16 Νοεμβρίου 2020

''ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες''

φωτο : από το διαδίκτυο
Χούντες..μαστίγια..φάλαγγες..πείνες..ξορίες εφυτρώνανε
στις άκρες απ' τους ποταμούς..εις τα λιβάδια όλου του κόσμου
μα στο μικρό ρυάκι της μονάχα παπαρούνες εφυτρώναν..
είχε ξεκόψει απ' τον κάμπο τους απ' τα μικράτα της
σ' ένα μικρό της καπνοχώραφο εκάθονταν στις αυλακιές
ένα τραγούδι έρχονταν από τα γάργαρα νερά
ηχούσε στα αυτιά της..ένα τραγούδι αλλόκοτο
στα χρόνια της..χιλιοτραγουδισμένο
εμίλαε για το δίκαιο..εκείνο του εργάτη
εμίλαε για τη φαμίλια της..που με ίδρωτα εκουβάλαε
στ' αμπάρια της τον επιούσιον τον άρτον..
εμίλαε και για τη λευτεριά..εμίλαε για τα παιδιά της
ν' ανέβαιναν τη σκάλα με τις γνώσεις τους εις τα σχολειά
να φτάνανε στο μπόι του ανθρώπου..
μα επαραφύλαγαν..καρτέρι είχαν στήσει στ' ανοιχτά
ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες
στου χρόνου τις καταπακτές η αλλοτρίωση
επροσκυνήσανε εις τα κρυφά..οβίτσια κι αξιώματα
γκρεμίσαν τα συνθήματα απ' τις ταράτσες των σπιτιών
για ίδιον όφελος για εαυτόν
που οι ίδιοι διαλαλούσανε..για Ψωμί..Παιδεία Ελευθερία..
Τώρα μονάχη  ετριγυρνούσε με τ' ανάκατα μαλλιά.. 
γκριζάραν από τότες κι οι κροτάφοι... 
 ασάλευτο το βλέμμα της..τρύπωνε στους δαφνώνες.. 
 λίγα κλαριά..λίγα κλωνάρια δάφνης και ελιάς.. του στεφανώματος.. 
 επεριμάζωνε..τις κόμες των αντρειωμένων να στολίσει.. 
κι ένα κερί..κι ένα κερί..να σιγοκαίει στης μνημοσύνης..μη στερέψει..
θυμάται ήταν Νοέμβρη 17 ..ένα γαρύφαλλο εκράταε
της κατακόκκινης να μοιάζει παπαρούνας της ψυχής της..
 
''ανερυθρίαστοι..συστημικοί εργάτες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
ανερυθρίαστοι = αυτοί που δεν κοκκινίζουν από την ντροπή τους

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

15 Νοεμβρίου 2020

''βόλτα πρωινή - μετακίνηση 6''








Είναι οι μέρες έγκλειστες..
μα οι Κυριακάτικες προθέσεις μου τις αλυσίδες σπάνε στα κελιά..ασφυχτιούσες οι μεταβάσεις μου.. απολογητικές..έχουνε κι αριθμό..
Και ξαφνικά αλλάζει οπτική γωνία η ματιά
μια βόλτα πρωινή μπροστά απ' τα βράχια τα παλιά
στης γειτονιάς μου της μικρής
πατώντας στα ριζά στους πρόποδες του Υμηττού
ο νους μερεύει..αρνεύεται γλυκά η ψυχή
πολλαπλασιάζεται το ελάχιστον..γεννιέται το πολύ
άλλης ερμηνείας χρήζει το λήμμα πλούτος στα εντός
της ευτυχίας το κυνήγι ανατρέπει την παλιά διαδρομή
μια τρικυμία αισθήσεων την πλημμυρίζει την ψυχή
και ξαφνικά κάμερα αόρατη η ματιά..κλικ
ναι..είμαστε πλούσιοι γιατί είμαστε ορθοί
περνάμε μέσα από την ομορφιά
είναι τα κάγκελα  αόρατα κι αυτά
ο νους στα βράχια ακροβατεί..
στις εκδρομούλες της ψυχής
το φως  στέλνει  μηνύματα
είναι που θέλει κάτι να μας πει...
Είναι όμορφες οι γειτονιές σαν ντύνονται
τα χρώματα από του Φθινοπώρου την παλέτα
που εγκυμονεί μιαν ανανέωση
της προσμονής τις Άνοιξες ν' ανθίσει ..
 
