Οι ώρες ήσαν πελιδνές
εις το καθένα σύθαμπο σαν έδυεν το κάλλος
οι προσδοκίες του θαύματος
στοιχειώναν τα όνειρά της!
Περπάταε ξυπόλητη..
στα υγρά περβόλια της φυγής
τις ξεχασμένες έγλειφε..έτσουζε η αλμύρα
τις παλιές της τις πληγές
μα αυτή τον έψαχνε ανέλπιδα
το ευκταίον δυνατότερον
της απουσίας του..
εξέπλενε η θάλασσα της λήθης τις πληγές.
Εκοίταξε το πέλαο..
ζόφος βαθύς έρχονταν απ' τα κύματα
μα επαίρναγαν βαπόρια από μακριά
είδε πουλιά πετάμενα
εβγάζανε φωνές....
και τότες εθυμήθηκε
ήρθε στα συγκαλά της
οι επιθυμίες της οι ύστερες
βρεμμένες ανεπίδοτες επιστολές
στου χρόνου το δισάκι..
δεν ήταν η ζωή της ζοφερή
υπήρχε μια ευδιάκριτη γραμμή
γραμμή των οριζόντων για το αέναο ταξίδι..
η ιστορία των χρόνων της
εζήταε τρυφερή καταγραφή...
και όντας ὧραι ζοφεραί εσίμωναν
στο σκοτεινό κατώι της ψυχής
σαν ξέφτια θλίψης όντας κρέμονταν οι σκέψεις
ένας βαθύς αντίλαλος την εξύπναε ζωής
το αρχέγονον του Σύμπαντος το φως την εγοήτευε
στα μέσα της εφώταε υπομονετικά.
ο λύχνος του Αλαδίνου.
⫷ στο σύθαμπο σαν έδυεν το κάλλος⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,