27 Ιουνίου 2019

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες»..- Γιώργος Σεφέρης - Ελένη

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
 
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,  
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους 
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές  
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.  
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·  
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
 
Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;  
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:  
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες 
των ανθρώπων ή των θεών· 
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα 
και μιαν άλλη Σαλαμίνα μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι. 
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη·  
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, 
τώρα πάει νά βρει την καρδιά του Σκορπιού, 
κι όλα τ’ αλλάζει.  
Πού είν’ η αλήθεια; Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης· 
 το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
 
Αηδόνι ποιητάρη, 
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα 
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο, 
 κι ανάμεσό τους —ποιός θα το ’λεγε— η Ελένη!  
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο. 
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε: 
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.  
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι. 
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
 
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
 το ανάστημα 
ίσκιοι και χαμόγελα παντού  
στους ώμους στους μηρούς 
στα γόνατα· ζωντανό δέρμα, 
και τα μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα, 
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα. 
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο. 
Έτσι το θέλαν οι θεοί.  
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε 
σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο· 
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.  
Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας
 στα σαγόνια της γης·

τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.  
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα  
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη μιας πεταλούδας 
τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου για ένα πουκάμισο αδειανό, 
για μιαν Ελένη.  
Κι ο αδερφός μου; 
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;
 
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
 
Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, 
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,  
αν είναι αλήθεια πως αυτό ειναι παραμύθι,  
αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι 
δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών· 
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,  
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη  
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, 
που ωστόσο είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια, 
 δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει μαντατοφόρους
 που έρχουνται να πούνε πως τόσος πόνος τόση ζωή
 πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό
 για μιαν Ελένη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ Ελένη ανήκει στη συλλογή... Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν... (1955), γράφτηκε όμως, κατά δήλωση του ποιητή, το 1953, όταν ο Σεφέρης ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Ξαναπήγε το 1954 και το 1955. Το 1955 θ' αρχίσει ο Κυπριακός αγώνας κατά της αγγλικής κατοχής. Ο Σεφέρης από τις θέσεις του στο διπλωματικό σώμα θα παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις φάσεις του κυπριακού δράματος.
 
Γιώργος Σεφέρης. 1955. Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν. Αθήνα: Ίκαρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

26 Ιουνίου 2019

''ΕΓΙΝΗΚΑΝ ΜΝΗΜΕΙΟ''

Κατακαλόκαιρο...
κι όσο τα μάτια μου απορημένα..εκστατικά
στις μαρμαρένιες πλάκες σιωπούν 
στα ύψη το θερμόμετρο..κι ένας χιονιάς
σκεπάζει τα παρχάρια της ψυχής μου...
Λίγες οι λέξεις..οι εικόνες που με άγγιξαν
στο διάβα μου..
λίγες εκείνες οι στιγμές..
που εκόπηκε η ανάσα..
και ας αντίκρυσαν τα μάτια μου σωρό..
ασχήμιες και εμορφάδες...
άλλες χαϊδέψαν σα μετάξι ακριβό
τα φύλλα της ψυχής ..
κι άλλες λεπίδι κοφτερό...
ξυπνήσανε την επανάσταση
στο μέρος της καρδιάς μου...
Εκεί..στο μονοπάτι που με έφερε
στα σκαλοπάτια των ψυχών σας..
ήθελα να ανέβω την ανηφοριά..
στα σκαλοπάτια που με παν 
στη Λευτεριά.. που εκυνηγήσατε..
ολόρθη να σταθώ..ανάμεσα
στους κοιμωμένους νοματαίους..
ολόδροσα τα νιάτα σας..
μήπως και  ανταμώσω..
Επήρα την ανηφοριά..ανέβηκα τις σκάλες..
εστάθηκα καταμεσίς..
στο θρόνο των ψυχών σας...
ψίθυρους άκουγα και βογγητά...
το ξέρω είναι η απάτη μου του νου..
χαίρε!
αντρειωμένοι που εχάθητε ανύποπτα..
επέσατε στων χρόνων σας
εκείνη την ικμάδα.....

''ΕΓΙΝΗΚΑΝ ΜΝΗΜΕΙΟ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
( Αφιερωμένο από καρδιάς..)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 ΚΥΠΡΟς...