''βόλτα πρωινή - μετακίνηση 6'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

13 Νοεμβρίου 2020

«ράγες της θύμησης»

φωτο : από το διαδίκτυο
Στον στέρφο τόπο που οι απαγορεύσεις συνωστίζονται
 
φουρκίζουνε καθώς και την ψυχή μου 
 επιθυμία μου διακαής..
ένα τρένο να ναυλώσω στα κρυφά 
ν' αποδράσω από τη στενή την ατραπό
το σκοτεινό της εποχής..το τούνελ να φωτίσω
μα εσταματήσαν τα σφυρίγματα..
θαρρείς τα τρένα δεν περνούνε πια απ' τις γειτονιές
σαπίσαν κι οι τραβέρσες στους σταθμούς
τις ράγες δεν κρατούνε..
κουφάρια κείτονται βαγόνια ερημικά
σκιες πλανώνται στα εντός ωσάν αιθέρας.
Παλιομοδίτισσα και αθεράπευτα ρομαντική
ακόμα στο απόμακρον πλανιέμαι
στο σφύριγμα που έσκιζε την κραυγαλέα σιωπή
στης βάλτας του χωριού μου τα λημέρια..
Ξυπόλητη έτρεχα μαζί με τα άλλα τα παιδιά
εκεί που έσμιγαν οι ποταμοί και είχανε γεφύρια
στις ράγες επερπάταγα..εν αγνοία του κινδύνου μου
χωρίς μπαγκάζια και προορισμό..
να χαιρετήσω από μακριά
ανθρώπους μέσα απ' τις κουκέτες τους
το νήμα της ζωής μου να κρατώ σφιχτά
κουνώντας το μαντήλι..να κοινωνώ τις σκέψεις μου
να ταξιδεύουνε  στους μακρινούς σταθμούς
τα ονείρατα που εμοιάζαν στα δικά τους..
τα τρένα κι οι σταθμοί είναι να ενώνουνε
τους αποχωρισμούς δεν τους γροικώ..
εις το «φινάλε» της διαδρομής
απελπισία μου φέρνουν.
 
«ράγες της θύμησης » - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

12 Νοεμβρίου 2020

''σκαρίφημα ζωής''

φωτο : από το διαδίκτυο
Παρηγορείστε μας εσείς γλυκόλαλα πουλιά
κι εσείς κελαηδιστάδες..
ζωή και θάνατος αντάμα περπατούν
το κλείθρο της ζωής μας απειλούν
μα η ζωή γλυκύτερη νικάει του Θανάτου..
κι αν πολεμήσεις τις σκιες..το φως σου σαν νικήσει
αφέσου στο ονείρεμα..σ' ενα απαλό του χάδι
σκαρίφημα ζωής να ιχνηλατείς
τα παραμύθια μου ν' ακούς..μηνύματα σου στέλνουν..
Κάποιοι είναι λίμνες που ονειρεύονται
και άλλοι κυνηγοί αιμοδιψείς..φυσίγγια που λαβώνουν
μα η ζωή γλυκειά και μέσα απ' το παραθύρι αν τη θωρείς
όταν τ' αστέρια τρεμοσβήνουνε στο έναστρο ταβάνι
και σαν θωρείς ένα μεγάλο νούφαρο σε λίμνη ν' αργοπλέει
και παραπέρα να χουν στήσει το χορό μικρές πυγολαμπίδες..
γι αυτό σου λέω μην αφεθείς
έλα στη λίμνη να καθήσουμε..να ονειρευτούμε αντάμα..
ετούτο το σκαρίφημα..να χει την όψη ενός μικρού παιδιού..
που το λικνίζει απαλά..κάθε μικρή σταγόνα.

 ''σκαρίφημα ζωής'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

11 Νοεμβρίου 2020

«τυφλόμυγα εθέλησε χρυσόμυγα να γίνει »

« Ήταν λέει μια φορά κι έναν καιρό..στους κάμπους πέρα στα  λιβάδια τ' ανοιχτά..μία τυφλόμυγα μικρή..που θέλησε χρυσόμυγα να γένει..Τα βράδια που εφώλιαζε στου φύλλου απάνω την καρδιά..όνειρα γένναγε ολονυχτίς και το πρωί πετώντας  χαμηλά τα κυνηγούσε..Ήταν τυφλή και δεν τα έφτανε με μιας..μα αυτή κάτω δεν το 'βαζε ..και με ακούραστα πετάγματα αδιάκοπα ξοπίσω τους..για να τα πιάσει προσπαθούσε...

