11 Μαρτίου 2021

''βόγγων αχός στις ποταμιές..''


Έτσι ορίζαν οι Θεοί..κι αθέλητα το βλέμμα ακολουθούσε
τόσες ψυχές να πνίγονται στου κόσμου το ποτάμι
στης λασπουριάς τον πάτο να φουρκίζονται
κι εσέ σε ζύγωσε η μοίρα μια φορά.. παραπλανητικά ..
σου εκυμάτισε κατάλευκο μαντήλι
στης θάλασσας να κατεβείς..το μαγεμένο γυρογυάλι.

Μα εσύ..που τη ζωή ελαχτάραες
 σε ποταμούς  σε καταπράσινα νερά να τηνε λούζεις..
έσω ο καιρός..
βόγγων αχός  στις ποταμιές του κόσμου σε καλεί...
όρθωσες το ανάστημα κι επήδηξες στη βάρκα..
τι κι αν του ριζικού σου η βάρκα ήτανε μικρή..
στις φουσκοποταμιές αύτανδρα κι αν βουλιάει.

Στη νυχτωμένη μνήμη σου ακόμα το τρικύμισμα κωπηλατεί
και γλυκογγίζει το ποτάμι.. βαρκάρης ντύνεσαι απαρχής..
τα γλαροπούλια έρχονται απ' τις θάλασσες τις μακρινές
πάνω απ' το γαλαζόπλωρο καράβι σου πετούν
και σε ρωτούν αν εστάθης ικανός αλιευτής
αν άντεξες τον πόλεμο στις άκριες..
στου κόσμου το ποτάμι..

''βόγγων αχός στις ποταμιές.'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

7 Μαρτίου 2021

''το καφενείον έκλεισε''



 
 
Μου γράφεις έκλεισε το καφενείον και πικραίνομαι
τόπος συνάντησης ζωών 
που γλίστρησαν στου χρόνου τα σοκάκια
κι' αποσταγμένων ιδεών στα σιδερένια τραπεζάκια.
η μνήμη αχόρταγα ρουφάει καπνούς στριφτού τσιγάρου..
δυο τρεις τσιμπούκι τράβαγαν..θαρρούσανε
θα ξέφευγαν τ' αντάμωμα του χάρου.
άλλοι μιλούσαν σιγανά γι αγάπες προδομένες..
και οι δασκάλοι του χωριού εντύνανε της ένδειας τη γύμνια
Παρήγγειλα βαρύ γλυκό..φωνές βρισιές για τα πολιτικά
στρίβοντας τα μουστάκια τους..που ήσαν λερά κι αξούριστα
απ' τον κάματο για τη σοδειά..ξωμάχοι απελπισμένοι..
κι άλλοι επαίζανε ξερή επίναν και ρετσίνα..
Το μάτι μου έπεσε σε μια γωνιά που ο λύχνος ετρεμόσβηε
ένας εφόραε μια χλαίνη για παλτό που ήταν ματωμένη
ο γυιός του του την έφερε από το Τεπελένι
έπνιγε την απελπισιά..που ο πόλεμος δεν τέλειωνεν αιώνες
σ' ενα τσίπουρο μπροστά μ' ένα μεζέ ..
λίγες ελιές και μια ψητή..στη χόβολη πατάτα..

''το καφενείον έκλεισε'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

6 Μαρτίου 2021

''σαν μεσιτεύει ο Θεός ''


Ό,τι σε πείσμωσε πολύ ..τάμα εγίνηκε
βαθεία προσευχή.....
εγίνηκε το κόκκινο πανί
μες στην αρένα της ζωής..σ' έχρισε ταυρομάχο..
Σεσημασμένοι ονείρων κόφτες..άνοες
εμοίραζαν το πένθος στις ψυχές..
απ' όλα πιότερο σαν ήσουνα παιδί
το βλέμμα το θλιμμένο της μητέρας σου εκαρφώθη..
οι λέξεις ξιφολόγχες π' τρυπάγαν την καρδιά
του γείτονα τα λόγια τα βαριά..έρχονται απ' τα βάθη
 ''Θαμμένη η ελπίδα σου Σουλτάνα μου
πως σπίτι θ' αποχτήσεις..καλύβι να μη βρέχεσαι
της προσφυγιάς η ανέχεια καθημερνά θα σε συνθλίβει''..

Τούτη η φωνή η αλλαζονική παράδοξα
εγέννησε στα μέσα σου το ακαταμάχητον
πέταξες απ' τα χέρια τα καρφιά
ένα δάκρυ Του έσταξε απάνω εις τους ώμους
εκατρακύλησε στα βράχια τα ασήκωτα
είναι που πάντα μεσιτεύει ο Θεός
να σκαρφαλώνουνε στο μπόι του
όσοι πολύ επιμένουν....

''σαν μεσιτεύει ο Θεός'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

4 Μαρτίου 2021

⫷ Ανοίξεως πόθοι ⫸

 

Ήτανε βλέπεις Άνοιξη
πεισματικά το γλυκόχροον φως
θορύβους μου εγέννα....
Οι ευελπιστούσες πλάνες μου
μια πραγματεία του έρωτα εζητιάνευαν
''Ανοίξεως τους πόθους'' να γευτούνε.
Πόθοι κρυφοί ..ανομολόγητοι
 στο μεταξένιο το μαντήλι μου..
δένανε κόμπους ναυτικούς..
εσφίγγαν το λαιμό μου..
Είναι ............
που μου στρωνε το νυφικό κρεβάτι ο Απρίλης μου..
στην Άνοιξη μ' εγύρναε της νιότης μου
γλυκά με τυρρανούσε....

