κόσμον εμάζευεν τις νύχτες εκλεκτόν
τόπος συνάντησις απόμαχων ταξιδευτών
των αφανών των ποιητών..των τροβαδούρων..
οίνον παλαιάς ωρίμανσης ετράταρε
ως άλλος ηνοχόος η Ροδένια
δεν πούλαε τον μούστον για κρασί..
ψητή πατάτα..ολίγας ελαίας..το μεζεδάκι πενιχρόν
τα βράδια του νοτιά τα βροχερά
στα μάτια εζωγραφίζονταν μια κάποια ευτυχία..
τα γιασεμιά..ο βασιλικός..τ' αγιόκλημα
ανάδευαν μοσχοβολιές
των χρόνων ξεχασμένες στα τραπέζια..
Ο κόσμος ήταν λιγοστός μέσα στο ταβερνείον
φωνές αισθαντικές ακούγονταν στα σιγανά
κι ήταν ετούτος των φωνών ο λυρισμός
απρόσμενα ένα μεγαλείον...
Μόνος εκεί σε μια γωνιά ο Νικολής καθόταν
εφόραε μια χλαίνη απ' το στρατό
απομεινάρι ηρωικό..δεμένο με τις θύμησες
αγκάθι στην ψυχή του..
κι αν κάποτες σε ευτελή κραιπάλη
όρισεν η μοίρα του..έκλυτον βίον να διάγει
σήμερον η ζωή άλλα του επεφύλασσεν
μέσα απ' τα φαράγγια που εδιάβηκε
ελυτρώθη η ψυχή του....
στιχάκια καρδιακά εσκάρωνε
επάνω στο πακέτο του με τα στριφτά τσιγάρα
έμοιαζαν να 'ν λυπητερά
ως η ζωή η μεστή ζωή..μα θλιβερή του.
Τραγουδιστάδες έρχονταν τα παίρνανε
αηδόνια που λαλούνε να τα κάμουν
και η Ροδένια τον ερώταε συχνά πυκνά:
γιατί έκλαιες πάλιν εψές καλέ μου..
μα εκειός λόγια πολλά δεν έλεγεν..έμενε σιωπηλός
κάθε που εσκοτείνιαζε έψαχνε την ψυχή του..
⫷ το ταβερνείον της Ροδένιας ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου