ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ
Είχα ένα
φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι
στιγμή που έμαθα
για
ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν
άρρωστος, του είχαν πει, μου το έφτασαν
και σε μένα.
Ήταν
άρρωστος είχε πει,
προσπαθώντας
να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν
σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια
το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι
εξάλλου μεγάλωσε.
Με το
εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ
αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
Ήταν καλό
παιδί.
Πριν
αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο
Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει
το παιδί καλά»
Ο
Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με
βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο
γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο
μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα
και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο
θεός»
Ο ιερέας
δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός
αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι
αυτούς που έπαψε να τον αγαπούν.
Ο ιερέας
δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια
μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε
και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια
δεν ξέρει κανείς και δεν ακούστηκε κάτι
τέτοιο.
Δυνατός
άνδρας.
Είχε και
τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
Μια
Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε
χιονίσει.
Είχε
ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να
περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα
τον πατούσε.
Είχε
κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο
περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν
πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε
τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
Μετά από
χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός
ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια
κατάντια.
Αυτός
πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον
συνάντησα.
Στης γης
τα Ερημονήσια.
Παρέα με
άλλα πουλιά.
Κάθε που
πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που
φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
Και
καθάριζε το ερημονήσι.
Και
ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να
αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
Στα χέρια
του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
Στη μάνα
του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας
κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα
αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο
φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους στίχους.
Να μη με
βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε
πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
Εκείνος ο
φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε
βαθύτερα στο σώμα του
κι
αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους και της
καρδιά του.
Όταν
ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν
κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε. ΔΗΜΗΤΡΗς ΓΚΟΓΚΑς
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,