26 Δεκεμβρίου 2019

''ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΒΑΣΩ ΜΟΥ''


Ζωγράφος : Χρήστος Μποκόρος
Ξεμάκραινες στων αστεριών
ανήμερα Χριστούγεννα
εζήλεψες τ' αστέρι της Βηθλεέμ
επέταξες ψηλά για να το φτάσεις..
Είναι στιγμές..
που ο φτωχός κονδυλοφόρος μου
μελάνι δε βουτά γιατί στεγνώνει
ο νους δε βρίσκει λόγια αντάξια και τρυφερά
τα συναισθήματα 
απάνω στο χαρτί να ζωγραφίσει..
φωνές που μας κατοίκησαν..
φωνές που γράψαν στο βινύλλιο της ψυχής ..
τι άδικο να σιωπούν
τι κρίμα να βουβαίνουν..
πόσο μικρή μου φαίνεται η ζωή
τι γρήγορα τα χρόνια που περνάνε..
ήμασταν νιες που συναπαντηθήκαμε
ήσουνα Βάσω μου δασκάλα όλο φως
και φίλη αληθινή..
φλογίτσα που έσβησε νωρίς
μα τον αγώνα τον καλόν εδικαιώθης..
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΦΙΛΗ ΜΟΥ !!!

(Να πας τα χαιρετίσματα στο Βασίλη και στο Γιώργο) 
η φίλη σου Σοφία.................
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


''ΧΟΡΟς ΖΩΗς ΛΟΓΙΕΤΑΙ''


Στις χαραμάδες του φωτός
λιάζω το παραμύθι μου
στους καλαμιώνες χτίζω το τσαρδάκι μου
στον ήλιο το στεγνώνω..
Κυλάει ανελέητα
ο λιγοστός μας χρόνος..
τα όνειρα είναι ακριβά
τις νύχτες μου στοιχειώνουν
λιποταχτώ τα βράδια μου
τους φράχτες μου γκρεμίζω
στήνω χορό..ακροβατώ
ανάσες της ζωής ρουφώ..
της χαραυγής ελπίδες να προκάνω..
Άφρονες οι υποθηκεύσαντες
του χρόνου οι πλειοδότες
στη λίστα της απογραφής
τα ημερολόγια αθετούν
σαν αστραπή..στις μακρινές βροντές
μας παραδίδουν στο λυκόφως
στα περιθώρια των σελίδων μου
αποτυπώματα διαμπερή
τα χρόνια τα χαμένα..
στο κέντρο μου το εκρεμμές
πάλλεται στα σημάδια σου
χορός ζωής λογιέται.......


''ΧΟΡΟς ΖΩΗς ΛΟΓΙΕΤΑΙ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,




24 Δεκεμβρίου 2019

''Στις μελιχρές του Δεκεμβριού λιακάδες''''.



Σεμνοί σταθμοί οι στάσεις μου..

στις μελιχρές του Δεκεμβριού..
τις λιγοστές λιακάδες..
κάθομαι αντίκρυ τους απολογητικά
βουτώ μαβί μελάνι στον κονδυλοφόρο μου..
μέρες γλυκές..μέρες μου βότσαλα
γλιστρώντας στο νερό..αθροίζοντας
σκορπώ στου τετραδίου τις αράδες μου
μη και της λησμοσύνης χαριστώ..
καθώς για νιο Δεκέμβρη  
θε να στήσω το καρτέρι..
Απολογισμοί και αποχαιρετισμοί ενός 
που πάλιωσε στα γρήγορα..
χρόνου που εγκλωβίσαμε..
προσδοκιών που χάθηκαν 
φιλοδοξίες που δεν πιάστηκαν..
φιλίες που προδόθηκαν.. 
φιλίες που είναι εκεί ομπρέλα λες..
όταν στους ώμους ψιχαλίζει..
αγάπες που δεν καταχτήθηκαν..
και μείνανε μετέωρες στο άγονο
στο χέρσο το χωράφι της ψυχής μας....
Σαν μουσαφίρης βιαστικός
η ελπίδα μας ..στου χρόνου τις αιώρες...
πότε ψηλά να τραμπαλίζεται το όνειρο
κι άλλες λυγίζοντας..
στις ξεχασμένες ράγιες 
των σταθμών μας να μας βγάζει......

