωμα των συρμών της εποχής μας, που ορμούν και χύνουνται στην
παιδεία όπως ο άνεμος στα σκισμένα πανιά. Και από τις ντιρεκτίβες των
κέντρων απόφασης, που μετατρέπουν τα σχολειά σε εργοστάσια μαζικής
κατασκευής ανθρωπάριων….............................................
Ιδέ ο δάσκαλος – Απόσπασμα από «Τα Ελληνικά» του Δημήτρη Λιαντίνη.
..............................................................................................................
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου