19 Μαΐου 2019

Καλωσύνη στις λυκοποριές - Οδυσσέας Ελύτης...1943

Κι όταν φυσήξει απ’ τα βουνά της ερημιάς η γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρά στην υπνωμένη γης
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου

ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Σε βάτους που έφτυσαν φωτιά και τώρα κρυώνουν
Σε δέντρα που ματώσαν, σ’ ερημοκκλησιές που ράισαν
Σε μοναξιές απέραντες μαρμαρωμένου ανέμου
Σε φέγγη που ανατρίχιασαν ένα αθώο κορμί
Σ’ αγκάθια που φαρμάκωσαν ένα φεγγάρι
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Στις σπαραγμένες σάρκες του γκρεμού
Στά ρίγη που κρυστάλλωσαν τις αγωνίες του λόγγου
για μια στερνή φορά
Φωνάζω
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου....


 Καλωσύνη στις λυκοποριές ( απόσπασμα) - Οδυσσέας Ελύτης...1943
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


 Καλωσύνη στις λυκοποριές - Οδυσσέας Ελύτης...1943


Ποίηση ἄγουρο νεράντζι μου
Κάτω ἀπὸ τοὺς καταράχτες τοῦ ἥλιου
Ἰριδίζοντας
Ἕνα μεσημέρι
Ἡ καρδιά μου ἀκόμα γαλανή
Ἀπ᾿ τὸ τρέξιμο στὴν ἄμμο καὶ τὸν ἔρωτα
Ἔτρεμε
Ἀλλὰ τὰ πουλιὰ στὸ ρέμμα τ᾿ οὐρανοῦ
Ἔβλεπαν κιόλας ν᾿ ἀνεβαίνει ἕνα ἀκέφαλο ἄλογο
Χύνοντας ἀπ᾿ τὸν ἀδειανὸ λαιμό του μαῦρα φύκια

Κοῦροι ἀπὸ τὸν Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυποῦσαν τὶς καμπάνες
Κι ἡ μνήμη σὰν πουνέντες ἔμπαζε
Βουητὸ καὶ θάλασσα
Στὴ μεγάλη ἀσβεστωμένη κάμαρα
Μὲ τὰ δυὸ καρυοφύλλια.

Ἐκεῖ τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ τὰ κίτρινα λουλούδια
Τὸ ψωμὶ ἀνοιχτὸ σὰν εὐαγγέλιο
Ἡ φωνή, τὰ μαλλιὰ τῆς Ἑλένης.

Τ᾿ ἄφησα
                   στέκομουν ὀρθός
                                                     εἶχε σημάνει ἡ ὥρα
Ν᾿ ἀναβρύσει ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου τὸ αἷμα

Τρεῖς φορές αὐτὸς νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ
Καὶ τρεῖς φορές ἐκεῖνο ν᾿ ἀληθέψει
Τρεῖς φορές νὰ τὸ δῶ καὶ νὰ πῶ
                                                                τρεῖς φορές
Τινάζοντας ψηλὰ
Σὰν ἀπ᾿ τὸν ἅδη τῆς φωνῆς ἑνὸς ἀπελπισμένου:

Ἔχτρα στὰ μάτια κύτταξέ με
Βγαίνω μὲ τὰ δικά σου τ᾿ ἄρματα
Ἡ Καλωσύνη ἐδῶ ποὺ βρέθηκε μές στὶς λυκοποριές
Πρέπει νἄχει μπαροῦτι στὸ σελλάχι της
Καὶ νὰ δαγκάνει κάμες.
II

Τώρα κρατήσου ἀπ᾿ τὰ σκοινιὰ τῆς θύελλας
Πές μου ποιὸς εἶμαι νὰ σοῦ πῶ ποιὸς εἶσαι

Εἶσαι καλός, εἶσαι ἄνθρωπος, ἔχεις μεγαλώσει
Μὲ πετεινούς, χρυσόμυιγες, γοβιούς, γεράνια
Σὲ μιὰν αὐλὴ μικρὴ ποὺ τὴν κουνοῦσε ἡ θάλασσα
Πέρα-δῶθε
Θυμᾶσαι
Μιὰν αὐλὴ ποὺ μεγάλωνε, χωροῦσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες ποὺ ἔρριχναν φωτιὰ τοῦ Τούρκου
Τὸν καιρὸ ποὺ ἡ μητέρα σου ἦταν
Σὰν μιὰ Παναγιὰ μικρή
Θυμᾶσαι

