Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά,
έτσι σε μιαν ώρα,
μες σ'αυτή την χώρα
όλα αλλάξαν τώρα!
Και απο τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.
Νιοί και νιές που περπατούν
και φαιδρά με χαιρετούν,
η φαιδρότη των θα λείψη
άμα ιδούνε να προκύψη
η ιδική μου θλίψη.
Ως και τα μικρά παιδιά
που έχουν εύθυμη καρδία
κάμνουν πρόσωπο θλιμμένο
σαν με βλέπουν να διαβαίνω
τον ορφανεμένο.
Εις τον πρίνο, στην ελιά
τα γλυκόφωνα πουλιά,
που 'ναι για να κελαηδούνε,
και τον ίσκιο μου να ιδούνε
σιωπούνε.
Και ο γαλάζιος ουρανός
σαν τον βλέπω, ορφανός
όψη στρέφει·
φως τα ωραία του νέφη
δεν τα στέφει.
Και η θάλασσα η πλατιά,
δίχως μάτια, δίχως 'φτιά
όταν νιώση το αργό μου βήμα,
ησυχάζει πια το κύμα,
σαν να κλαίη: Αχ, τι κρίμα!
Στο λιβάδι το βαθύ
η φωνή μου να ακουσθή,
τα φαιδρά τα πεταλούδια
παραιτούνε τα λουλούδια,
τα τραγούδια!
Και το ρυάκι, που λαλεί
παραμύθια και π' λαλεί,
στην σκιάν μου σαν διαβαίνη,
σιωπά και μένει
και δεν κρένει.
Και το αγέρι το φαιδρό,
εις το φύλλωμα το αδρό,
σαν με νιώση,
δεν μπορεί πλέον να δώση
αρωμάδα τόση.
Μον' ο άγριος ο βοριάς
κρύος, μελανής θωριάς,
καβαλάρης πάνω στ'ατι
μου σφυρίζει στ΄αυτί κάτι
και διατάττει:
Μες στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά·
σερνώ το βαρύ μου βήμα
σ' ενα μνήμα!
Τον σταυρό τον αψηλό
αγκαλιά γλυκοφιλώ
το μυριάκρυβο ονομά της,
κι απ' τα χώματα της
η φωνή της η χρυσή
μου φωνάζει “έλα και σύ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου
και κοιμήσου!”
............................................................................................................ << μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου >>
Μια φράση μοναδική...μια φράση επαναλαμβανόμενη στα ενδόψυχα του ανθρώπου...μια φράση εξέλιξης της ανθρώπινης ψυχής ,μπροστά στα γεγονότα και τις καταστάσεις που παρουσιάζονται εμπρός του...στη διαδρομή της ζωής... Συνέβη και συμβαίνει διαρκώς στον καθένα από μας,σε πολύ δυνατές στιγμές. Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη.
Περπατάς μοναχικά...κι ας μοιάζει γύρω σου το πλήθος...χιλιάδες να υπάρχουν...τρως τα χαστούκια της ζωής...γιατί δεν μπόρεσες το μάγουλό σου να το προστατέψεις...σαν έφταιγες εσύ ο ίδιος μοναχά...φοβούμενος με το όχι σου ,καρδιές πως θα πληγώσεις... Και όχι.. δεν εφοβήθηκες ποτέ σου εσύ.. τον απολογισμό σου στο τέλεμα της μέρας να τον κάνεις...δε δείλιασες στα δάχτυλα ενός χεριού ,τους φίλους τους αληθινούς να τους καταμετρήσεις...και δεν εθλίβοσουν που αυτοί ,στα δάχτυλα ενός χεριού σου βγαίναν μετρημένοι...
΄Επεφτες και σε κοίταζαν...σε μάλωναν ...σου έλεγαν αγέρωχη να στέκεις...δεν σου ταιριάζουν , δεν δου πρέπουνε οι κλάψες και τα μοιρολόγια...ελάχιστοι κατάλαβαν και πήραν το κλειδί...την πόρτα της καρδιάς σου να ανοίξουν..μέσα να 'μπουνε εκεί γλυκά..επίσκεψη ανθρώπινης μιας ζεστασιάς...εσένα να σου κάνουν... Είναι σκληροί οι άνθρωποι...και με έναν δικό τους παράξενο...κι αλλόκοτο τον τρόπο...χαίρονται όταν πέφτεις...και τότε από μέσα τους σκληράδες ξεστομούν...όχι από αγάπη...μα για να νιώσουν οι ίδιοι πιο καλά...ανώτεροι να νιώσουν...