''Στις μελιχρές του Δεκεμβριού λιακάδες'' 
- Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

21 Δεκεμβρίου 2019

''Ένα Καπέλο σε μια κάμαρα Τρανή''


Στ' αρχοντικό μας εχαμήλωσαν τα φώτα..
φωτοσκιάσεις μοναχά μες απ' τις γρίλιες
πέφτουνε αχνά..σ' όσα αφημένα στη γωνιά εσένανε θυμίζουν..
ένα καπέλο σε μια κάμαρα τρανή
πως να γεμίσει το κενό μου? 
Όταν σε συλλογίζομαι
αναμεσίς στο χάσμα τ' ανυπότακτο του νου
εκείνο το σκοτείνιασμα
που ο θάνατος εσκόρπισε
φυτρώνει σαν σαράκι και με τρώει..
μα ως η ζωή ακμαίνουσα..ασίγαστη
υπερτερεί του θάνατου
δεν ψεύδομαι εις εαυτόν..
δεν ψεύδομαι σ' εσέ...
δακρυροούσα κι αν στην αποφράδα σου.. 
δηλώνω ανεπιφύλακτα παρούσα..
χαϊδεύω την κορδέλλα απ' το καπέλο σου
ξεντύνομαι τη θλίψη μου
σηκώνω το κεφάλι..προχωρώ αγέρωχα
τα συναισθήματα ανάμεικτα
μα η ιστορία αγάπη μου
εγράφονταν και γράφεται
από ζεστές ανάσες..
σύμμαχος ανελέητη..της ζωής η εμορφάδα 
ζω..γεύομαι ακόμα και είμαι εδώ....

''ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΜΑΡΗ ΤΡΑΝΗ'' 
 Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

11 Δεκεμβρίου 2019

''ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΑ''''


Έμφορτη η ψυχή..πηγάδι ξεχασμένο π' ανασύρει..

κι ο κόσμος των αιώνια απελπισμένων ελλοχεύει
εντός μου επιστρέφει απ' την αρχή..καραδοκεί...
τα πλήκτρα της ψυχής μου καταγράφουν..ζωντανεύουν...
αληθινά σενάρια..κρυμμένα στα λευκώματα της νιότης μου
ζητούν ανάλυση..χρησμούς ευσπλαχνικούς..
ως άλλοι του Μαντείου υποφήτες...
Και ο Στράτος..
εντολοδόχος μέσα μου θαρρείς..καλεί σε μία δεύτερη ανάγνωση ζωής..
δικαίωση..αναπαμό..χοές στις λέξεις μου τα βράδια αποζητεί. 

ΑΦΗΓΗΣΗ:
 
Περπατούσε σκυφτός..παγωμένος..με βήμα αργό..είχαν αποκάμει τα πόδια καθώς κι η ψυχή..με τα χέρια στις τσέπες χωμένα βαθειά. Ζεσταμένος είχε βγει απ' του καφενείου του μικρού του χωριού..που στη μέση η ξυλόσομπα ζέσταινε όλη τη σάλα.. Λιγοστά..καπνιστά μεζεδάκια επάνω εκεί..στη γωνιά του παλιού σιδερένιου ταβλά..κι οι ανθρώποι κι αυτοί λιγοστοί..
 
Μαζεμένοι στις εστίες τους κάθε βράδυ νωρίς..να προσμένουνε όλοι μαζί.. συνηθίζονταν πάντα και κάθε χρονιά..για τη Γέννηση να 'ναι προσδοκούντες εκεί..να στολίζουν..να παραμονεύουν να 'ρθει..να μπει..μες στο σπίτι το βρέφος το νέο..και μαζί του να φέρει ..να κρατά..το χαμόγελο που είχε απ' τον κόσμο σβηστεί..τη συμπόνια που τριγύρω εχάθη.. Την προσμέναν με κρυμμένη βαθιά τη χαρά.. στα ροδουλά απ' το κρύο τα μάγουλα αυτού του μωρού..την ευσπλαχνία ...την αγάπη..την αγκαλιά να τη νιώσουν ξανά..

