30 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ τα δέντρα πεθαίνουν σιωπηλά ⫸

Catrin Welz- Stein

Τι κι αν εσυλλαβίσαμε τις λέξεις μας
αν τραγουδήσαμε της νιότης τα μεράκια μας
κάτω απ' τα πυκνά τους τα φυλλώματα
στα πανηγύρια των δασών και των ερώτων.
Όταν πεθαίνουνε τα δέντρα σιωπηλά
κανείς δεν ομιλεί για την Γενοκτονία των
προνόμιο ανθρώπινον λογίζεται το λήμμα..
και όταν λείπουνε τα καταφύγια πουλιών
κανείς δεν ανατρέχει εις την ρίζαν του κακού..
εις το αιτιατόν....
 🌿🌿
Στης μνημοσύνης το κελάρι φυλαγμένο να κρατείς..
τα δέντρα είναι ποιήματα..
για να κουρνιάζουν τα πετούμενα της Γης
να τραγουδούν τη μουσική τους
να στέλνουνε στον ουρανό τις μελωδιές
ωσότου αγόγγυστα..αργά..απαρχής
γίνουνε λίπασμα ζωής...
ως και οι ταπεινοί νοήμονες ανθρώποι...
Κι όταν τα δάση γυμνωμένα από δέντρα σε κοιτούν
κι οι γερανοί έχουν αλλάξει ουρανό 
εσύ μονάχη σου τα δέντρα που ελαχτάρηζες
να τα φυτεύεις εις το δάσος το εντός..


⫷ τα δέντρα πεθαίνουν σιωπηλά ⫸  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


29 Σεπτεμβρίου 2021

⫷Λευκοθέα ..η λησμονημένη ⫸

 

 
 
 
 
 
 
 
 Ήταν μια νύχτα Φθινοπωρινή
ο έρωτας στα ξέφωτα εβγήκε για σεργιάνι
το μερτικό του εζήταε μαθές μες στη βροχή..
κι εκειά..χωρίς δεύτερην σκέψιν εις το νου
άνοιξε το σεντούκι της..φόρεσε το φουστάνι το λευκό
εκείνο που της έραψεν η μάνα της και το 'χε φυλαγμένο
σαν έρθει η ώρα η καλή να το φορέσει να γευτεί 
τη νυφική παστάδα..
ρόδα υακίνθους φόρεσε στα καστανά μαλλιά 
ακροπατώντας εκατέβη τα σκαλιά
χρόνους μόνη εκαρτέραε να εύρει ένα ταίρι ζηλευτό
η διψασμένη σάρκα της μαραίνονταν..
θρηνούσε ηδονές.. 
δεν πρόκαναν γυναίκες μονοστέφανες..απίκραντες
να στρώσουνε γι αυτήν γαμήλιο κρεβάτι..
η Λευκοθέα δεν λογάριαζε..δε μέτραε..
που γρήγορα ξεθώριαζαν οι Άνοιξες 
είχε μιαν ελευθερίαν εσωτερικήν
προσμένουσα το ιδανικόν
και ας την καταγράφαν όλοι στο χωριό 
πως  είν' απ' το Θεό λησμονημένη..
 
 
Οι μέρες ελιγόστευαν..το ιατρικό ραπόρτο ήταν σαφές
πως το σαράκι που εκατέτρωγε τ' αδύναμο κορμί της
δεν είχε πια αντίδοτο..δεν είχε πια σωσμό..
εβγήκε σαν αερικό μες στη νυχτιά ..
χρόνους την είχαν ξεγραμμένη..
ήπιε μια κούπα με γλυκό κρασί
η παραζάλη του έρωτα..ανέραστη κι αν ήτανε
στα ύστερα της έστειλε ακριβήν ανταμοιβή
η μέθη έφερε μπροστά της νιο τον Κωνσταντή
μες σ' ένα βαλς ερωτικό..λικνίστηκε παράφορα..
κι ύστερα προς το μέρωμα η πούλια πριν πλαγιάσει
εχάϊδεψε τους υακίνθους εις την κεφαλήν της μίαν στιγμήν
επέταξε στους ουρανούς κι εχάθη μοναχή της στο φεγγάρι..