Κι εσύ μετράς ...μετράς...και εις το μέτρημα λιγότερους τους φίλους σου τους βρίσκεις...τους αληθινούς...αυτούς που κατάματα την αλήθεια προσπαθούν ,να σου την καταθέσουν....και της καρδιάς σου τα κλειδιά στο χέρι τους κρατούν... Πολλές φορές αρνήθηκες.. μέσα σου δεν τους άφησες να σκύψουν ,να κοιτάξουν...μα αυτοί σε αφουγκράστηκαν και έμειναν,δεν τόβαλαν στα πόδια...σε κοίταξαν.. το χέρι τους σε αγκάλιασε και ένιωσες αγάπη πως απλώσαν μέσα σου...δύναμη να την κάνεις... Και έμειναν εκεί...αυτοί οι λίγοι ,οι λιγοστοί...που φίλοι σου πραγματικοί εγίναν στη ζωή σου...
Το 'νιωσα εγώ ετούτο το συναίσθημα...ελάχιστες φορές...μα νιώθω τυχερή...και το εκράτησα...είναι η δύναμή μου...τις δροσερές τις νύχτες μες στην Άνοιξη...κι ας γύρω σου οι μέρες αρώματα και χρώματα σκορπούν...εμένα πιότερο απ' αυτά '''το άρωμα''' των φίλων μου πάντα με συγκινούσε...
Κράτα τους φίλους σου ''σφιχτά'' βρες έναν τρόπο εκεί μες στην καρδιά...γλυκά να τους χαϊδεύεις...είναι οι δικοί σου οι άνθρωποι...είναι οι άνθρωποί σου...κι ας φαίνεται οξύμωρον πως αυτοί και μοναχά είναι οι συγγενείς σου οι αληθινοί...κι όχι πολλές φορές οι ίδιοι οι αδελφοί σου... Κείμενο Σοφία - Θεοδοσιάδη. ............................................................................................................
Το μέτρημα - Νατάσσα Μποφίλιου. .............................................................................................................
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες με φωνές- την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Προπάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχτείς. Σαν έτοιμος από καιρό,σαν θαρραλέος σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την , την Αλεξάνδρεια που χάνεις. Κ.Π.Καβάφης.
( από τα ποιήματα 1897- 1933, Ίκαρος 1984 ) ...........................................................................................................
Η ''Αλεξάνδρεια'' του καθενός...
Ζωγράφος: Amanda Klark
Mια αποδοχή , δίχως αυταπάτες των γεγονότων, που συμβαίνουν στην προσωπική μας τη ζωή, είτε προέρχονται από τις δικές μας ελλειπείς επιλογές, είτε προκαλούνται από άνωθεν κινούντων τα νήματα , βοηθά στην ψύχραιμη αντιμετώπισή τους και ρεαλιστικά μας οδηγεί στη λύση και στη λύτρωση συγχρόνως. Διδακτικό το ποίημα του Καβάφη που με τη φιλοσοφική του θεωρία, μας καθίζει απέναντι στο ρεαλισμό... Η ''Αλεξάνδρεια''του καθενός, είναι η ίδια η ζωή μας, που αργά ή γρήγορα φτάνει σε κομβικό σημείο , που ιδέες και όνειρα και προσωπικότητες, γκρεμίζονται μέσα μας και καλούμαστε να ανακαλύψουμε αν αντέχουμε ρεαλιστικά και με ηρωισμό, μετά την εσωτερική μας ήττα να συνεχίσουμε ... Είναι μακρύ και δύσκολο το ''ταξίδι ''της ζωής..
Σκέψεις για το ποίημα του Καβάφη : της Σοφίας Θεοδοσιάδη ..........................................................................................................