Ένας τόπος ιερός, ένας τόπος θυσίας για την πατρίδα, ένας τόπος βεβαρημένης ιστορικής μνήμης …Τύμβος της Μακεδονίτισσας

Ο Τύμβος της Μακεδονίτισσας ή αλλιώς το Στρατιωτικό Κοιμητήριο Μακεδονίτισσας βρίσκεται 3χλμ δυτικά της πρωτεύουσας. Αποτελεί το στρατιωτικό νεκροταφείο Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων πεσόντων της Κύπρου κατά την τουρκική εισβολή του 1974, ενώ εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένα και άλλα μνήματα Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών, που έπεσαν σε προηγούμενους αγώνες της Κύπρου για ελευθερία.

Μια επίσκεψη στον Τύμβο που με συγκλόνισε.. 
Γέμισε ο λοφισκος σταυρούς..ψυχές που γίνηκαν φωτογραφίες... φωτογραφίες άλλοι αγνώστων στοιχείων, που και για αυτούς όμως ξεκίνησε η διαδικασία ταυτοποίησης των λειψάνων τους με τη μέθοδο του DNA, ώστε να τους αποδοθούν μετά από χρόνια οι αρμόζουσες τιμές.
Πληκάρια..19..20..22 χρονών..που δε γεύτηκαν την ομορφιά της ζωής..Μέρες παράξενες..σκέψεις αλόκοτες γεμίσανε το νου μου...
Ιστορία..έμπνευση για ειρήνη ..για την τιμή της Ελευθερίας του ανθρώπου... 

 η φίλη σας Σοφία - ( μια απλή..ταπεινή προσκυνήτρια)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

21 Ιουνίου 2019

<< Θερινόν Ηλιοστάσιον >>


Ζωγράφος : Ολυμπία Μπέη
Bρέχονταν..λες και θάλασσες 
που απλώνονταν..απλώθηκαν..
απλώνονται ακούραστα..ακατάπαυστα..

εσαεί.. τα ''ηλιοτρόπια'' της ζωής μου..  
οι χρυσαφένιες..νοτισμένες μου ακτές..  
κι ας βράδιασε..
κι ας σκοτεινιάσανε νωρίς  τα χρόνια μου εντός..'
'Θάλασσες'' που τις διασχίσαμε ..  
κατάρτια που μπερδεύτηκαν ..  
σχιστήκανε μες στη μανία των καιρών..  
Μα οι εικόνες που με ακολουθούν..
ακόμα ζωγραφίζονται στο κάδρο της ψυχής μου..
και μια ελπίδα με παραφυλάει..
μη τύχει και δειλιάσω..
Καλό μου εκαλοκαίριασε..

ο ήλιος στάθηκε αψηλά
φοβάμαι στην ισκιάδα τους να περπατώ..  
ψάχνω απάγκιο στην ψυχή σου..  
εκεί..μέσα στ' αυλάκια τα ποτιστικά   
μαζί να στήσουμε τις ξόβερεγες..  
σαν τότε που 'μασταν παιδιά..  
μήπως και παγιδέψουμε του χρόνου τη φθορά.
..
  ''Θερινόν Ηλιοστάσιον'' - της Σοφίας Θεοδοσιάδη
..................................................................................................................................................

'''Στης αγριοφλαμουριάς'''