Εσκάλωνε..μπερδεύονταν τα ευαίσθητα..πολλές φορές τα ποδαράκια της..πονούσε αυτή πολύ συχνά..Μα δε σταματούσε να πετά..επέταγε..επέταγε και έψαχνε.. και γύρευε σε ''χρυσόμυγα'' να μεταμορφωθεί..χρυσόμυγα να γένει..

Μια μέρα εκεί στου βράχου..κάτω στην πλαγιά..ένας νέος την πλησίασε ..την άρπαξε με μανία στην αρχή..για να την παγιδεύσει..του φάνηκε πολύ ενοχλητική..δεν του άρεσε διόλου το βουητό της..Έδεσε μια κλωστή στο ποδαράκι της και την εκάρφωσε στο χώμα..έξω από το σπίτι του μπροστά..να δει τι θα απογίνει..Βούιζε..βούιζε ασταμάτητα αυτή..έκανε κύκλους ατελείωτους γύρω από την αυλή του..ώσπου στο τέλος τα κατάφερε ..φαγώθηκε και το σχοινί και κόπηκε με μιας..και βρέθηκε ξανά μονάχη της στου κήπου τα μισά..

Κάθησε εκεί σε μια γωνιά και έκλαψε..έκλαψε που δεν έβλεπε και στα τυφλά πετούσε..Μα τα δάκρυα ήταν πολύ καυτά κι εβρέξαν τα φτερά της..Εστάθηκαν επάνω και εγυάλισαν τα μαύρα ταλαιπωρημένα της φτερά..Επόναγε πολύ..μα ξαφνικά κοίταγε γύρω της και επάνω της και είδε τα φτερά της..Τώρα της φάνηκε πως είχανε χρώματα..γυαλίζανε αλλιώτικα....χρυσίζανε και την γεμίσανε χαρά..

Εσκούπισε τα δάκρυα τα καυτά..και άλλα δάκρυα χαράς κυλήσανε στα μάτια τα κλειστά της..άξιζε έλεγε το χαμηλό μου πέταγμα..άξιζε κι αν ακόμη ήταν στα τυφλά..άξιζε και ας έχασα ..κι ας βρέθηκα με ένα κομμένο ποδαράκι..απ' την σκληρή κλωστή.. έκανα ταξίδια δεμένη στην κλωστή..μέρες και νύχτες μακρινά..εγνώρισα από ψηλά του κήπου τις γωνιές.. Εγώ που είμαι μια απλή χρυσόμυγα..που σαν  μικρή ''τυφλόμυγα'' επέταγα στα χαμηλά..τους αραδιάζω με υπερηφάνεια περισσή..την ταπεινή μα τόσο πλούσια σε εδέσματα ψυχής..την όμορφη ..μικρή καταγωγή μου.. 

Εμύρισα..αφουγκράστηκα..έβλεπα με τα μάτια της καρδιάς..γιατί ήμουνα τυφλή απ' την αρχή..καταγραφέας ευλογήθηκα της μοίρας μου να γίνω μοναχή μου..ως μία περισπούδαστη σοφή να αναγεννηθώ.Τώρα έχω..έμαθα..ταξίδεψα..επλήρωσα τοις μετρητοίς εκείνο το λογαριασμό..για τα  χρυσά φτερο- πετάγματά μου » !!!

- Κι εσένα φίλε μου  μικρέ μα και τρανέ μου  ποιητή..που την ζωή  ποιείς..να το θυμάσαι μην το λησμονάς..θα σε πονέσει η ζωή..μα πάνω απ' όλα θα σε κατατρώγει ο σορόκος της καρδιάς..γιατί σαν έχει άτι η ματιά..σαν πεθυμάς πετάγματα ψηλά..θα σε πληρώσει με φαρμάκι η ζωή..μα μην λυγοψυχάς..γιατί αν κιοτέψει η ψυχή για μια στιγμή..θε να σε τρώει το σαράκι ν' ανεβαίνεις αψηλά.

 
''τυφλόμυγα εθέλησε χρυσόμυγα να γίνει ''  - Σοφίας Θεοδοσιάδη..