Έτσι αναπάντεχα..κι εκεί που νόμιζες πως έχεις στρώσει τη ζωή σου , πως έμαθες αρκετά...πως περιβάλλεσαι από ανθρώπους ...που σου φαίνονται αρκετοί...πως τάχατες το μέσα σου ησύχασε...νάσου και έρχονται στη ζωή σου εμπροστά άνθρωποι ..που με την αύρα τους , μια θέση εκεί ξεχωριστή , έχουν κλέψει στην καρδιά σου.Μπαίνουν μες στην ψυχή σου χωρίς πρόγραμμα,χωρίς σχέδιο,φωλιάζουν μέσα σου και δεν βγαίνουν από κει ,ποτέ ξανά.Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που τις χορδές σου άγγιξε και μένεις πάντα με την απορία σου αυτή...
Είναι ίσως ξεχωριστοί για σένα φίλοι της καρδιάς...είναι αυτό.. που χρόνια τώρα ασυνείδητα ,που προσπαθούσες να αγγίξεις. Δεν ξέρω αν στη ζωή ελκύουμε μόνοι μας την αγάπη και την αλήθεια, ούτε και ξέρω αν μερικούς ανθρώπους τους φέρνει η ζωή στα μάτια μας μπροστά...για κάποιο λόγο ...για να '''υπηρετήσουν'''...και να γεμίσουν με τον '''ίσκιο''' τους, κενά ψυχής, που χρόνια εκείνη λαχταρούσε. Όπως κι αν η ζωή.. τους δρόμους τους παράλληλους αποφάσισε από μόνη της το ακατόρθωτο να κάνει...κόντρα στους νόμους των μαθηματικών και στις θεωρίες ...τους δρόμους να τους κάνει τεμνόμενοι να γίνουν...ένα είναι βέβαιο...πως οι θεωρίες παρακάμπτονται συχνά...και αιτία είναι η ίδια η ζωή...που ασταμάτητα και με ροή...τα δεδομένα ανατρέπει...προχωρεί...καινούργιες θεωρίες και συναισθήματα άγνωρα γεννά...αυτό είναι το απρόσμενο...αυτή είναι η εξέλιξη ...στις σχέσεις των ανθρώπων...και όλοι μα όλοι είναι χρήσιμοι στην '''ταχτοποιημένη''' μας ζωή. Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη. ............................................................................................................
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του
άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το
χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν
εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα,
μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά. Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με
χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το
στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και
με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη: -Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο
πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε
αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη.
Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια
κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε
τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία.
Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι
περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ'
απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα
μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το
μεταλλίκι μου. Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα
μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει
τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο
δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας
μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο
Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από
κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα
καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα
συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του
Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ. Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα,
γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε
σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε
φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει,
να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε
ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα
στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε
να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να
γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την
πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της. Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί
κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος.
Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και
σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε
ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες
λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα
Δημητρός». Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε
τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά
του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον
βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος
στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο
μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το
κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι
ανάλαφρος για τα χτήματα. Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός
του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να
βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα
ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε
περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς. Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το
μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που
του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ'
έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας
δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με
τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο
σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε
ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ'
έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ
ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια
μέρα είπα στη μάνα μου: —Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...
Διδώ Σωτηρίου : 12 Απριλίου 1909- 23 Σεπτέμβρη 2004.
...................................................................................................................................................................