Ἡ ἁπλὴ ζωὴ πιὸ πλούσια
Κι ἀπὸ δάγκαμα σύκου πλάι σὲ φίλο, πιὸ σεμνή
Κι ἀπὸ λόγο πουλιοῦ σὲ δέντρων ἐκκλησίασμα
Νύχτα-μέρα κρατοῦσε τὸν κανόνα
Θυμᾶσαι
Μέρα-νύχτα πιὸ γλυκιὰ ἡ φωνή σου
Σὰν ἀχτίδα μές στὰ νέα λεμόνια ἔλαμπε
Κι ἡ καρδιά σου ἡ ἀθώα
μέσα στοῦ γλαυκοῦ βυθοῦ τὸν οὐρανό
Σὰν ἄστρο

Εἶσαι καλός, ἔχεις πηδήξει πάνω ἀπὸ φωτιές
Ἔχεις χαϊδέψει
Στὸ χνούδι τοῦ νεροῦ νησιὰ παιδόπουλα
Νέος στὰ χώματά τους ἔχεις δεῖ
Μιὰ κόρη ἀπὸ ἀλαφρόπετρα καὶ αὐγὴ
Νὰ χαράζει σὲ φλούδα δεσπολιᾶς τὸ πρῶτο γράμμα σου.

Χτύπα γι᾿ αὐτὰ τὰ τίμια καὶ τ᾿ ἀγαθά
Ἡ ζωὴ γι᾿ αὐτὰ δὲ θὰ χαθεῖ ποτέ της
Χτύπα ἀπὸ τὰ μάτια σου ν᾿ ἀντιλαμπίσει
Τὸ μαρμαρένιο σπίτι
Ποὔχει ψηλὰ στὴ στέγη
Τοῦ κατακλυσμοῦ τὸ πρῶτο περιστέρι
Γύρω-γύρω περβόλια μὲ νερά
Τῆς Ὑπομονῆς τὸ χάλκινο ἄγαλμα στὴν εἴσοδο
Καὶ βαθιὰ στὸ κελλάρι
Τὴ σοδειὰ τῆς φυλῆς
Θησαυρισμένη ὅπως τὸ λάδι
Σ᾿ ἕνα πιθάρι πατρογονικό, γαλήνιο.
ΙΙΙ

Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας μέσα στὴ μαύρη πολιτεία
Δοῦλοι παζαρεύουν τὴ βροχή, τὰ δέντρα
Τὸν ἥλιο παραλυτικὸ μέσα στὸ καροτσάκι

Στοὺς στενοὺς βρώμικους δρόμους
Πυροβολοῦν μὲ τὸ μυαλό τους οἱ ἄνθρωποι

Ματώνοντας τὰ σύρματα
Κρυφὰ ἀπ᾿ τὰ τσομπανόσκυλα τοῦ φεγγαριοῦ
Τὰ πόδια σου γλυστροῦν
Στὰ βοῦρλα
Μὲς στὶς καλαμιὲς καὶ τὰ φαρμακερὰ νερά
Ἐκεῖ ποὺ μάχεται ὁ φονηάς τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς του
Κι ἡ σκέψη παγωμένη στέκεται στὸν ἀέρα

Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
Ὅταν τὰ δέντρα μοιάζουν στῶν ἀρρώστων
Τὴ στερνὴ χαροπαλαιματιά
Κι ἕνας ἄγγελος μόνος του ὀνειρεύεται
Σὰν γκιώνης
Μὲς στὸν ἔρημο κάμπο
Ἡ ζωὴ ἀχνὰ μὴ στενάξει πιά

Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
- Ἂχ ἡ ζωὴ νὰ μὴ στενάξει πιά
Τὰ χέρια σου
Τὰ βασανισμένα χέρια σου
Ποὺ δίνουν ξάφνου μιὰ τῆς σκοτεινιᾶς
Ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
Νὰ χλιμιντρήσει κορωμένος ὁ ἄνεμος
Ν᾿ ἀστράψει ὁ πόθος Λουμπαρδιάρης

Νὰ ροβολήσει ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ βουνά
Ψάλλοντας τὴν ἀγάπη
Ἕνα ἔθνος ὀξιές
Μὲ τὴν ὑγεία τῆς καταιγίδας στὶς σημαῖες του.
IV

Ἀκούγεται ἀπὸ τὴν περπατηξιά σου ἡ δόξα
Ὅπως ἀκούγεται ἀπ᾿ τὸ βρόντημα τοῦ μπρούντζου ὁ ἥλιος
Μελαψὸ παλληκάρι
Ποὺ ἀκουμπᾶς ἐπάνω στὴν Ἑλλάδα
Μὲ τὸ κουράγιο ποὺ ἀκουμπάει στὴ μπόρα τὸ ἔλατο
Καὶ σοῦ πᾶν οἱ αἰῶνες ὅπως τῆς πάει τῆς ἀντρειᾶς
Τὸ λουλούδι στὰ δόντια καὶ τὸ μπὰμ
Τῆς πιστολιᾶς

