9 Οκτωβρίου 2021

⫷ θυμάσαι μητέρα ?⫸


Στήνεις περιπολίες στα νυχτέρια μου
στις έναστρες νυχτιές μου επιστρέφεις
παιδί των οριζόντων στις αλάνες της ζωής
θαρρούσα τότες όλα είν' κατορθωτά
κι ο κόσμος μία βόλτα γνωριμίας εκστατική
τα βράδια με της λάμπας μας το φως
στο γραμμωτό τετράδιο έγραφα
της μέρας κατορθώματα μες στις χωματερές..
γρήγορα που επέρασεν ο χρόνος μας
ένα σύννεφο σε άρπαξε στο ουράνιο στερέωμα
κοιτώ τον ουρανό...
 ✨✨
ψάχνω για την υπόσχεση στα χείλη σου τα άυλα
εκείνη που ψιθύρισες
δίπλα απ' το δεντρί της πασχαλιάς του παρτεριού
κι αν τάχα έχουν μνήμη οι ψυχές
το ερώτημα τολμώ να ξεστομίσω
θυμάσαι που μ' όρμήνευες μητέρα?
πως είναι ο χρόνος γιατρευτής
στην απουσία σου εκείνο το παλιό παιδί ν' αναζητώ
να το αγαπώ..καινούριο να το κάμνω
γιατί θα είσαι εκεί με μια ζεστή αγκαλιά
το μερτικό στην αθωότης  να  σκορπάς
μ' ένα κλωνάκι πασχαλιάς 
ξανά απαρχής ν' ανθίζεις.

⫷ θυμάσαι μητέρα ?⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

4 Οκτωβρίου 2021

⫷ σκιτσάροντά σε ποιητή⫸


Σκιτσάροντά σε ποιητή

μιας αρμαθιάς κλειδιά τα λόγια σου
στις μυστικές μου εσοχές
με φλόγινα κραγιόνια κρεμασμένα.
''άστα μου έλεγες τα όνειρα..
άστα να ταξιδεύουν''..
μη τα φορτώνεις ''που'' οι πολλοί..
τα ναυαγούν σ' εμπορικά..
καράβια πειρατών λεηλατημένα..
τον πάπυρο στο κιούπι της ψυχής..
άβρεχτο..φύλαε στο βυθό..
ένα φωσάκι άφηνε μονάχα ανοιχτό
την παλέτα της ψυχής σου να φωτίζει''.
Έτσι αγαπώ σε ποιητή...ωσάν..
καράβια αρμενίζουνε τρικάρτατα..
εσύ με μια μονάχα σκούνα να κωπηλατείς
τα όνειρα σε τούτη να φορτώνεις..

⫷ σκιτσάροντά σε ποιητή ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

2 Οκτωβρίου 2021

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΗς ΓΚΟΓΚΑς


ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ
 
Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
 
Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν. 
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
 
Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
 
Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
 
Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
 
Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
 
Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
 
Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.

 ΔΗΜΗΤΡΗς ΓΚΟΓΚΑς

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

⫷φυτρώναν στο περβάζι εριστικά ⫸

 

Την ώρα που φυτρώναν στο περβάζι εριστικά
της χαραυγής τα ονείρατα σκληρά με περιπαίζαν
έπαιρνα  το καβαλέτο μου στο μαξιλάρι μου
να βγω σεργιάνι μες στις γειτονιές
λες και ανυποψίαστη στης προδοσίας το ουτοπικόν
καινούριες οριογραμμές..καινούρια σύνορα χαράζοντας
στον ξεβαμμένο τοίχο της ψυχής
καινούριο έστηνα κάδρο.. 
τα δέντρα ακίνητα θροϊζουνε σκιες
της μνήμης ξεφλουδίζουν τις σκουριές
το αεράκι το νυχτερινόν 
διανυκτερεύοντα φύλλα της καρδιάς
γλυκά στην καμαρούλα επιστρέφει
δροσάτα πάλι απαρχής
 τα απέλπιδα ονείρατα της νιότης
με ξεγελούν..παραπλανούν όσο κρατεί
κι όντας ετούτο το σεργιάνι το μοναχικό
τις φλέβες μου παγώνει της ψυχής
έρχονται ελπιδοφόρες κείνες οι παλιές φωνές
κρατούν τα παγωμένα ακροδάχτυλα
χρώματα βάφει το πινέλο απαρχής
το κάδρο μου να μοιάζει ουράνιο τόξο.
 
⫷ φυτρώναν στο περβάζι εριστικά⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,..................