Περπατούσε..και κρύωνε..λες και είχε κακιώσει ο καιρός..η βροχή και το χιόνι στροβιλίζονταν γύρω απ' το  τριμμένο απ' τους χρόνους παλτό..είχε βήμα ταχύ..στις καπνοδόχους ο καπνός σκορπούσε βαρειά μυρωδιά θλίψης έμοιαζε ετούτη η καπνιά στον δικό του αγέρα..Μα ένα φως.. εφωτίσθη το πρόσωπο με μιας ξαφνικά και τα μάτια σηκώνει ψηλά.Ξαστεριά..ο ουρανός..γεμάτος αστέρια..Τα ελιμπίσθηκε εκείνος ευθύς..δεν του άρεσε η κάμαρα που σε λίγο μια λάμπα μονάχα θα φώτιζε εμπρός του..Εσταμάτησε στη μέση του δρόμου και κλείνει τα μάτια με μιας..κι ένα σάκο στα χέρια κρατεί.. Θα χωρέσει ο σάκος αστέρια πολλά..θα γεμίσει με γρήγορη μάξωξη απ' το χέρι  που δε σταματά..Βγάζει ευθύς απ' τη μέση τη ζώνη με μιας..Θα τον δέσει το σάκο καλά..θα τον φτάσει στην κάμαρα εκείνη..όχι απόψε δε θάναι με μια λάμπα αχνή μοναχά..Θα σκορπίσει τα αστέρια της νύχτας αυτής τα λαμπρά..Θα στολίσει ένα δέντρο μονάχα κλαρί..Δεν τον νοιάζει αν είν' έλατο..πεύκο ή δρυς..ένα δέντρο θα στήσει εκεί στη δική του γωνιά..θα σκορπίσει τα αστέρια επάνω..

Τα ελιμπίσθηκε εκείνος ευθύς..δεν του άρεσε η κάμαρα που σε λίγο μια λάμπα μονάχα θα φώτιζε εμπρός του..Εσταμάτησε στη μέση του δρόμου και κλείνει τα μάτια με μιας..κι ένα σάκο στα χέρια κρατεί..Θα χωρέσει ο σάκος αστέρια πολλά..θα γεμίσει με γρήγορη μάξωξη.. απ' το χέρι που δε σταματά..Βγάζει ευθύς απ' τη μέση τη ζώνη με μιας..Θα τον δέσει το σάκο καλά..θα τον φτάσει στην κάμαρα εκείνη..όχι απόψε δε θάναι με μια λάμπα αχνή μοναχά..Θα σκορπίσει τα αστέρια της νύχτας αυτής τα λαμπρά..Θα στολίσει ένα δέντρο μονάχα κλαρί..Δεν τον νοιάζει αν είν' έλατο..πεύκο ή δρυς..ένα δέντρο θα στήσει εκεί στη δική του γωνιά..θα σκορπίσει τα αστέρια επάνω..

Μοναχός θα καθίσει ..θα ανάψει φωτιά..λιγοστά και τα ξύλα που εμάζωξε απ' τις άκρες εκεί στα περβάζια των δρόμων..Δεν είναι ''άστεγος'' ετούτος ο άνθρωπος εδώ..μα όλοι λέν' ''άκληρος''..είν' από χρόνια..Δεν νογάω να εξηγήσω τη λέξη αυτή..Λεξικά έχω ανοίξει πολλά ..Εξηγήσεις μου δίνουν σαφείς..μα εγώ να ταυτοποιήσω αδυνατώ για άλλη μία φορά..την σπουδαία την έννοια αυτή..που σε βάζει μέσα ή έξω απ' το γίγνεσθαι γύρω..Για επιλογή κανείς για τον άνθρωπο αυτό δεν μιλά..Για ατυχία κανείς δε μιλά...Για το περιθώριο που γρήγορα κινείται κανείς δε μιλά.. 