Πέρασαν μές στὴ μνήμη σου μῆνες ἀνέμων
Ἡ φωνή σου σκοτείνιασε σὰν δρυμός
Εἶδες κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια σου νὰ ξεκοιλιάζουνται ἄλογα
Δάση νὰ τρῶν φωτιὲς ἀνθρώπους ἄνθρωπο

Εἶδες μιὰ πέτρα τρυπημένη ἀπὸ κραυγὴ θανάτου
Νὰ σηκώνει τὴ σκιά της τέρας
Μιὰ γυναίκα μὲ ράμφος καὶ φτερά
Νὰ σπαράζει δείχνοντας ψηλά
Τὸ φεγγάρι στὸ στόμα τῆς φοβέρας

Τίποτα σύ! Μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ χρόνου
Ζώνεσαι γύρω σου τὸ διάστημα
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύομαι
Λές, ἡ ματιὰ τοῦ ἀρνιοῦ σκοτώνει τὰ τσακάλια,
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύεσαι
Μελαψὸ παλληκάρι
Λέω: Ἡ ἐλπίδα τὄφτασε τὸ μπόι τῆς κορασιᾶς
Εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ καρδιὰ τοῦ ἀντρὸς νὰ μαχαιρώσει ἀτσάλι

Κύττα: σελλώνει ὁ ἄνεμος τὰ ὄνειρα
Σπίθες πετοῦν τὰ πέταλα στὸ πυρρὸ νέφος
Ἡ μέρα ὅπου καὶ νἆναι μὲ λούλουδα μηλιᾶς
Θὰ βγεῖ νὰ σεργιανίσει πάλι στὸ ἀρχιπέλαγος!
V

Σφίξε στὰ χέρια σου μιὰ νίκη ποὺ δὲν ἦρθε ἀκόμα
Στὰ δόντια σου τὸ ὑστερικὸ φάντασμα τῆς φωτιᾶς
Μὲ τὰ κλαριὰ ποὺ ἕνα κοράλλι ξέχασε
Ν᾿ ἀνάβουνε ἀπὸ τὴ γητειὰ τοῦ παραδείσου

Σκέψου τὸ αὐγὸ ποὺ οἱ μέρες σου οἱ αὐριανὲς κλωσσᾶνε
Τὸ ἄστρο ποὺ ἡ νύχτα ἐξόρισε ἀπὸ τὸ στῆθος σου
Γιὰ νὰ τὸ πεθάνει

Σφίξε στὰ σπάργανα τοῦ Γεναριοῦ ὅπου κρύβεται τὸ μίσος
Καὶ τὸ δικό σου ἀδικοσκοτωμένο πόθο
Τὴ μιλιὰ ποὺ δὲ βρῆκε τὸ γενναῖο της στόμα
Τὸ χτικιὸ τῆς ἀγάπης σου
                                                    Γιατὶ δὲν ἦρθε ἀκόμα

Ἡ ὥρα νὰ μπεῖ στὸ κάθε πράγμα ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς
Νὰ συνεπάρει τὰ σπαρτὰ μιὰ τραμουντάνα ὑγείας
Νὰ πιεῖ ὁ χυμὸς τῆς θύμησης τὸ θελκτικό του μέλλον
Ν᾿ ἀνθοβολήσουν κερασιὲς μὲς στὰ σγουρὰ μαλλιά
Νὰ καταργήσει ὁ λόγος τὸ χρυσάφι.
VI

Χτύπα τὴν πόρτα στὴν καρδιὰ τῆς τυχερῆς σου μέρας
Φώναξε δυνατὰ τὸν ἥλιο
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Πάρε τὸ ὕφος τοῦ βουνοῦ
Ποὺ καμαρώνει μέσα στὶς κοιλάδες
Τὴν κόψη τοῦ κυπαρισσιοῦ

Ὅταν ὁρίζει ἕνα κατακόκκινο ἄστρο Ἀντάρη
Ἐπαναστάτη
Σὲ νύχτες ποὺ ἔσυρε ὁ νοτιάς μέσ᾿ στὴ σκουριὰ τοῦ πένθους
Σὲ νύχτες ποὺ τὸ φῶς ἀλλαξοπίστησε
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Ἐθελοντή
Δούλεψε τὴ φωτιά
Ρίξε μιὰ τουφεκιά
Στὴ λόχμη τῶν πουλιῶν τοῦ ἀνάξιου παραδείσου.