Δροσίζεται η μνήμη..η σκέψη λούεται
ανάμεσα στη μυρουδιά της αγριοφλαμουριάς
στο πρωινό κελάηδημα των αηδονιών
εντεύθεν ως
γεννήθηκε..ετράνεψε..εψήλωσε η ψυχή μου...
αναμεσίς στων μελισσών ..εμέθυσα
ερούφηξα το νέκταρ της ζωής 
εμέτρησα τ' αστέρια τις νυχτιές..
μίλησα στο φεγγάρι....... 
Ευλογημένος τόπος μου..της άγριας λεβάντας..
της μυρουδιάς  των αμπελιών και της συκιάς..  
της μυρουδιάς απ' τα αγριοβατόμουρα..  
της μυρουδιάς των σταφυλιών..  
τα χρώματα που ζύμωσαν   
τα Καλοκαίρια της ψυχής μου..
Στον κήπο μου των τζιτζικιών
ποτάμια..κάμποι καρπεροί..
φιλίες αγνές..δεμένες..χαραγμένες..
 σκοινί ζωής..πατώντας το 
το χώμα της πατρίδας που με βύζαξε..  
πατρίδας που με ζύμωσε..  
πατρίδας που στα σπλάχνα της  δεμένη με κρατεί..  
παιδιά ενός αλλιώτικου Θεού.. 
οι λιλιπούτειοι οι φίλοι μου.. 
τ' αδέλφια μου..των παιδικών μου χρόνων..
Αναλογίζομαι..πισογυρνώ..
στους ίσκιους απ' τα δέντρα  που με θρέψαν..  
τη γλύκα τη ζαχαρωτή απ' τα φραγκόσυκα..  
τα τζάνερα ..τα κράνα..τις γκορτσιές..  
Μαντάτα μου 'ρχονται από μακριά..  
μηνύματα μου λένε.. 
Καλοκαιράκι νιο γεννήθηκε 
προσμένει τις λαλιές μας..
μεγάλωσαν οι φίλοι μου..μεγάλωσα κι εγώ..  
αραίωσαν και φύγανε..μίκρυνε το τοπίο μας..
αλλάξανε οι δρόμοι..
 καινούρια πρόσωπα στις γειτονιές..  
μα οι μυρουδιές ολόϊδιες..
αποτυπώματα στις πόρτες τις παλιές..
φωνές και γέλια και στριγγλιές..
η καλικούτσα ζωντανή..
να φτάσω εκείνα τα ψηλά  
νοσταλγικά με προσκαλεί..  
να ζωγραφίσω απ' την αρχή..  
τα Καλοκαίρια της ψυχής μου..

''Στης αγριοφλαμουριάς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

20 Ιουνίου 2019

''το Λερό Σου Φουστάνι''

Ιχνηλατώντας τη ζωή μου προχωρώ..
φτιασιδωμένα παραμύθια και της Χαλιμάς
αρνούμαι χίλιες - μία νύχτες να γευτώ
στο σαρκασμό των λόγων των ανίερων..
 κωφεύω ως άπιστος Θωμάς..
τα δάχτυλα ζητώ να ακουμπώ..  
επί τον τύπον πια των ύλων..  
Χρόνια ζητιάνος..αναζητητής..  
κείνον τον έναν έψαχνα να βρω..  
να μοιάζει πατριώτης..και να είναι.. 
Λόγια σοφά στο μαξιλάρι μου..
ρήσεις τρανών μα και σοφών..  
του μπάρμπα - Λια μου..του πατέρα μου  
οι κουβέντες οι πρωτογενείς..οι ακριβές..
να συλλαβίσει το Εμείς..
εχθρός να γίνει το Εσείς..  
μες στο μικρό αλωνάκι..  

Κι εσύ στη μέση πάντα..εσύ μικρέ λαέ..
καθημερνά θ' αναρωτάσαι 
ποιός κούρσεψε το όνειρο..
και το τραγούδι σου ελήστεψε.. 
στα μαρμαρένια αλώνια...
ήρθανε πειρατές..ληστές..
γεμίσαν τα λιμάνια σου
τόξα αιχμηρά και βέλη τους
μπατάραν το καράβι.. 

Κι οϊμέ τι συμφορά !!!
δεν ήρθανε από τα μακρά..
από της Καραϊβικής...
τις μακρινές τις θάλασσες
μαγευτικά που 'χουν νερά
ούτε και είχανε αρχηγό..
το θρυλικό τον Μαυρογένη..
οι πειρατές..
ήρθαν από την ίδια θάλασσα
τη μπλε που τους εγέννησε..
προσμένοντας τα λάφυρα..
δεν ονειρεύτηκαν ποτές..
κοχύλια..και κοράλλια  να γενούνε
αυτοί..''ληστές'' γεμίσαν δαίμονες 
τα στήθη τους τα άκαρδα..
η αγάπη για τη χώρα τους
χρόνια πολλά μετράνε πια..
είχε καταποθεί..
σπασμένο το κουφάρι σέπεται
στο έρημο μουράγιο
χέρι ικανό του ναυπηγού..
του πλοηγού δε 'βρέθη..
χέρι ζητώ..στη θάλασσα..
στα βάθη το κοχύλι για να ρίξει..

'' Το Λερό Σου Φουστάνι''- Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

18 Ιουνίου 2019

Καθένας Λύκος Είν' Μοναχικός..