Σάμπως ξέρουν οι πολλοί οι ανθρώποι για τη νέα τη '' γέννα'' αυτή και πολλά..? Τα Χριστούγεννα λένε έρχονται πάλι ξανά και ξανά ..και ετοιμασίες ..λαμπιόνια..χιλιάδες λαμπιόνια.. τρέχουν να αγοράσουν πολλά..να βρεθούνε στο κλίμα ..στο φως.. οι ανθρώποι..Να φυτέψουν και πάλι ..για άλλη μια φορά..την ελπίδα στην άδεια ψυχή..Κυνηγώντας ελπίδα ..χαμένοι για το φως..λησμονιά ας μην έλθει στο νου μας..Εκεί έξω..δίπλα ..και τόσο κοντά..ένας Στράτος..ένας Αλέκος..μια Χρυσάνθη..μία Νανά..περιμένουνε αστέρια χαμόγελου πάλι..Δεν κοστίζουν τα χαμόγελα καπίκια πολλά..κάτι ''κέρματα'' απλά..ευσπλαχνίας ..αγάπης ..αλληλεγύης ψυχής και καρδιάς..αληθινά..

Και ο Στράτος.. 
που οι άλλοι δηλώνουν ''άκληρος''  είναι.. του κολλούν ρετσινιά.. μαζεμένος εκεί στου φτωχικού τη γωνιά..δυο ποτήρια ρακί του είν' αρκετά..το σκοτάδι να διώξει..την σκληρή καταχνιά...
τα κοιτά μαγεμένος τα αστέρια που σκόρπισε γύρω...Γεμισμένα ποτήρια κεριά..πλημμυρίζουνε φως το δωμάτιο..Είν' το βλέμμα του ασάλευτο πια..έτσι βρήκαν παγωμένο το Στράτο το πρωί στο χωριό..με τα χέρια γεμάτα αστέρια !!!Ετοιμασίες είχε για τα αστέρια - λαμπιόνια πολλές..για μια ''γέννα'' εκαρτέραε επίσης κι αυτός.. με ένα ''σάκο αστέρια στο βλέμμα'' εκοιμήθη βαθειά..με τα φώτα στην ψυχή του από χρόνια σβηστά..είχε φέξει η μέρα..το όνειρο επληρώθη ξανά..στης Βηθλεέμ τον ουράνιο θόλο ταξιδεύει γαλήνια..στ' αστέρια..

  '' ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΑ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
Μ' ένα ''σάκο αστέρια στο βλέμμα'')
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

9 Δεκεμβρίου 2019

''ΠΑΡΑΜΕΡΙΖΟΝΤΑς ΤΟ ΑΜΠΑΛΑΖ''



Έγχρωμες μνήμες τη ζωή μου κυβερνούν
οι στάμπες της αγάπης τους.. 
υποδόρειες σφραγίδες 
δύναμη..ενσυναίσθηση ..
μια διδαχή εις τα κιτάπια μου
να δρασκελίζω την κενότητα
εις της μαγείας της αληθινής 
να στροβιλίζομαι
αγάπες βλογημένες να γυρεύω.
Ενδοχωρώντας............
μία θλίψη για τα σε με κυβερνά
δεν είναι που αφέθηκα 
στης φτώχειας της ψυχής σου τα λημέρια..ούτε που δεν μπορώ
να περπατώ στης γελοιότης και στης φτήνειας τα σαλόνια..
ασφυκτιώ..................
ωσάν το βλέμμα το κενό σου το θωρώ..
γεννιέται εντός μου η συμπόνοια..
άθελα η σκέψη μου σε κείνους λογυρνάει
που αγαπηθήκαν τελεσίδικα..μοιραία..
Αναρωτιέμαι ανεπιτυχώς
τάχατες είναι πρέπον για τον έρωτα
να ζεί..να  είναι ευτυχής
εις της Βιέννης και μονάχα τα σαλόνια?
Γιατί πικρά τ' ομολογώ
την άμαξα εφόρτωσες χρυσά
και εγκλωβίστηκες σαν του παραμυθιού το βασιλιά...
που ό,τι ακούμπαγε στήλη εγίνονταν χρυσού