Έτσι κι αλλιώς τα χώματα πάντα ήταν ''ματωμένα''από παλιά...και τώρα...μόνο που άλλοτε το αίμα ήταν ''πηχτό'' κι εφαίνονταν...κι άλλοτε αιμορραγούσε ύπουλα...και να το διακρίνεις δε μπορούσες...καθώς το απορρόφαγε το χώμα...και πόνος γίνονταν συχνά...και να καρποφορήσει δεν το άφηνε ...χώμα ευδόκιμο να γίνει...να θρέφει και να ευχαριστεί...όλους τους άνθρωπους της Γης... Όχι δε θέλω σήμερα το απόβραδο...να σας θυμίσω και να σας αραδιάσω γεγονότα άκρως θλιβερά...που μέσα στις σελίδες της μας εξετύλιξε η μοναδική...η αξιόλογη η Διδώ η Σωτηρίου... Πως να αντέξω να τα ξαναθυμηθώ...τα γεγονότα που θηριωδίες ''ζούγκλας'''παραθέτουν...γιατί τι άλλο θα μπορούσα να αντιπαραθέσω και να πω...καθώς στο νου μου έρχονται πως οι '''ρόγες '''από τα στήθη γυναικών...γινόταν κομπολόγι...να παίζουν οι σουλτάνοι και οι προύχοντες...της εποχής εκείνης της άγριας...της εγκληματικής...της αδυσώπητης...των διωγμών και εξαφανισμών των συνανθρώπων μας...των Έλληνων...εις την Μ.Ασία από τους Τούρκους... Πάντα τα γεγονότα με παρέπεμπαν εις τις ψυχολογίες...και στον πολιτισμό και των λαών...που δεν εβημάτισαν ούτε και ένα βήμα παραπέρα...δεν έκαναν τον άνθρωπο ...άνθρωπος να λογίζεται...παρά μονάχα ένα '''άγριο και σαρκοβόρο'''θηρίο... Αυτά σκεφτόμουν καθώς διάβαζα μικρότερη '''Τα ματωμένα Χώματα'' της Διδώς της Σωτηρίου. Έτσι σήμερα στα γεγονότα δε θα σταθώ...που λίγο ή πολύ όλοι τα διαβάσατε...μα ήθελα ανθρώπινα να πώ...πως οικογένειες '''χαλάστηκαν'''πολλές...γι αυτό και με το παραπάνω απόσπασμα... στην ανθρώπινη πλευρά της οικογένειας θέλησα να σταθώ... Σάμπως και σήμερα δεν είναι αληθές και διαχρονικό...αυτό που η Διδώ η Σωτηρίου αναφέρει στο βιβλίο της ? :
<< —Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...>>
Και ναι και το ''πατ''' υπάρχει...και το τσαλαπάτ μη σου πω...και το '''ερημών'''επίσης που λαούς ολόκληρους αφανίζει...και είναι όπως θα το δει κανείς...τι ερημώνει και τι αφήνει πίσω ο αφανισμός...
Σκέψεις (για τα Ματωμένα Χώματα) - Σοφία Θεοδοσιάδη. ..............................................................................................................
Φτιάξτε αγάπες μου το δικό σας παραμύθι...στολίστε το και μπέστε μέσα...διώχνετε λίγο -λίγο και καθημερινά το γκρίζο και το μαύρο...δύσκολο θα μου πεις...και μοιάζει ακατόρθωτο...καθώς ανοίξανε οι κάνουλες...και βρέχουνε τον κόσμο με μελάνι...λεκέδες γύρω μας δημιουργούν καθημερινά...και πως να βρεις τόσο δραστικό απορρυπαντικό...τη '''βρώμα'''απ' τις ψυχές τις μαύρες να την καθαρίσεις... Μα πάντα στη ζωή το ανέφικτο είν' αυτό που μάγευε.. στον έρωτα ...στην καθημερινότητα.. στην ίδια τη ζωή... Πόλεμος καθημερινός στα πάθη του μυαλού και της καρδιάς και των ανθρώπων...χιλιάδες χρόνια πια ο ίδιος πόλεμος..ανηλεής ...σκηρός και ψυχοφθόρος... Να επικρατήσει ο '''ισχυρός''' επάνω εις τη Γη...να επικρατήσει το αρσενικό πα στης γυναικας την ψυχή...τα σωθικά του να ξεσκίζει...σε έναν αγώνα εκ προοιμίου άνισο...αφού στο τέλος νικητές και ηττημένοι τον πόνο θα γευτούν... Το όχημα εσύ πάντα το διάλεγες μες στη δική σου τη ζωή να ταξιδέψεις...κι αν θέλεις με τον κύκνο σου...ξεκίνα μόνος σου τις λίμνες και τις θάλασσες να διασχίσεις... Το ξέρω θα μου πεις φτερά που να πετούν μακριά οι κύκνοι πως δεν έχουν...μα είναι έξυπνα και αγνά και '''λευκά'' πουλιά...και να αγαπούν λευκά...αγνά και δυνατά μπορούν... Πιάσου γερά απ' το λαιμό τους και ονειρέψου μες στη λίμνη τους και πέταξε...κάνε οδηγό τον άσπρο τους λαιμό...και γράψε απ' την αρχή το δικό σου παραμύθι...στο τέλος της ημέρας ίσως να δικαιωθείς...που για όχημά σου δεν εδιάλεξες ένα σαρκοβόρο λέοντα...μα ένα περήφανο...κατάλευκο...γαλήνιο πουλί...πουλί ψυχής...τον κύκνο της ψυχής σου...