Σοφίας Θεοδοσιάδη  -⫷ Ανοίξεως πόθοι ⫸

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

'''καμπάνες στο μετόχι''

 
φωτο : από το διαδίκτυο

Δε σταματάγαν να χτυπούν
εις το μετόχι της ψυχής της οι καμπάνες
τα πρωινά την ένιβαν...
τη νύχτα οι απόηχοι λούζοντας  την ξυπνούσαν..
οι ήχοι των την εταξίδευαν στο υψιπετές
ανήσυχο το βλέμμα εσκαρφάλωνε
στις κορυφές του Όλυμπου..των Άλπεων..
να ψάξει να 'βρει γιάνκεες..μοναδικά εντελβάϊς
ήταν αβάσταχτη του κόσμου η ομορφιά..σαν όνειρο
λες ξάφνιασμα στης νύχτας και στου κόσμου το σκοτάδι...
ένας μονόδρομος..μια προσταγή το αχολόγημα..
σε βινύλλιο ακριβό για το σωσμό  η ψυχή να καταγράψει.

'''καμπάνες στο μετόχι'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

''αυγή του κάμπου μ' 'εθαλλες''

Πίνακας : Edward Cucuel

Θέλω να φεύγω..να επιστρέφω..να γυρνώ
στις ρεματιές..στις σκιερές..από κάτου στα πλατάνια.
μακριά μου πίσω να ξεχνώ τα μισερά..τα άσκημα
να γδύνω το κορμί απ' το φόρεμα της λοιμικής
γυμνή το πέπλο  να φορώ της ομορφιάς
στων ποδαριών τις παρυφές και στου βουνού τα χάδια.

Δωσ' μου τα φτερά σου αετέ και πάρε με στ' αψήλου
πάρε με εκεί στο ρηξικέλευθον  και δείξε μου
τις θύελλες μαζί σου στους αιθέρες ν' αψηφώ
να βλέπω από ψηλά τις ράχες και τα λιακωτά
θέλω εκεί πέρα πια να ζω με τους απλούς ανθρώπους
ν' ακούω τα βράδια το βοσκό να παίζει τη φλογέρα
κι ευθύς να στήνουνε χορό ανθρώποι..ζα..στοιχειά.. 

Πάρε με αετέ μου στο χωριό..κοπέλες όμορφες να δω
τις μέρες του πανηγυριού με χάρη πως χορεύουν.
καρδιές των νιών των αγοριών αργά πως τις μαραίνουν.
το όνειρό μου να 'ν τις νύχτες πιο γλυκό
μες στ' Απριλιού τα βράδια τα μικρά
πάνω απ' τα σύννεφα να κατοικώ..στην ανοιχτή φωλιά σου..
 
Αυγή του κάμπου μ' έθαλλες..
Ωραία που εχάραζες στου κάμπου τα λημέρια..
λογιών λογιών λαλήματα κι ο ήλιος βασιλέας.
ανάμεσα στις φυλλωσιές οι δέσμες του φωτός σου
τα μάτια εμονοπώλησαν..παγίδευσαν το βλέμμα
τρέχουν αέναα εσαεί μες στα τριφύλλια..στις καλαμποκιές
τα δάκρυα των ροζιασμένων γεωργών
τη Γης ελπιδοφόρα να ποτίζουν..
 
'' αυγή του κάμπου μ' έθαλλες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

2 Μαρτίου 2021

''είπα να μείνω σιωπηλή''

Γυναίκα με σταυρωμένα χέρια, Πάμπλο Πικάσο, 1901-1902

Είπα να μείνω σιωπηλή..μα ένα σαράκι μ' εκατέτρωγε
τη ρετσινιά εφοβήθηκα..πως θα με πουν δειλή
τη ρήση παιδιόθεν μου εμάθαιναν..''η σιωπή είναι χρυσός''
κι έρχονταν οι σοφότεροι μ' εξύπναγαν..''πως είν' συνενοχή''.

Έτσι λοιπόν ένα πρωί εκατηφόρισα στο ερημικό μου ακρογιάλι
εβούτηξα..εξέπλυνα..εψέλισσα απελθέτω απ' εμού
εκείνο το σημάδι το λερό της ρετσινιάς της ''φοβικής''
γίναν οι λέξεις μου τα όπλα μου, οι ξιφολόγχες της ψυχής μου.

Οι νοθευμένες προσμονές..τις νύχτες στο κελί μου τριγυρίζουν
με σφίγγουνε οι χειροπέδες που με φόρεσαν γραμματικοί
είναι που πολύ μ' ονείρεψαν..ελεύθερη να μένω και να πράττω
είναι που τόσα μου έταξαν..τον κόσμο μου ν' αλλάξουν.

Γι αυτό με βλέπεις να κινώ τα πρωινά..να δρασκελίζω μνήματα παλαιά
θέλω να θάψω τις ντροπές..αξίες να ξεθάψω και γραφές σοφές
στης μνημοσύνης το βωμό..σαν κόλυβα στον κόσμο να μοιράσω..
κι ας λέν οι αδιάφοροι περαστικοί πως είμαι τάχα μια τρελλή
που ψάχνω σε πυθάρια προσκυνήματα σ' αρχαίες περγαμηνές.

''είπα να μείνω σιωπηλή'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,