στήλη άψυχη χρυσού και η αγάπη σου
θέρμης και ζέσης στερημένη..
Και μη θαρρείς πως δεν τα εκτιμώ 
και τα διαμάντια..τα φλουριά
μες στης ανέχειας τους καιρούς
τα λιγοστά καπίκια δε γεμίζουνε κοιλιές..
είναι απαραίτητα..πολύτιμα κι αυτά..
μα να...
Διαβάζω..σκέφτομαι..μονολογώ
η μάνα μου που ερωτεύτηκε αληθινά
που ο έρωτας εκειός με τον πατέρα μου
κάστρα εκατέλυσε..μπεντένια γκρεμιστήκαν
εκράτησε ζεστός μες στις ψυχές..
τη φλόγα έκαιε νυχθημερόν
στον φτωχικόν οντά..μισόν σχεδόν αιώνα..
τίποτα δεν εζήλεψε
από τα πλαστικά σαλόνια του συρμού
γιατί η φλόγα που τους έκαιγε
ήταν ορίτζιναλ..δρυός
εμύριζε του δάσους τη φρεσκάδα..
Τι να τα κάνω τα χρυσά συρίτια σας
εκείνο το φουστάνι με τα ανθάκια της
ανθούσε και τους κήπους της καρδιάς της..
Πάψε λοιπόν κόρη ανόητη να βαυκαλίζεσαι..
πάψε να παίρνεις πόζες σε βιτρίνες ακριβές
παραμερίζοντας το αμπαλάζ
ψάξε της πόρτας της αγάπης τα κλειδιά
αν θες σε έρωτες αληθινούς να σεργιανάς
βυθίσου στο αληθινό του έρωτα
το παραμύθι σίμωσε..αγκάλιασε 
τα αισθήματα τα δυνατά
λάβα ο έρωτας να καίει τα σωθικά..
η αγάπη σε χρυσή τη φυλακή δεν κατοικεί..
και άδικα σκορπιέσαι
μόνο σε πλούσιες καρδιές..
σε ακριβά ψυχής παλάτια κατοικεί..
εκεί και ενυδρεύει...

''ΠΑΡΑΜΕΡΙΖΟΝΤΑς ΤΟ ΑΜΠΑΛΑΖ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

6 Δεκεμβρίου 2019

''ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ''


Τα πλέον αναπάντεχα σενάρια μας τα διαβάζει η ίδια η ζωή
εξακοντίζει μέσα μας στοχαστικά σε ανύποπτες στιγμές
σκάβει βαθειά το μεγαλείο Του..την πεμπτουσία του Θεού...
θάβει σ' ανήλιαγες σπηλιές μας το πρωτόγονο..
μη μένουν άστεγα τα άνθια της αγάπης...
Κάθε που έρχονταν παραμονή Χριστούγεννα.. 
πάντα από νωρίς.. μόλις που εσουρούπωνε..  
τα ξύλα έβαζε στο τζάκι η μάνα..δίπλα στη φωτιά..
τα χράμια ήταν τιναγμένα και λιασμένα απ' το πρωί..  
στρωμένα μες στη σάλα τη μικρή..  
μια σύναξη αλλιώτικη επεριμέναμε..
κάθε φορά που οι ελπίδες μας μεγάλωναν..  
πως απόψε θ' αντικρύσουμε το αστέρι.. 
Το αστέρι εκρύφτηκε..το αλλιώτικο..το φωτερό..
στην κρύα του Δεκέμβρη τη βραδιά..
που επερόνιαζε τα κόκκαλα..κοκκάλιαζε τις μύτες..  
τα κάλαντα σωπάσανε..σαν έπεσε το βράδυ..
σκοτάδι έγινε πηχτό..βαθύ.. τώρα μονάχα τα αλυχτίσματα
απ' τα τσοπανόκυλα..  εσκίζαν και χαράζαν τον αγέρα.. 
 μα ο πατέρας αργούσε να επιστρέψει απ' τη δουλειά..
 εδούλευε και τις παραμονές πάντοτε ο πατέρας..