Θησαυριστὲς τοῦ βούρκου
Τοῦ ἥλιου μεροκαματιάρηδες
Ποὺ μές στὰ χέρια σας ἡ τύχη κουρελιάστηκεν

Ἔννοια σας, δὲ θὰ πᾶν χαμένες οἱ ἀστραψιὲς
Τοῦ πάθους ποὺ ἀχτιδώνει τὰ μελλούμενα

Κιόλας πλανιέται στὸν ἀγέρα τῆς φωνῆς ἡ σάλπιγγα
Καιρὸς ν᾿ ἀνοίξουν τ᾿ οὐρανοῦ οἱ γαμήλιες εὐωδιές
Νὰ μπεῖ τοῦ τραγουδιοῦ ὁ λαλὲς στὰ περβολίσια νειᾶτα
Τοῦ κάθε ἀγῶνα ἡ τρικυμία νὰ σπαρθεῖ στὴ θάλασσα
Φτέρες νὰ στείλουν μήνυμα στὰ πρωινὰ πουλιά:

Καιρός, καιρὸς νὰ ξημερώσει πιά
Ἡ Ἀνατολὴ περήφανη σ᾿ ἀδερφικὴ ἀγκαλιά!
VII


Τριώνι τῆς θαλασσινῆς νυχτιᾶς· Ἄλετροπόδι
Ποὺ σὰ νεύεις μὲ χρυσοὺς σταυρούς
Τὰ πεισματάρικα παιδιὰ τῆς χίμαιρας·
Καὶ σὺ ἐκστατικό μου Ἐλίκι
Στὴν ἀσημένια ζώνη τῆς ματιᾶς μου
Ἀπόψε
Ἀγρυπνήσετε
Κι ὅταν φυσήξει ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τῆς ἐρημιᾶς ἡ γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρὰ στὴν ὑπνωμένη γῆς
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου

Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Σὲ βάτους ποὺ ἔφτυσαν φωτιὰ καὶ τώρα κρυώνουν
Σὲ δέντρα ποὺ ματώσαν, σ᾿ ἐρημοκκλησιές ποὺ ράισαν
Σὲ μοναξιὲς ἀπέραντες μαρμαρωμένου ἀνέμου
Σὲ φέγγη ποὺ ἀνατρίχιασαν ἕνα ἀθῶο κορμί
Σ᾿ ἀγκάθια ποὺ φαρμάκωσαν ἕνα φεγγάρι
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Στὶς σπαραγμένες σάρκες τοῦ γκρεμοῦ
Στά ρίγη ποὺ κρυστάλλωσαν τὶς ἀγωνίες τοῦ λόγγου
Γιὰ μιὰ στερνὴ φορά
Φωνάζω
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου

Ἄστρα, ὁ χρησμός σας δὲ θὰ πάει χαμένος

Παιδιά, ὁ χαμὸς ὁ χαλασμὸς ἡ πεῖνα
Κι ἡ ἀνάγκη τρεμοσβυοῦν στὸ ψυχορράγημα
Ὀρθώσετε τ᾿ ἀρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, ἔκσταση
Ἑτοιμάσετε τὴ χώρα σας
Τοῦ χάρου τὴ φωνὴ δὲν θὰ τὴν ἀνεχτοῦμε.

Ἡ μέρα εἶναι κοντὰ ποὺ θὰ ψοφήσει ὁ λύκος
Ποὺ ἡ ἀπονιὰ θὰ φάει τὶς σάρκες της
Ποὺ θὰ βουτήξει σὲ μιὰ δόξα μύρου τὸ βουνό
Καὶ ποὺ ἡ ψυχὴ θ᾿ ἀνάψει ἀπὸ τὶς μυστικές φλογίτσες σας
Ὅπως καὶ πρὶν Τριώνι, Ἀλετροπόδι, Ἐλίκι!


 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Γραμμένο το 1943, δηλαδή στη διάρκεια της ναζιστικής  κατοχής της πατρίδας μας, πρόκειται για ποίημα σαφώς ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ, κομμένο από την κατοχική λογοκρισία,  που ο δημιουργός του το θεωρεί το 1975 επίκαιρο με τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Θα έλεγε άραγε το ίδιο ο Ελύτης και σε σχέση με την παρούσα  συγκυρία; 

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

18 Μαΐου 2019

''Της Προσφυγιάς και του Φευγιού'''..