''ο κύκνος της ψυχής μου'' - Σοφία Θεοδοσιάδη. ...........................................................................................................
Περαστικοί ..στους δρόμους τους περιφερειακούς...τους λίγο πατημένους...μοιάζουνε πάντα σιωπηλοί...μα σιωπηλοί δεν είναι... διαβάτες γρήγοροι και βιαστικοί...μέχρι το βλέμμα τους να καρφωθεί...εικόνες πάλι να γεμίσει...να αφουγκραστεί... Γύρω - τριγύρω σου μοναχικά τα λάβδανα φυτρώνουν στις πλαγιές...τα μυροβόλα άνθια τους ...τα τόσο μεταξένια...σαν της πεταλούδας τα φτερά...στέκουν εκεί ευαίσθητα...θροϊζουν ...μας μιλούνε...σιωπηλά κι αθόρυβα ...μα πάντα μας μιλούνε... Είναι και μοιάζουνε μοναχικά...επάνω στα βουνά...παράξενα αυτά πετιούνται τα μυριόβολα...σε σκέψεις παραπέμπουν.. για τη δύναμη στα βράχια πάνω να ευδοκιμούν...τη μυρωδιά τους να μην χάνουν...το λίβανο να δίνουν... που διαλέξανε οι μάγοι να προσφέρουνε..εκείνη τη βραδιά την '''ξεχωριστή'' που εγεννήθηκε στη Γη...κείνο το θείο βρέφος... Τόσο μικρά...τόσο ασήμαντα μοιάζουνε ώρες - ώρες τα φυτά...και τόση ιστορία κρύβουν μέσα τους...τόσο ταπεινά...κινούνται στο φύσημα του ανέμου...έχει ομορφιά η φύση γύρω...αν έχεις μάτια να τη δεις...άνοιξε το παράθυρο...και άνοιξε τα μάτια της ψυχής σου....μέσα να μπει η μυρωδιά...γιατί τυχαία δεν τα διάλεξαν και τούτα εδώ τα λάβδανα οι τρεις οι μάγοι...δώρο να τα φέρουν στο νεογέννητο Χριστό...κι ας μοιάζουν τόσο ταπεινά στα μάτια σου μπροστά...γεμάτα από μυρωδιές και φαρμακευτικές ιδιότητες λέγανε οι γιαγιάδες μας...γεμάτα φορτωμένα......
Έτσι καθώς εκατηφόριζα...τραγούδι αρχίνησα ψιθυριστό...μες στης Πεντέλης τα βουνά...που λάβδανα γεμάτα...άλλοτε ροζ κι άλλοτε κίτρινα...εχρωμάτιζαν τα μάτια μου...μια ζωγραφιά μου δώριζαν...την πήρα και την στόλισα...μες στης ψυχής μου τα ανοιχτά...τι..είναι αυτές οι ζωγραφιές της φύσης...που από μόνες τους εκεί και καμωμένες...είναι ασυναγώνιστες...και χέρι να τις αντιγράψει ανθρώπου δεν μπορεί... Σε σκέψεις μπήκα εκεί χαζεύοντας ...θυμούμενη έναν καθηγητή μου της Βιολογίας...που μούλεγε πως είναι χρήσιμα αυτά τα ταπεινά φυτά...γιατί συχνά επάνω τους ...άλλα παράσιτα φυτρώνουν...και ευδοκιμούν... Και τότε εθυμήθηκα ...εσυνδύασα και χαμογέλασα...πόσο η φύση προνοεί...ακόμα και για τα '''παράσιτα''' μέσα εις τη ζωή μας... Γιατί επάνω εις τα λάβδανα...ζούνε και τα παρασιτικά φυτά και ζούνε και ανθούνε...σάμπως λέω μέσα μου '''παράσιτα''' δεν είν' κι αυτοί...οι παρατρεχάμενοι...που λίγη λάμψη διεκδικούν από τον '''ήλιο'' αυτό το φωτεινό...που κάποιοι λίγοι ...σα φωτοστέφανο επάνω τους τον μεταφέρουν ? Αν δεν ξέρετε τι είν' τα λάβδανα...εγώ απλά ...όπως στα χωριά μας θα σας πω '''κουνούκλες'''.. να τα λέτε .. στα βράχια ..στους ξερότοπους...μα και στις λίμνες κάποτε φυτρώνουνε...αιώνες τώρα εκεί μονάχες τους...και χρήσιμες θαρρούν πως είναι...μέσα στην τόσο πλούσια και πολυποίκιλη χλωρίδα αυτή του τόπου μας.......... Κείμενο- Σοφία Θεοδοσιάδη. .............................................................................................................