Η μάνα άναψε τις δυο τις λάμπες να φωτάει η σάλα κι ο οντάς..
  άχνιζε η σούπα η Χριστουγεννιάτικη..
τα σωθικά μας να ζεστάνει..   
Κανείς δεν το περίμενε εκείνο το μαντάτο.. 
το βράδυ τούτο το ξεχωριστό..  
που ο Χριστός γεννιόταν στις σπηλιές τις φτωχικές.. 
μα και στις πλούσιες τις σάλες κυριών..
 γεννιότανε και κατοικούσε και σε ευαίσθητες..
τις παιδικές αθώες καρδιές μας..
 ήρθε  απρόσμενα..απόψε που οι ουρανοί ανοίγανε ..
τη γέννα να μηνύσουν..  
ατύχημα το είπανε εκείνο το ''φευγιό''..έτσι απλά..
''έφυγε ''από ατύχημα μας είπανε..
 η εξαδέλφη η πονεμένη μας..
η δόλια η αγγελένια Ελενίτσα..

Ποτέ της δεν τα άκουσε τα κάλαντα..
ποτέ της δεν μας τα τραγούδησε..
ήτανε λέγανε ''δαιμονισμένη'' η μικρή..
κουνιότανε και μούγκριζε..ωσάν το άγριο θεριό..
Δεν ξέρανε και γράμματα οι θείοι μου πολλά..
 δεν εκαταλάβανε απ' την αρχή..  
πως το κοριτσάκι το όμορφο..
γεννήθηκε χωρίς λαλιά.. ούτε και άκουγε ποτές..
ήτανε μια κωφάλαλη
 θα λέγαν σήμερα με βεβαιότητα οι ειδικοί.. 

  και οι επιστήμονες..που τώρα τα κατέχουν..  
ναι..έφυγε..μια Παραμονή Χριστούγεννα..   
καθώς σεργιάνι την εβγάλανε τα αδέλφια της..
που ήρθανε απ' τα μακρινά..της ζωής τους μετανάστες..
άλλοι πολιτισμοί προχωρημένοι εκεί..
δεν κρύβανε τα διαφορετικά παιδιά..
Έτσι..να δει..και να γευτεί εικόνες γέννησης.. στη Φάτνη ..
στην πλατεία μας την επαρχιακή..που εφρόντιζε από νωρίς 
τη φάτνη ζεστασιάς για να στολίσει....
 
Μα το κοριτσάκι ξέφυγε..δεν πρόσεξε..
ίσως και να αγριεύθηκε από τον κόσμο τον πολύ.. 
τα κορναρίσματα στ' αυτιά της ήχοι άγνωροι  
και της Ελενίτσας πια το βλέμμα ασάλευτο..
στο χτύπημα της κούρσας το βαρύ..
τα χέρια της γεμάτα ''αστέρια''.. λαμπιόνια 
που μια γέννα εμηνάγανε..τα μάτια παγωμένα..
έπαψαν πια να καρτερούν..
 ν' αγγίζουνε το φως το ιλαρόν..
Ατύχημα το είπανε..κι έμεινε το χαμόγελο.. 
για μια πρώτη και ύστερη φορά..  
στα χείλη της μικρής μας..
σαν παγωμένο αποχαιρετιστήριο..  
στον κόσμο που δε πρόλαβε..
ίσως και να μην τα κατάφερνε.. 
ποτέ να τον γνωρίσει..
Πήρε μαζί της εικόνες θαλπωρής..
μιας γέννησης που δεν κατάλαβε..  
και μουσικές που δεν τις άκουσε..
της μπάντας στην πλατεία..
Κι εμείς..ζεστοί.. προστατευμένοι.. 
μες στο φτωχικό μας το ζεστό..  
παγώσαμε απ' το χιονιά..που πάγωσε με μιας
και τις αθώες παιδικές..ανυποψίαστες καρδιές μας..


Αλήθεια εσκεφτόμουνα μικρό κορίτσι εγώ:   
μήπως η γέννηση αυτή επισκίαζε το ''φευγιό'? 
μήπως και κάθε νέος ερχομός..μια γέννηση..
 δεν είναι ο νικητής στο δράκο του θανάτου? 
  και μήπως τάχατες η γέννηση δεν περπατεί..
  χέρι- χεράκι με το θάνατο στις στράτες της ζωής μας?
μα πως..βλέμματα ανταλλάχθηκαν..   
στης λάμπας μας της φτωχικής..   
το γλυκερό..το χαμηλό το φως.. πως γίνεται να σε πατούν..
έτσι απλά.. πόσο το άδικο μας έζωσε..για μια μικρή..
 που φωνές και κορναρίσματα δεν ήξερε να ακούει..
Αποκοιμήθηκα πα στο μαξιλαράκι μου στο χράμι το ζεστό..