30 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ τα δέντρα πεθαίνουν σιωπηλά ⫸

Catrin Welz- Stein

Τι κι αν εσυλλαβίσαμε τις λέξεις μας
αν τραγουδήσαμε της νιότης τα μεράκια μας
κάτω απ' τα πυκνά τους τα φυλλώματα
στα πανηγύρια των δασών και των ερώτων.
Όταν πεθαίνουνε τα δέντρα σιωπηλά
κανείς δεν ομιλεί για την Γενοκτονία των
προνόμιο ανθρώπινον λογίζεται το λήμμα..
και όταν λείπουνε τα καταφύγια πουλιών
κανείς δεν ανατρέχει εις την ρίζαν του κακού..
εις το αιτιατόν....
 🌿🌿
Στης μνημοσύνης το κελάρι φυλαγμένο να κρατείς..
τα δέντρα είναι ποιήματα..
για να κουρνιάζουν τα πετούμενα της Γης
να τραγουδούν τη μουσική τους
να στέλνουνε στον ουρανό τις μελωδιές
ωσότου αγόγγυστα..αργά..απαρχής
γίνουνε λίπασμα ζωής...
ως και οι ταπεινοί νοήμονες ανθρώποι...
Κι όταν τα δάση γυμνωμένα από δέντρα σε κοιτούν
κι οι γερανοί έχουν αλλάξει ουρανό 
εσύ μονάχη σου τα δέντρα που ελαχτάρηζες
να τα φυτεύεις εις το δάσος το εντός..


⫷ τα δέντρα πεθαίνουν σιωπηλά ⫸  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


29 Σεπτεμβρίου 2021

⫷Λευκοθέα ..η λησμονημένη ⫸

 

 
 
 
 
 
 
 
 Ήταν μια νύχτα Φθινοπωρινή
ο έρωτας στα ξέφωτα εβγήκε για σεργιάνι
το μερτικό του εζήταε μαθές μες στη βροχή..
κι εκειά..χωρίς δεύτερην σκέψιν εις το νου
άνοιξε το σεντούκι της..φόρεσε το φουστάνι το λευκό
εκείνο που της έραψεν η μάνα της και το 'χε φυλαγμένο
σαν έρθει η ώρα η καλή να το φορέσει να γευτεί 
τη νυφική παστάδα..
ρόδα υακίνθους φόρεσε στα καστανά μαλλιά 
ακροπατώντας εκατέβη τα σκαλιά
χρόνους μόνη εκαρτέραε να εύρει ένα ταίρι ζηλευτό
η διψασμένη σάρκα της μαραίνονταν..
θρηνούσε ηδονές.. 
δεν πρόκαναν γυναίκες μονοστέφανες..απίκραντες
να στρώσουνε γι αυτήν γαμήλιο κρεβάτι..
η Λευκοθέα δεν λογάριαζε..δε μέτραε..
που γρήγορα ξεθώριαζαν οι Άνοιξες 
είχε μιαν ελευθερίαν εσωτερικήν
προσμένουσα το ιδανικόν
και ας την καταγράφαν όλοι στο χωριό 
πως  είν' απ' το Θεό λησμονημένη..
 
 
Οι μέρες ελιγόστευαν..το ιατρικό ραπόρτο ήταν σαφές
πως το σαράκι που εκατέτρωγε τ' αδύναμο κορμί της
δεν είχε πια αντίδοτο..δεν είχε πια σωσμό..
εβγήκε σαν αερικό μες στη νυχτιά ..
χρόνους την είχαν ξεγραμμένη..
ήπιε μια κούπα με γλυκό κρασί
η παραζάλη του έρωτα..ανέραστη κι αν ήτανε
στα ύστερα της έστειλε ακριβήν ανταμοιβή
η μέθη έφερε μπροστά της νιο τον Κωνσταντή
μες σ' ένα βαλς ερωτικό..λικνίστηκε παράφορα..
κι ύστερα προς το μέρωμα η πούλια πριν πλαγιάσει
εχάϊδεψε τους υακίνθους εις την κεφαλήν της μίαν στιγμήν
επέταξε στους ουρανούς κι εχάθη μοναχή της στο φεγγάρι..

 
⫷ Λευκοθέα ..η λησμονημένη ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

28 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ στης δύσης την αγκάλη ⫸


δειλινό εν Πάτραις - 2/4/2022

Της θάλασσας ο ήχος κλέβει την ψυχή
στα βάθη της με κατοικεί
μικρές κρυμμένες πόρτες μ' οδηγούν
μακριά απ' τους ανθρώπους
είναι ετούτη η θεϊκή στιγμή..η μαγική
που ο βυθισμός πνιγμόν δε φέρει..
μες στην μαγείαν της σιωπής 
αφήνομαι νωχελικά στης δύσης την αγκάλη
αφουγκράζομαι τον βαθυστέναχτο ωκεανό
ούτε που να θυμάμαι πια
ποιούς είδα ποιους συνάντησα
κι εμείναν πάντα ξένοι..
γαλάζιες θάλασσες νυχτήμερα ονειρεύομαι
για να ξεπλένουν μες στης πόλης την αχλή
ως άλλοι καταρράχτες την οργή μου.
την αρμονίαν της ψυχής μου αναζητώ
μα απρόσμενα κουρσάροι λεηλατούν
τις εύθραυστες ισορροπίες του πνεύματός μου..
 
⫷στης δύσης την αγκάλη⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,