( ένα παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά )

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

10 Νοεμβρίου 2020

''η ιστορία είναι δική σου''


Μετράς τα χρόνια..
τα κεριά που ''σβήσαν'' πίσω σου..
θλίβεσαι άλλοτε και άλλοτε γελάς..
μα οι χρόνοι πάνε κι έρχονται..σύνορα δε γνωρίζουν..
ο χρόνος ο πλανήτης και οι σκέψεις μας..
ελεύθερα πλανώνται στους αιθέρες..
δεσμά δεν επιδέχονται..''κουτάκια'' δεν αντέχουν..
μια συνεχής ροή και αέναη σπρώχνει τα γεγονότα..
δίνοντας άλλοτε νόημα..τσαλαπατώντας κάποτε.
Σαν είσαι νιος και ορμητικός..και ασυγκράτητος..
καταχτητής ..πολεμιστής δηλώνεις..
την παίρνεις στο κατόπι τη ζωή..την κυνηγάς..
κι ύστερα έρχονται αργά.. μα σταθερά...
της ωριμότητας ..της σύνεσης τα χρόνια..
Μεγάλωνες..
αληθινό το είδωλο τα πρωινά..
καθρέφτης της ψυχής σου εμήναγε..
ο μόνος καπετάνιος είσαι εσύ.. στο πέλαο της ζωής σου...
Άφηνε τη ζωή σου να κυλά..
αβίαστα.. ονειρευάμενος..ελπίζοντας..και τα όνειρα..
θα σε ακούσουνε και θα 'ρθουν .. 
μα κι αν σκοντάψουν για να 'ρθούν ..
σάμπως και σαν τον Οδυσσέα εσύ..
δεν έκανες το μακρινό σου το ταξίδι ?
 
''η ιστορία είναι δική σου'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

9 Νοεμβρίου 2020

«το πάντρεμα »


Χρόνους επώαζε τις θλίψεις της
εκώφευε στα ηχηρά μηνύματα της ηδονής..
νύχτες των ρόδων και..εις της Ροδένιας την αυλή
προξενητάδες έρχονταν σωρό..
να της εκλέψουν την καρδιά..να την στεφανωθούνε.. 
να μπούνε μες στην κάμαρη  που σεργιανά η ψυχή της.. 
το γάμο αρνιότανε πεισματικά.. 
δε συλλογιόταν νυφικά.. μηδέ και μεσοφόρια.. 
 «το πάντρεμα» του νου της ονειρεύονταν... 
μες στην αρένα έψαχνε να βρει.. 
το ταίρι το κρυφό της..
στεφάνι να 'ναι ο ήλιος του  να τη φωτάει..
τα βράδια τα μοναχικά.. 
τις νύχτες που θα μοιάζει της σελήνης.. 
να διεγείρει την αντίληψη του νου
να διεγείρει τις αισθήσεις..
νύχτες εμίσσευε στου φεγγαριού.. 
προσκύναγε στων αστεριών.. 
στης Βερενίκης εγονάτιζε  στην όμορφη..
τη χρυσαφένια κόμη..
το ''πάντρεμα''  
να είναι καρμικό..να αποβεί μοιραίο
όχι..........
σειρήνες δεν την κατοικούσανε..νησίδες Λωτοφάγων.. 
στην τύρβη δεν επνίγονταν 
 στης καθημερινότητας..σ' εκείνο το βαθύ..
το σκοτεινό πηγάδι .. 
ένα ταίρι έψαχνε..μοναδικό..αλλιώτικη να έχει εμορφάδα
την πεμπτουσία της ζωής στο ημίφως να ελήστευε..
να λάμπει αχνά μες στο στερέωμα.. 
στου σκοταδιού το θάμπος......
 
«το πάντρεμα » - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

7 Νοεμβρίου 2020

''Κρυπτογραφώντας''