...δύσκολο ήταν το ταξίδι αυτό της προσφυγιάς και του φευγιού γιαβρί μου..γιατί οι μισοί πεθάνανε στου λυτρωμού τις στράτες.. Τάφος τους έγινε η θάλασσα,αδιάβαστοι επήγανε οι πιο πολλοί από το κοπάδι εκείνο του ξεριζωμού...στης Τραπεζούντας μας στον τόπον...στο λιμάνι..


Αποβραδίς..πριν το ταξίδι του ξενιτεμού..στ' άγνωστο να κινήσουμε ..τις ετοιμασίες άρχισα με την ψυχή σφιγμένη..Όχι μη φανταστείς πως είχαμε μπαγκάζια περισσά ή τίποτες βαλίτσες.Δύο μποχτσάδες πήραμε μαζί μας μοναχά..και την εικόνα μας στο τρίπτυχο της Παναγιάς… Γιατί εμείς δε θα εφεύγαμε να αφήσουμε πίσω εκεί και το Θεό μας…Έτάϊσα και έβαλα από νωρίς όλα μου τα μωρά να κοιμηθούνε..για να αντέχουνε  το αύριο..που δύσκολο πολύ θα ήταν.Ζύμωσα και τηγάνισα και λίγα πιροσκία..να φάμε έτσι μια ‘’μπουκιά’’με τους γειτόνους μας..και να τους παραδώσουμε τα ζώα μας ..το βιός μας…Ήτανε καλοί άνθρωποι οι γειτόνοι μας ο Αχμέτ και η Φατμέ…Ποτέ δεν τσακωθήκαμε..και ας επιστεύανε αυτοί  εις τον δικό τους τον Αλλάχ κι εμείς εις το Θεό μας..Γιατί κορίτσι μου γλυκό..εμείς δεν εκοιτάζαμε ονόματα Θεών και πως τους ονομάζαν και τους λένε..Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν οι ανθρώποι να ‘χουν μέσα τους έναν Θεό ολοζώντανο …με αυτόν και να πορεύονται δίκαια και ταπεινά…να σέβονται τους γύρω  τους ανθρώπους…

Συγκινήθήκαμε και κλάψαμε πολλές στιγμές..στην ύστερη..χωρίς ελπίδα γυρισμού..τη σκοτεινή βραδιά μας..έδωσε ορμήνειες ο παππούλης σου εις τον Αχμέτ κι εκεί αποχαιρετιστήκαμε..με δάκρυα στα μάτια..Αφήσαμε πίσω όλα μας τα ζωντανά..εδώσαμε κι ένα κλειδί εις τη Φατμέ..και ένα δεύτερο κλειδί το έκρυψε ο πάππος σου στην πόρτα..στο κωνάκι μας..κάτω από το βαρέλι με το γιασεμί..και είπε όταν γυρίσουμε εκεί για να το βρούμε…Ξημέρωνε ο ουρανός..και εζέψαμε το κάρο μας…με τις δυο  αγελάδες μας  τις δυνατές..που πάντα με αυτές εταξιδεύαμε εκεί γύρω…Τα μάτια των παιδιών μου ορθάνοιχτα να μας κοιτούν ..πολύ απορημένα..και να μη σταματούν να με ρωτούν..που μας πηγαίνεις μάνα μες στη νύχτα..Ταξίδι τους  είπα πως θα πάμε μακρινό..για να γνωρίσουνε τη μακρινή μας την πατρίδα..Είμαστε Έλληνες τους είπαμε..και πρέπει σε αυτή την εκδρομή..να δείτε εσείς και να γνωρίσετε τις ρίζες των προγόνων σας…είναι μας είπανε..πολύ όμορφη χώρα η Ελλάδα..Ησύχασαν τότε τα παιδιά..και με χαμόγελο εξεκινήσαν…Γελάγανε ..χοροπηδούσαν και ελέγανε..πως θα αγοράσουνε εκεί..πολλά και όμορφα παιχνίδια..λεφτουκάρια ..πορτοκάλια...


Κι έτσι ..με ένα ψέμμα που εξεστομίσαμε εις τα μωρά .. κλειδώσαμε και φύγαμε..με την καρδιά χίλια  κομμάτια..ως να κατέβουμε για το λιμάνι στο παπόρο για το άγνωστο..που η μοίρα θα μας έπαιζε το ανείπωτο παιχνίδι................

''Της Προσφυγιάς και του Φευγιού'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

( απόσπασμα ζωντανής αφήγησης της νόνας μου Σοφίας Ορφανίδη)
...........................................................................................................

17 Μαΐου 2019

''Στην κόρη μου''...........17/5/2019


Σπάνιο λουλούδι εσύ !!! 
στην άνομβρη γη των καιρών..
φύεσαι..αναφύεσαι..αρώματα σταλάζεις..
Κι εγώ..η μάνα..
καμαρώνω σε λουλούδι μου...
που έμαθε..που ρούφηξε ..
τις μυρωδιές της γνώσης σου στο τράνεμα..
ανέβασε τη σκάλα της αγάπης αψηλά..
μάθημα τα δικά σου..τα ανώτερα..
τα συναισθήματα ποιότητας ζωής..
Σε αγαπάω πολλαπλασιάζοντας...
Κι όσα τα πέταλα  εις τις λευκές..
τις μαργαρίτες που κοσμούν
απέραντα λιβάδια Εαρινά..
τόσα τα χρόνια σου να σου δοθούν..
ν' ανθίζουνε καρδιές......


Να τα εκατοστήσεις ομορφιά μου !!!
Η μαμ.. η Σοφία σου...
.............................................................................................................

15 Μαΐου 2019

''Το κερνταλούκι μ' μάλαμα..σο μέρος τη καρδίας............


Το περιδέραιο χρυσό στο μέρος της καρδιάς..
χρόνια πριν εκρεμάστηκε απ' τον πάπο μου..
φερμένο από τόπο αλαργινό..μνήμες ζωγραφισμένο.
Κράμα κι εγώ προσφύγων θρέμμα γέννημα..
απ' της Θράκης και του Πόντου μας τα μέρη..
δεν είν' σταυρός του Γολγοθά..
είναι σταυρός βαφτιστικός της γνώσης του ξεριζωμού
που κουβαλώ στο στήθος...
απλά..μα όχι απλοϊκά να σας το πω..
να σας το τραγουδήσω..
ρίζα μ' πως καταστρέφονται οι ζωές...
ανύποπτα..υπόγεια..
γκρεμίζονται κελάρια αληθινών ψυχών..
στων συμφερόντων τη μανία..
Όρκο έδωσα βαρύ εις τις ψυχές να μην ξεχνώ...
μην τύχει και τα χνάρια τους τα σβήσω....
φορώ το γύρω απ' το λαιμό..
 το ''κερνταλούκι'' μ' ακριβό..
στις αγορές δε θα το βρεις.. 
και στα παζάρια δεν πουλιέται..

Σοφίας Θεοδοσιάδη
 (''Το κερνταλούκι μ'  μάλαμα..σο μέρος τη καρδίας) =
(Το περιδέραιό μου χρυσό,στο μέρος της καρδιάς )
...............................................................................................................

Από τις ωραιότερες ερμηνείες του σπουδαίου αυτού άσματος..
Ύμνος στον αφανισμό των Ποντίων..
Αυθεντική ποντιακή φωνή χωρίς φιοριτούρες νεωτερίστικες..
Αυθεντικές..αληθινές εικόνες στο βίντεο........
ΜΠΡΑΒΟ !!!Μαρία Ευθυμιάδου τεμέτερον...ρίζα μ'.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ : 
 
Kάηκε και το Τσάμπασιν και μείναν οι τοίχοι.. και πέσανε στη σωτηρία του, της Ορντούς τα παλληκάρια. και κάηκε και ζεματίστηκε της Ορντούς το λιβάδι και εκεί τίποτε δεν απέμεινε παρα μόνο αποκαίδια.. κάηκε και το Τσάμπασιν Γιαβρί μου, τίποτε δεν έμεινε πλαγιές και λιβαδοτόπια άλλο χορτάρι δεν φέρνουν.. μεγάλο κακό στο Τσάμπασιν σπίτια δεν θα απομείνουν μεγάλοι,μικροί, φτωχοί,πλούσιοι όλοι κάθονται και κλαίνε κλαίνε τα πουλιά του θεού κλαίνε οι πηγές κλαίει το Τσαμπλούκ, το Καρακιόλ κλαίνε τα όμορφα τα έλατα..


....................................................................................................................................................................

14 Μαΐου 2019

''''ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΟ ΤΖΑΜΙ''''


Η λάμπα έφεγγε αμυδρά επάνω στο βιβλίο
πίσω απ' το τζάμι φάνηκε η τρυφερή μορφή σου
το φως απ' το καντήλι μου έπεφτε στα μαλλιά σου..
Με κοίταξες..εσίμωσες..και τα μαλλιά σου στόλιζε
ολόχρυσο στεφάνι.....

Σηκώθηκα και έτρεξα να 'ρθω εκεί κοντά σου..
τα δυο μου χέρια άπλωσα..την κόμη να χαϊδέψω.. 
κι εσύ μου χαμογέλασες..άνοιξες την αγκάλη
μου 'στειλες δυο γλυκά φιλιά..
και μου 'γνεφες να 'ρθω εκεί
στα χέρια τα ζεστά σου..

