ασπαίρουσα της νιότης η καρδιά σε συναντούσε..
ήταν η αγάπη μας που τα 'κανε να μοιάζουνε χρωματιστά.
Ένιωθα ασφαλής..προστατευμένη
ώσπου λαβώθηκαν τα γήινα φτερά.
Νόμιζα που ο χρόνος είν' μακρύς..είν ατελεύτητος
θάνατο δε λογάριασα
η αγάπη μας μονάχα τη ζωή υποσχόταν .
Κι ύστερα πίστεψα
μάτι κακό πως έπεσε απάνω μας
βρήκε έναν τρόπο η μοίρα να καταραστεί
περασμένα μεσάνυχτα ημισέληνα
θάλλουσες μνήμες με σιμώνουν των νεκρών
στα σιωπηλά σεντόνια κατοικούνε..
δακρύων ροές..λυγμών κραυγές κατρακυλά
τώρα δεν ξέρω τι να διαλέξω απ' τα δυό
την ήττα να διαλέξω την ανθρώπινη στο μάταιον
ή την αέναη αγάπη μας που μ' έφερνε στον κήπο της Εδέμ?
⫷θάλλουσες μνήμες ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,