 
⫷ Λευκοθέα ..η λησμονημένη ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

28 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ στης δύσης την αγκάλη ⫸


δειλινό εν Πάτραις - 2/4/2022

Της θάλασσας ο ήχος κλέβει την ψυχή
στα βάθη της με κατοικεί
μικρές κρυμμένες πόρτες μ' οδηγούν
μακριά απ' τους ανθρώπους
είναι ετούτη η θεϊκή στιγμή..η μαγική
που ο βυθισμός πνιγμόν δε φέρει..
μες στην μαγείαν της σιωπής 
αφήνομαι νωχελικά στης δύσης την αγκάλη
αφουγκράζομαι τον βαθυστέναχτο ωκεανό
ούτε που να θυμάμαι πια
ποιούς είδα ποιους συνάντησα
κι εμείναν πάντα ξένοι..
γαλάζιες θάλασσες νυχτήμερα ονειρεύομαι
για να ξεπλένουν μες στης πόλης την αχλή
ως άλλοι καταρράχτες την οργή μου.
την αρμονίαν της ψυχής μου αναζητώ
μα απρόσμενα κουρσάροι λεηλατούν
τις εύθραυστες ισορροπίες του πνεύματός μου..
 
⫷στης δύσης την αγκάλη⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

27 Σεπτεμβρίου 2021

⫷άραγε η άλυσος ποτές⫸


Τα βράδια αλαργινή φωνή 
κρυφά της μυστικά μου μολογάει
άραγε η άλυσος ποτές
που την θρυλούν αιώνες τώρα οι ποιητές
λύει τα..τα δεσμά φυλακισμένων?
Ή μήπως με μίαν αόρατην κλωστήν
στου χρόνου τις αιώρες να πλανάται απειλή
να φοβερίζει με πληγές
εγκαύματα γ' βαθμού
σε δέρμα σε ψυχές ελεύθερων περπατητών
αντιφρονούντων ποιητών
ελεύθερων τω πνεύματι ανθρώπων?
 
Η φωνή ετούτη νοερά
χρόνους πολλούς με κυνηγά
με παίρνει στο κατόπι
τα βράδια τα έναστρά μου τα μοναχικά
στέλνει κρυφά τις Ερινύες εις την κλίνην μου
το λόγο μου ζητούνε απαιτητικά
αν έκαμα το χρέος μου ως άνθρωπος
αν εκατέβηκα εις τα λαγούμια τους
αν στων δακρύων τις ροές εκατρακύλισα
κομματιασμένην και την άλυσον
ή ακμαία στων δακρύων τους  βρυχάται?
να τις ποτίσω με τα λόγια μου
που επλήγιασεν τα κότσια αδικημένων..
 

⫷ άραγε η άλυσος ποτές ⫸- Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

25 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ πίσω απ' το τζάμι⫸


πίνακας: Peter Lupkin
Οι δρόμοι ήσαν σκοτεινοί
οι μέρες εμικραίνανε..μεγάλωναν οι νύχτες..
έξω κανείς δεν επερπάταε..εκούρνιαζαν νωρίς αποβραδίς..
οι λιγοστοί διαβάτες..
μον' ο βοριάς π' εφύσαε
στροβίλιζ' άναρχα τ' ανεμοδούρι της ψυχής μου..
πίσω απ' το τζάμι το θολό
ένα θαμπό φεγγάρι εφώταε την κάμαρη
εφώταε την καρδιά μου..
το αχνό το φως του λυχναριού..
στον τοίχο εζωγράφιζε 
την τρυφερή μορφή σου..
σηκώθηκα και έτρεξα
να 'ρθω εκεί σιμά σου
τα δυο μου χέρια άπλωσα
κι εσύ μου χαμογέλασες..
 μου 'γνεψες να 'ρθω στην αγκαλιά σου..
η λάμπα έφεγγε αμυδρά..
στο αχνισμένο τζάμι
σου έγραψα το σ' αγαπώ
κι ενώ περίμενα να σηκωθείς
να 'ρθεις στην αγκαλιά μου
ίδρωτας μ' έλουσε κρυφός
θυμήθηκα που ήσουνα χρόνους αποθαμένος..
πίσω απ' το τζάμι η υγρασία νοτίζει την ψυχή
ρανίδες τρέχουν και γλιστρούν 
οι σκέψεις ραγισμένες
πως να ξεφύγω από την πλάνη μου
τις θυμαπάτες μου πως να τις πολεμήσω?
 