Έξω ο αγέρας μύριζε..Μάης λουλουδιάρης μήνας..
η φεγγαράδα έλουζε του γιασεμιού τα άνθια..
οι δρόμοι ήσαν σκοτεινοί..κανείς δεν περπατούσε..
εκοντοστάθηκα με μιας..ήρθε η ψυχή στα ίσα ..
μια οπτασία ήσουνα..από όνειρο βγαλμένη..
θυμήθηκα..δεν άνηκες στων ζωντανών τη χώρα..
παιχνίδι μου 'στησε ο έρωτας..και το παλιό φεγγάρι..

Στο αχνισμένο τζάμι μου ακούμπησα το δάχτυλο..
σου 'γραψα σ' αγαπάω..
μου  είπες σ' αγαπώ κι εγώ..και ύστερα εχάθης..
όνειρο ήτανε μαθές..και της ψυχής τερτίπι..

'' Πίσω απ' το τζάμι''- Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Μια σερενάτα για τις ψυχές που μίλησαν!!!


,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

13 Μαΐου 2019

''ΑΙΧΜΗΡΟ ΑΓΚΑΘΙ'' - ''ΧΑΡΕΣΕ''- ( παραλληλισμοί)





Βολεμένοι..φορεμένοι πλαστικό εκμαγείο..
σε λεωφορείου παραθύρι με θέα ''ο κόσμος''
λόγια πτερόεντα..πουπουλένια πετούν στον αγέρα..
γητευτές των ανθρώπων οι μάσκες..
βολεμένα ανθρωπάκια στο ολίγον...
μες στου πλήθους γυρεύουν στη μπόχα ανάσες..
Είν΄φορές π' άθελά μου κοιτάζω..τρομάζω
αιχμηρό το αγκάθι στη γνώση φαντάζει..
αίμα στάζει πικρό στη συμπόνοια..
κοφτερή η λεπίδα στο ''άλλον''..να σφάζει
χρώμα αλλάζει ..λερά πανωφόρια..
ετικέτες κολλά η μιζέρια..
Πως φοβάμαι ολοένα στο δρόμο
τους ληστές ..
παραμύθια ονείρων να κλέβουν..
αιχμηρό το αγκάθι της ψυχής μου ματώνει...
την ξινόπικρη γεύση αδικίας μασώντας.

Σοφίας Θεοδοσιάδη
..............................................................................................................

''ΧΑΡΕΣΕ''
 Ξέρεις τι σηµαίνει χαρέσε; 
Υπάρχει στην έρηµο ένα αγκάθι που αρέσει πολύ στις καµήλες.
 Με το που θα το δουν, το κόβουν κι αρχίζουν να το µασούν. 
Το αιχµηρό αγκάθι ανοίγει πληγές στο στόµα τους, οι πληγές µατώνουν. 
Ωστόσο, όταν η γεύση του αλµυρού αίµατος
 αναµειχθεί µε τη γεύση του αγκαθιού, αυτό τους αρέσει 
ακόµη πιο πολύ. 
Έτσι, όσο τρώνε µατώνουν, όσο µατώνουν τρώνε,
 δεν χορταίνουν να καταπίνουν το αίµα τους…
Κάπως σαν τον άνθρωπο στης πόλης το γίγνεσθαι..

...........................................................................................................


 





12 Μαΐου 2019

<< ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ>>



Σε τούτο τ' αλωνάκι το μικρό..
''στο καφενείον η Ελλάς'' 
άντρες τρανοί εμεγαλούργησαν..
αφήσαν τη σφραγίδα τους..χτίσαν πολιτισμό...
Σε τούτο τ' αλωνάκι το μικρό..
εκπτώσεις ζούμε ατελεύτητες..δεν έχουνε ούτε όρια..πληγές μα και γδαρσίματα 
ο Πολιτισμός παθαίνει..
Όχι..δεν παίρνω μέρος μες στο πανηγύρι το φτηνό δεν τα κατονομάζω..
τα κιτρινισμένα έντυπα..
μονάχα να ..τους πάπυρους θυμάμαι..
θλίβομαι..αναπολώ..και τους χρυσόδετους 
της Ιστορίας μας του πολιτισμού..
καθώς στα χέρια μου κρατώ..
ένα σπουδαίο περιοδικό..
που αγωνίζεται αθόρυβα..πολιτισμό να χτίσει..
Και ναι..υπάρχουνε ακόμη οι ονειροπόλοι..
οι ρομαντικοί
όχι δεν είναι γραφικοί..είναι οι ''Γκρεμιστάδες''
οι ''Γκρεμιστές'' του Κωστή μας Παλαμά..
που γκρεμίζουν την ασχήμια..
Γίνονται χτίστες μονομιάς..
κι ας μην το διαλαλούνε..