Τα μεγάλα όνειρα που είχαμε κάποτε Ήταν κάτι πολύχρωμα μπαλόνια που μας χάριζαν Αφού υποσχόμασταν να τρώμε όλη τη σούπα μας
Δεμένα στο σπαγγάκι τα κρατούσαμε Κι εκείνα μας τραβούσαν ελαφρά το δάχτυλο Σα να επιχειρούσαν να μας πάρουνε Μαζί τους για μια πτήση στον αγέρα
Πολύχρωμα γκαζιού μπαλόνια που ’σκαγαν Κάθε φορά που συναντούσαν το μοιραίο τσιγάρο Αφήνοντας να κρέμεται στο δάχτυλό μας το σπαγγάκι Και στην άκρη του τον απαγχονισμένο τους λαιμό.
Αργύρης Χιόνης. Από την ποιητική συλλογή : ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ. ..................................................................................................................................................................
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά...
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
τα χρόνια μου είχαν ρίζες ήταν δέντρα
που τα `ντυσε με φύλλα η καρδιά
και τ’ άφησε ν’ ανθίζουν μες την πέτρα
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν δάση
οι φίλοι μου φεγγάρια ήταν νησιά
που δίψασε η καρδιά μου να τα ψάξει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ
η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας
μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή
η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει
σε όνειρα σ’ αισθήματα υγρά
το μυστικό τον κόσμο ν’ ανασάνει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ
η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας
μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή
η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας
<< Όσον αφορά εμένα , ό,τι δικό μου πέθανε ,πέθανε βυθιζόμενο θα λέγαμε, μες στην ίδια μου την καρδιά : όταν αναζητούσα τον άνθρωπο που είχα χάσει, εκείνος ανασυγκροτούνταν μέσα μου τόσο ιδιότυπα και τόσο αιφνιδιαστικά ,ήταν δε τόσο συγκινητικό να νιώθω πως βρισκόταν πλέον μόνο εκεί, πως η λαχτάρα μου να υπηρετήσω την εκεί ύπαρξή του, να εμβαθύνω σ' αυτήν και να την εγκωμιάσω, έπαιρνε το πάνω χέρι σχεδόν την ίδια στιγμή ,που υπό άλλες συνθήκες ο πόνος θα είχε ήδη επιτεθεί στην ψυχή μου και θα την είχε ερημώσει...ο θάνατος όμως είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη φύση της αγάπης , που διόλου δεν την αντικρούει ( φτάνει μονάχα να μη μας μπερδεύουν οι ασχήμιες και οι υποψίες που του έχουν φορτώσει.). Εξάλλου που αλλού θα μπορούσε να απωθήσει εκείνος αυτό το Ένα, που άφατο το κρατήσαμε στην καρδιά μας, αν όχι μέσα στην ίδια αυτή καρδιά ? Που αλλού αν όχι μέσα μας θα ήταν πιο ασφαλής η << ιδέα >> τούτου του αγαπημένου πλάσματος, η ακατάπαυστη επενέργεια , η ανέκαθεν κρυφή επίδρασή του ? >>. ........................................................................................................................................................................ Η θέση του Rilke είναι ξεκάθαρη : Ο θάνατος κάποιου αγαπημένου είναι μια από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες της ζωής, μέσω της οποίας δοκιμαζόμαστε, μαθαίνουμε τον εαυτό μας, ωριμάζουμε και μας δίνεται η ευκαιρία να υπερβούμε την πρόσκαιρη θνητή φύση μας και να αντικρύσουμε τη ζωή στην ολότητά της. ......................................................................................................................................................................