Ωσάν το χόχλο που αναβράζει στο νερό
ο όχλος γύρω μου καπάκι να εκραγεί..
Και μη θαρρείς..
κουράστηκα και την ασχήμια να ορώ..
είναι στιγμές που θέλω ν' αφεθώ...
ν' αφήσω τα σκυλιά τ' αγαρηνά
στους λόφους ν' αλυχτούνε
σκυλιά είναι αυτά..θα κουραστούν..
κι ο λύκος από τα βουνά..
θα 'ρθει να τα τρομάξει...
μα είναι στιγμές..κάτι στιγμές..
με πιάνει το φιλότιμο..
τον κόσμο αν μπορέσω για να σώσω..
το ερώτημα εμπρός τυραννικό..
μήπως δε θέλει να σωθεί..
μήπως και είν' κατά τη γνώμη του
την ταπεινή..
σωσμένος ..ευτυχής και κερδισμένος...
στα ψίχουλα..
στο μάνα εξ ουρανού..ευελπιστών
στης ουτοπίας του τον τόπο?
Ποιός ν' απαντήσει στο κουίζ αυτό..
τη λύση στο σταυρόλεξο ποιος θα 'βρει?
Καθένας λύκος είν' μοναχικός..
και στην αγέλη που ταιριάζει κατοικάει
τις νύχτες τις μοναχικές
ξύνει..μετράει τα λάθη..τις πληγές
και την αυγή..χαμένος στις αδιάφορες..
στης κοινωνίας τις αγέλες τριγυρνάει
αναλογίζεται..ουρλιάζει και μονολογεί
''κι αν τα σκυλιά τ' αγαρηνά 
καταβροχθίσω μια βραδιά..
άλλα κουτάβια θα 'χουν γεννηθεί
ως να τρανέψουνε κι αυτά..
αγαρηνοί να γίνουν σκύλοι..''
αφήνει τους νερόμυλους ν' αλέθουνε
κι ο λύκος στο λημέρι του γυρνά.....

Καθένας Λύκος Είν' Μοναχικός - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

16 Ιουνίου 2019

''ΙΡΙΔΙΖΟΥΣΕς ΕΛΠΙΔΕς''

Της νύχτας τα φαντάσματα απειλώ
το σκότος με το φως μου ανταλλάσσω..
και....Φυσικά και ονειρεύομαι..
μα πως αλλιώς..
καθένας τρόπο βρίσκει κραταιό..στημόνι 
στης ζωής τον αργαλειό του να κρατάει.. 
Θωρώ...
στο δειλινό μιας Κυριακής..
στασίδι έπιασε νωρίς..
ροδόχροο απόψε το φεγγάρι
να σβήνουν μοιάζουνε οι μηχανές..
στου κόσμου τα καράβια..  
μα στης δικής μου της καρδιάς..
πηδάλιο εγεννήθη..
σε μιας κοχύλας το άηχο άκουσμα.. 
στη θάλασσα των νυχτολούλουδων
στου κήπου..στη δροσιά μου..
Πες μου σελήνη να χαρείς..
πόσες φορές αγαπηθήκαμε..
λίγο πριν το ξημέρωμα..
πόσες φορές το όνειρο..
ταξίδια επί χάρτου εσχεδίασε..
ταξίδια για μουράγια μακρινά..  
στ' αγκυροβόλημα..να τα γευτεί....  
Η ασχήμια επερίσσεψε..
πληθύνανε οι λύκοι τα ουρλιαχτά τους
σωτήρες γέμισε η Γης..
κι ο ποιητής αμετανόητα..  
για να με προφυλάξει..
θα μου το πει ψιθυριστά..
στην τελευταία του στροφή 

ελπίδα να μου δώσει..  
κι εγώ..
σαν μαθητούδι λες πρωτόβγαλτο..  
θα γαντζωθώ απ' τους στίχους του..  
ονειροπόλος σαν κι εμέ ..  
στους στίχους του γεννιέται η αλήθεια..
 η αλήθεια μου που ακουμπά...  
σαν τη δροσιά στην κάψα του Καλοκαιριού..  
σαν τις φλογίτσες του τζακιού.. 
στο παγωμένο χιόνι...  
τις νότες μου θα ταξιδέψει 
στις χορδές ενός βιολιού..  
δοξάρι της δικής μου της ψυχής.. 
οι γεννημένες ιριδίζουσες ελπίδες μου 
στις άκριες των δικών του των ματιών..

''ΙΡΙΔΙΖΟΥΣΕς ΕΛΠΙΔΕς''- Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,