Μου 'φερε το κορίτσι μου το τεύχος το 84..
και σαν ρυάκι που κυλά..
διάβασα για το Χαλεπά..
την ομορφιά της γλυπτικής...
την ομορφιά του κόσμου...
Εμβάθυνση για τη ζωή..
χωρίς την κλειδαρότρυπα..
για τη ζωή του  Καλλιτέχνη..
βιογραφική προσέγγιση άριστη..
άκρως σοφιστική...
Ποια τάχα είμαι εγώ που θα σας πω..
τη ζωή σας εις το φως να οδηγάτε?
Μα η φωνή ασίγαστη του δάσκαλου 
που με σημάδεψε τα χρόνια μου τα νεανικά..
του αλησμόνητου Λιαντίνη΅:
<< Δώστε τροφή στον κόσμο αληθινή..
και έναν να κερδίσετε..είναι τεράστιο κέρδος..
η τοξικότητα δηλητηριάζει τη ζωή..
σωτηρία και ευτυχία δεν προσφέρει..
η γνώση είναι δύναμη..
κι η τέχνη ομορφιά ψυχής >>
Ετούτη η φωνή με οδηγεί..
ποτέ δεν την αρνιέμαι..
και τον παλεύω τον μικρό μου εαυτό..
ποτέ δε με απορρόφησαν του life style εικόνες
μοιράζομαι μαζί σας τα όμορφα..
τα αληθινά ..τα ωραία....
Τι όμορφη προσπάθεια!!!
Πολιτισμού στολίδι!!!

Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

11 Μαΐου 2019

''''''ΛΕΜΟΝΑΝΘΟΥς ΣΤΕΡΕΩΝΕς''''' - (αρχόντισσά μου μάνα)




Λεμονανθούς στερέωνες 

με ένα τσιμπιδάκι μιας δραχμής..
στην άκρη απ' τις κοτσίδες μου τις καστανές..
για να στολίσεις έλεγες το πρόσωπο..
τη μυρωδιά  να μου ''φορέσεις''..
Ήσουν μια μάνα σαν τις άλλες σε ένα σπίτι χαμηλό.
δεν είχε πόρτες και παράθυρα αψηλά..
μα της ψυχής τα παραθύρια σου τρανά
στον ήλιο εντελώς παραδομένα...
Γέμιζες όλες σου τις κάμαρες με αγριολούλουδα..
σ' ένα ποτήρι του νερού..
φρεσκάδα πάντα έβαζες στα μάτια των παιδιών σου..
Σε καρτερούσα..πάντα θα σε καρτερώ...
Ακατανίκητα η νοσταλγία με γυρνά..
ξανά- ξανά και πάλι εκεί στα χέρια σου τα δοτικά..
είναι οι ''μυρωδιές'' σου..
έρχεσαι και ξανάρχεσαι στην πόρτα μου και στέκεσαι..
όχι σαν μνήμη ξεχασμένη απ' τον καιρό..
μια οπτασία ολοζώντανη..
το ρόπτρο της ψυχής μου κουδουνίζεις...
 
Ήσουνα κόρη λυγερή..
όμορφη λες και ζωγραφιά στα παιδικά μου μάτια..
Πορεύοσουν μαζί μου και μεγάλωνες..
Μου μάθαινες..σου μάθαινα..
φωνές τριγύρω και χαρές..
ένα σου βλέμμα θάρρος εγινότανε..
καταχτητής του όνειρου..
σαν πειρατής σε βάρκα με πανιά..
πλειοδότης των ονείρων μου Εσύ....
Δασκάλισσα της διδαχής..
Αγάπης τι σημαίνει το για πάντα..
 
Και σήμερα ..
αυτή η φθορά..του χρόνου του αμείλικτου
 που κύτταρα  και λογισμούς  και μνήμη αλλοιώνει..
σε πήρε μακριά απ' της Γης τις λεμονιές..
και στους μπαχτσέδες τους ουράνιους σε ανθίζει..
Κι εγώ..αμετανόητη της μυρουδιάς σου στων λεμονανθών..
ψάχνω για τσιμπιδάκι απ' το πρωί..το χέρι ψάχνω..
να καρφιτσώσει άνθη λεμονιάς στα γκρίζα τα μαλλιά μου...
Γιορτάζουνε οι μανάδες δεν ακούς?

''Λεμονανθούς στερέωνες'' -  Σοφίας Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................

.....................................................................................................................................................................