⫷ πίσω απ' το τζάμι ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

24 Σεπτεμβρίου 2021

⫷θάλλουσες μνήμες⫸

                                                                                                                                                                              

Επίστευα πως ήμουνα ευλογημένη απ' το Θεό
                       ασπαίρουσα της νιότης η καρδιά σε συναντούσε..
                    ήταν η αγάπη μας που τα 'κανε να μοιάζουνε χρωματιστά.
                                       Ένιωθα ασφαλής..προστατευμένη
                                       ώσπου λαβώθηκαν τα γήινα φτερά.
                       Νόμιζα που ο χρόνος είν' μακρύς..είν ατελεύτητος
                                         θάνατο δε λογάριασα
                               η αγάπη μας μονάχα τη ζωή υποσχόταν .
                                          Κι ύστερα πίστεψα
                                  μάτι κακό πως έπεσε απάνω μας
                         βρήκε έναν τρόπο η μοίρα να καταραστεί
                          περασμένα μεσάνυχτα ημισέληνα
                      θάλλουσες μνήμες με σιμώνουν των νεκρών
                             στα σιωπηλά σεντόνια κατοικούνε.. 
                        δακρύων ροές..λυγμών κραυγές κατρακυλά
                             τώρα δεν ξέρω τι να διαλέξω απ' τα δυό
                     την ήττα να διαλέξω την ανθρώπινη στο μάταιον
              ή την αέναη αγάπη μας που μ' έφερνε στον κήπο της Εδέμ?

        ⫷θάλλουσες μνήμες ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
         ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,  
         

23 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ το ταβερνείον της Ροδένιας ⫸



Το ταβερνείον της Ροδένιας 
κόσμον εμάζευεν τις νύχτες εκλεκτόν
τόπος συνάντησις απόμαχων ταξιδευτών
των αφανών των ποιητών..των τροβαδούρων..
οίνον παλαιάς ωρίμανσης ετράταρε
ως άλλος ηνοχόος η Ροδένια
δεν πούλαε τον μούστον για κρασί..
ψητή πατάτα..ολίγας ελαίας..το μεζεδάκι πενιχρόν
τα βράδια του νοτιά τα βροχερά
στα μάτια εζωγραφίζονταν μια κάποια ευτυχία..
τα γιασεμιά..ο βασιλικός..τ' αγιόκλημα
ανάδευαν μοσχοβολιές
 των χρόνων ξεχασμένες στα τραπέζια..

Ο κόσμος ήταν λιγοστός μέσα στο ταβερνείον
φωνές αισθαντικές ακούγονταν στα σιγανά
κι ήταν ετούτος των φωνών ο λυρισμός
 απρόσμενα ένα μεγαλείον...
Μόνος εκεί σε μια γωνιά ο Νικολής καθόταν
εφόραε μια χλαίνη απ' το στρατό
απομεινάρι ηρωικό..δεμένο με τις θύμησες
αγκάθι στην ψυχή του..
κι αν κάποτες  σε ευτελή κραιπάλη
όρισεν η μοίρα του..έκλυτον βίον να διάγει
σήμερον η ζωή άλλα του επεφύλασσεν
μέσα απ' τα φαράγγια που εδιάβηκε
ελυτρώθη η ψυχή του.... 
στιχάκια καρδιακά εσκάρωνε
επάνω στο πακέτο του με τα στριφτά τσιγάρα
έμοιαζαν να 'ν λυπητερά
ως η ζωή η μεστή ζωή..μα θλιβερή του.

Τραγουδιστάδες έρχονταν τα παίρνανε
αηδόνια που λαλούνε να τα κάμουν
και η Ροδένια τον ερώταε συχνά πυκνά:
γιατί έκλαιες πάλιν εψές καλέ μου..
μα εκειός λόγια πολλά δεν έλεγεν..έμενε σιωπηλός
κάθε που εσκοτείνιαζε έψαχνε την ψυχή του..

⫷ το ταβερνείον της Ροδένιας ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,