φωτο : από το διαδίκτυο
Μαλαματένιες οι κλωστές φίλντισι το στημόνι
στον αργαλειό της σκέψης μου οι λέξεις μου
υφαίνουν ίστορίες...
και με τα ρέλια του καημού στις σαϊτιές
δυο λίμνες έχουν υφαμένες να κινώ..
εις τα νερά τους να σερφάρω
στης μιας εις της ζωής τα ταραγμένα της
μια ευφροσύνη τρεμάμενη..γαλήνη στάζοντας εντός..  
αύτανδρα με καταποντίζει εις το βυθό
και τότες είναι που..
συλλέγω τα πολύτιμα αγαθά του νου
τα συναισθήματα αγγίζω..τα φυλάσσω..
στης άγριας άλλης λίμνης του διαδίκτυου κωπηλατώ
την τετριμμένη σου μορφή μη απορούσα συναντάω
αυταπατώμαι ουδόλως πως..
φορείς το εκμαγείο της ψυχής..
δηλώνεις παρουσία εις το έρεβος
ανάγκη σου διακαής της αδειανής σου της ζωής
τη  δίψα να ποτίσεις..
να φαίνεσαι..να δείχνεσαι..να σε κοιτούν
τρανή παρηγορία σου το τίποτα
τις νύχτες σε υγραίνει...
αποστειρώνω τα οιδήματα που γύρω σου σκορπάς
ξεπλένω με το πράσινο σαπούνι τη διαφθορά
τις διαβρώσεις ξεσκουριάζω και των λογισμών
π' απλόχερα στης ελαφρότης το βωμό
σαθρώς εις τους συνδαιτημόνες σου τρατάρεις..
Πάψε να το φορείς ετούτο το φολκλόρ
τα βλέμματα να στρέφεις απ' το μαύρο σου
της ύπαρξής σου ντύνοντας τη γύμνια.
Άνθρωπε μη ψυχανεμίζεσαι..έλα στα συγκαλά σου
είν' η ζωή μας μια περπατησιά
γίνε ένα αστεράκι λαμπερό..
για το μικρό σου ουρανό..τις λίμνες να φωτίζεις
οι ετερόφωτοι αστέρες λίγο ζουν
όσο διαρκούν τ' αληθινά..αυτόφωτα αστέρια..
 
''Κρυπτογραφώντας'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

6 Νοεμβρίου 2020

''Οι ζοφερές του Νοεμβρίου ημέρες''

φωτο : από το διαδίκτυο
Στην μελιχρήν της μοναξιάς της την σπηλιάν
έξω από τα χαλάσματα αμίλητοι περνούν
ίσκιοι βουβοί..ανάλαφροι χωρίς πατημασιές
κι όσο νυχτώνει την κυκλώνουνε ..
της γνέφουν απειλητικά
τα χνάρια τους σαν ψάξει ν' ακουλθήσει
στην κόλασιν ευθύς θα οδηγηθεί..
μέρες αργόσυρτες..ημέρες συλημένες
ετρύπωσε ο φόβος στο πετσί
ετρόμαξε στ' αλήθεια η ψυχή
εκρύφθη στο καβούκι της
εκεί..απ' τ' ανήλιαγα τον κόσμο πάλι να θωρεί
μα είχε παιδιά..την κοίταξαν στα μάτια τα παιδιά
δεν άντεχαν μες στην κρυψώνα τους να ζουν
την τράβαγαν στο φως..
Στις ζοφερές του Νοεμβρίου ημέρες 
μπρος στο παραθύρι της..
ζωγράφιζε το μάτι του Θεού..
τις νύχτες σκότωνε τις αυταπάτες της
αντίδωρο δεν είχε να μοιράσει
δεν είχε το δικαίωμα να ζει σαν τρομαγμένο
ένα λιοντάρι στο κλουβί
από τη στέππα έπρεπε ταχειά να δραπετεύσει. 
Η επίγνωσις αβυσσαλέα σκληρή
πορείες χαραγμένες όλοι οι δρόμοι εξ άνωθεν
την αυταπάτη της ανέτρεπαν της εξουσίας της
ψηλαφητά οι ακοές
μέσα απ' τους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ζωής
ψιθύρους κραυγαλέους κουβαλούσαν..
αδύναμος τ' ανθρώπου ο νους
το απρόβλεπτον να ελέγξει..
 
'' Οι ζοφερές του Νοεμβρίου ημέρες '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

4 Νοεμβρίου 2020

''για ολίγα χερσοχώραφα''

φωτο : από το διαδίκτυο
Στην προδοσίαν την επαίσχυντον
στον αφανισμόν εις τον αγώνα σου τον άδικον 
για ολίγα χερσοχώραφα..λοιμοκτονών..
αντάλλαξες στης άγνοιας..την δύστυχη ψυχή σου
εταϊσες με κάρβουνο την υψικάμινον
στης ερημίας σου την περιπλάνησιν στην γην
στης Πολιτείας σου την ψευδήν υπόσχεσιν
την δουλική σου καταξίωση εγεύθης.
Περιπλανώμενος αιώνες πια μονάχος σου
χωρίς χλαμύδες πορφυρές του βασιλέα 
τις νοτισμένες των δημοκρατίες κατανοών
των λιγοστών τους καρβελίων επληρώθης....
Έσωσες κάστρα..χαμοκέλες που τις παίρναν τα νερά..
κοιμητήρια εσεβάστηκες σε χώματα αγιασμένα
τα σιδερένια έλιωσες σχοινιά
που εκράταγαν δεμένο το φεγγάρι των φτωχών
στις θάλασσες να πέφτει..
χρυσόν αντίτιμον..χρυσά βαλάντια
στον εξοφλητικόν λογαριασμόν
οι στάλες που εστάξαν  εις το μέτωπον
οι άκανθες που επλήγωσαν το νάμμα της ζωής
η πλημμυρίδα της θυσίας σου
τον θάνατόν σου αγίασε..εργάτη.....
 