μαζί με τις ξαδέλφες μου ..τις ''ψηλομύτες'' που το παίζανε.. 
  και μας ξεσινερίζανε που λένε στο χωριό μου..
  Κείνο το βράδυ τις αγάπησα διπλά..όχι από λύπηση..
ούτε και απ' τη θλίψη μοναχά.. μα .
.εκατάλαβα πως είναι μαγικό
 να βρίσκεσαι κοντά με τους ανθρώπους..  
όπως κι αν σκέφτονται αυτοί..και χέρι να απλώνεις..  
όταν το χιόνι απ' το παράθυρο..μπαίνει και στην καρδιά..
Είναι λυτρωτικό..μαγευτικό..το φως να διαλύει το σκοτάδι..
να ρίχνει μίσος που υπόβοσκε..βαθειά εις τον Καιάδα..

 Είναι παράξενη η ζωή..και μας τρατάρει αναπάντεχα.. 

και μας τρατάρει ανατροπές..  και μας τρατάρει θλίψεις..
καθώς η μάνα μου μας τράταρε..
ζέστανε  τις ψυχές μας.. και πήγε για το μοιρολόι του φευγιού..
παραμονή Χριστούγεννα ..
να λέει στιχάκια τα λυπητερά.. μαζί με το Ωσαννά !!!
Καθώς μαζεύαμε τα χαρτομάντιλα της θλίψης μας
εκεί..μες στα υπόγεια του νου..εφύτρωνε η συμπόνοια.
Και πριν καλά καλά αλέκτωρ να λαλήσει τρεις..
ηχήσαν οι καμπάνες στις ψυχές..γεννιόταν και απλώνονταν 
η αγάπη..η ευσπλαχνία..η ψυχοπόνοια την εγέννησε
κι η χάρη Του..
που εδιάλεξε μεσάνυχτα να γεννηθεί στη φάτνη..
Μας βρήκε αγκαλιασμένες το ξημέρωμα...
στο χράμι το ζεστό.. η αγάπη είχε τρυπώσει από παντού.. 
γεννήθηκαν καινούριες οι καρδιές μας...
Η μάγισσα της ανθρωπιάς εστάθη πάνω απ' τα κεφάλια μας
αλαφροπερπατούσα..σιωπηλή..
το άγγιξε το θαύμα της αγάπης...

Θα μείνω σιωπηλή για λίγο τούτη τη νυχτιά..
ψηλά στο σκοτεινό του ουρανού μας το στερέωμα
το βλέμμα θα καρφώσω..
θα ψάξω το αγγελούδι για να βρω..
που θα 'χει σκεπασμένη την ψυχή σου..
θα τα μετρήσω τα αστέρια μου τα λαμπερά..
κάπου εκεί θα το γνωρίσω το δικό σου..

ίσως ν' αφήσω ένα δάκρυ μου να πέσει καταγής
καθώς τα δάκρυα της συμπόνοιας μας στο διαφορετικό
γίνονται σπόροι..φύονται ζουμπούλια..μαργαρίτες...
αδικημένο κοριτσάκι μου..αμίλητη Ελενίτσα μου για σε..
που μια Παραμονή Χριστούγεννα..
έφερες την αγάπη πάλι με εκείνο το φευγιό..
αντάμα με τη θλίψη και τη Γέννηση...
τη σκόρπισες απλόχερα..στις παιδικές ψυχές μας..

Τάχατες είν' σημάδι ο θάνατος..στο εφήμερον
να λιώνουνε οι πάγοι στις ψυχές μας
για τάχα η Γέννηση σαρώνει το χιονιά
στις πονεμένες τις καρδιές...
απλώνει την ελπίδα?

 ''Ήτανε μια Παραμονή Χριστούγεννα'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
( αληθινό σενάριο της ίδιας της ζωής )

░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░░ ░ ░ ░ ░