γιατί τους ίσκιους και τους γρίφους κυνηγούσα.
Αράδιαζα με τις βελόνες του καπνού..αναμεσίς από τα φύλλα
τα ονείρατα αράδιαζα..ήμουν ένα μικρό αχνούδιαγο παιδί
τι επερίμενες μες στην ανέχεια να κάμω?
Οι άγγελοι ήσαν οι κρυψώνες μου..δραπέτευα..κομίζαν το καλό
κι οι μοίρες παραφύλαγαν..σκορπάγανε το μάταιο
μοιράζαν το απρόσμενο..φορές και το κακό.
Πάντα για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας τον άνθρωπο εκατηγόρησα
ποτές μου το Θεό..
γιατί ο Θεός εχάρισε στον άνθρωπο την ελεύθερη τη βούληση
κι αυτός την καταχράστηκε..έγειρε επιρρεπής προς το κακό.
Γι αυτό σου λέγω σιγανά..μ' ορμήνευεν η μάνα μου
οι άγγελοι μου έλεγε στη γης δεν κατεβαίνουν
μα εγώ εσυνάντησα στις στράτες μου
ανθρώπους με λευκά φτερά που μοιάζαν των αγγέλων
στάμπα τους έκαμα ανεξίτηλη πα στης ψυχής μου τ' αγκωνάρι..
έλα λοιπόν να τρέξουμε στα βράχια στις ακρογιαλιές
ίσως σε κείνες τις ψηλές βουνοκορφές να τριγυρίζουν οι αγγέλοι
εκεί που εγευτήκαν αγρανάπαυση οι ψυχές
σπόροι γινήκανε βαθείς..κι εμέστωσαν ως στάχυα..
⫷ ανεμοδαρμένο αγκωνάρι ⫸ - Δοκίμιον Λυρικόν
Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,