''για ολίγα χερσοχώραφα'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

2 Νοεμβρίου 2020

''μυρωμένες αγάπες''

Ζωγράφος :  Λιουμπιν Πασκούλσκι

Βρύσες που στάζουνε τα μάτια μου
κρουνοί αγάπης είν' τα δάκρυα τα πικρά
ποτάμι γίνονται και παίρνουνε το δρόμο για τις θάλασσες
να τραγουδούνε τους καημούς και να τους αλατίζουν
να τις εψήνουν τις πληγές π' άνοιξε το φευγιό σου..
δεν ξέρω αν τα χρόνια μας σου φάνηκαν πολλά
μα εγώ στο μέτρημα τα βγάνω πάντα λίγα
δεν ξέρω αν πρόλαβα να σου το πω
πόσο πολύ με φόρεσε η αγάπη σου
που εκούμπωσε μεταξωτά απάνω στην ψυχή μου.
Κρυφά τις νύχτες μου για σένα τραγουδώ
γιατί τις μέρες έρχονται γλυκά και με μαλώνουν
μου λένε άλλη αγάπη για να βρω
είναι η ζωή μονάχα μια φορά και πρέπει να γλεντούμε
μα εγώ τις νύχτες στα ποτάμια τριγυρνώ
στις ρεματιές σε ψάχνω..
οι μυρωμένες οι αγάπες είν' τραγούδια μαγικά
εισβάλλουνε για πάντα στην ψυχή μας.
Κι όσες αγάπες εμπροστά μου κι αν εστάθηκαν
δε με ξελύσανε απ' τα δικά σου τα σχοινιά
είναι οι κόμποι άλυτοι ..ο γόρδιος δεσμό μας..
κι αν η ζωή όπως λεν είναι μονάχα μιά
μ' αρέσει που την έζησα μ' εσέ
γιατί εχώρεσε στο χρόνο της δύο ζωές συνάμα....
 
''μυρωμένες αγάπες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

...........................................................................................................................................................

1 Νοεμβρίου 2020

''Σοφές βραδύνσεις''


art : Quint Buchholz
Εμέστωσεν ο χρόνος σου..
βρες έναν τρόπο άλλο τη ζωή να περπατάς
βραδέως να πλανιέσαι..
γαλήνεψες στου χρόνου τις καταπακτές
σοφές βραδύνσεις εσκεμμένα σε ακολουθούν
της πεμπτουσίας σου τα βήματα καρπίζουν..
Συλλαβιστά να μελετάς τ' αρχαία ρητά
να ψάχνεις τις ορμήνειες στης ζωής τα λεξικά
επί χάρτου η αγωνία σου μη μένει
να περπατάς αργά..
να ισορροπείς στου χρόνου τις κλωστές
φανατικός θιασώτης..ζηλωτής του ''σπεύδω αργά''
τα σαλιγκάρια να οράς..να τα'χεις κατά νου όταν κινούν
τη χειμερία νάρκη προτιμούν στης ανομβρίας τον καιρό
στάλα τη στάλα πως δροσίζονται σοφά στα πρωτοβρόχια
στις ξηρασίες τις ασπίδες τους φορούν..δεν αποθνήσκουν.
Στη συνοικία σου τη μικρή όλα είναι βιαστικά..πεπιεσμένα
φυλάξου..μην παρασυρθείς
μην μπλέκεις σε στρεβλούς ανεμοδείχτες
κι αν γύρω σου στέρφοι λογιούνται
όσοι βραδέως εγχειρούσιν εις τα σιωπηλά..
μη πικραθείς..
στους αδαείς..της ενοχής των η ευγλωτία παραποιεί
παραμορφώνει της ζωής των τον καθρέφτη.
 
''Σοφές βραδύνσεις'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,