Τα δεδομένα της ψυχής μας ανατρέπει.....
Δεν ξέρω αν είν' αυτός καθευατός ο θάνατος που μας σοκάρει ή αν είν'η συνειδητοποίηση πως το τέλος της επίγειας ζωής είναι εκεί δίπλα και παραμονεύει... Είναι μόνο ο πόνος της απώλειας...είτε της βιολογικής...είτε της εν ζωή απώλειας που τα δεδομένα της ψυχής μας ανατρέπει ? Είναι εκείνο το κομμάτι που επένδυσε η ψυχή...και τώρα μπρος στο γεγονός της απώλειας...μένει κενό και μη διαχειρήσιμο σε μας ? Προσωπική υπόθεση η κάθε απώλεια...η βίωσή της και η επούλωση της τρύπας που άνοιξε απότομα και '''βομβαρδιστικά'''μες στην ψυχή του καθενός...ο θάνατος ενός αγαπημένου... Είτε θάνατος βιολογικός...είτε θάνατος ερωτικός...ο πόνος είναι ίδιος λέει ο Λιαντίνης στο κεφάλαιο έρωτας -θάνατος...και εξηγεί στη Γκέμμα το γιατί... Άλλωστε δεν είναι τα λόγια του εκλεκτού αυτού καθηγητή μου τυχαία και ρομαντικά..αλλά βαθιάς μελέτης απεικάσματα...καθώς ο ίδιος το 1977 έκανε τη διδακτορική του διατριβή με το ''ΈΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ για το θάνατο...επάνω στην ποίηση του Rilke...ενός ποιητή και φιλοσόφου...παγκοσμίου φήμης...όπως ήταν ο Γερμανός Rainer Maria Rilke. Σοφία Θεοδοσιάδη. ...................................................................................................................................................................
Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο.Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει.Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο.Και οι τέσσερεις Θεμελιώδεις δυνάμεις της Φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή , βαρυτική,λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο.Όλα τα όντα,τα φαινόμενα,και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου.Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες , είναι συμπληρώματα , και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.
Έξω
από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά
ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης
εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες
θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή,
βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα
όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις,
σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του
θανάτου. Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί κα ομοιότητες,
είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.
Δ.ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - See more at: http://sotirisbotas.blogspot.gr/2015/12/blog-post_37.html#sthash.MV4bFeQV.dpuf
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα
Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί να λείψουν απ΄τη μέση τους δοξολογεί! Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας- Οδυσσέας Ελύτης.
....................................................................................................................................................................
....ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Νερά χρυσοπράσινα απύθμενα
στα περιγιάλια σου και στα νησιά σου
απ' του ηλίου το χάδι ατίθασα
καμωμένα ειναι όλα τα παιδιά σου
την ρακί στο κεφάλι σαν νιώσουνε
την πατάτα οφτή σαν θα φάνε
κεμετζέδες μπουζούκια και ροκάνα παίζουν
κλαίνε χορεύουν γελάνε
Τα κορίτσια σου τα αρχοντοστόλισες
με πιασίματα ανάθεμα θάμα
και με μάτια λάγνα σαν αμύγδαλα
που τα βλέπεις και αισθάνεσαι κάμα
Μυρωδιές στις αυλές
τα γαρύφαλλα τον αγέρα πετροβολάνε
ανοιχτά τα πορτάκια τα ξύλινα
σε θωρούν πονηρά.. και γελάνε....
Στης μουριάς μας τον ίσκιο καθόμαστε
μεσημέρια και παίζαμε τάβλι
το θυμάσαι που η Μόνα μας φώναζε
τα αυτιά και τον δυο πως θα βγάλει
Αγριέψαν αδερφέ οι καιροί και χωρίσαμε
μα η γρια σαν κοιτά το τσουκάλι
πάντα λάθος θα κάνει το μέτρημα
και δυο πιάτα από πάνω θα βαλει.
nikos davios
............................................................................................................................... Με την υπέροχη μουσική του Δημήτρη Λάγιου ...τούτη τη γενέθλια μέρα
του αλησμόνητου ..εξαιρετικού ...διαμάντι της
μουσικής...μουσουργού...και τους υπέροχους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και
του φίλου μας Νικόλα ...θα σας καλημερίσω...για την όμορφη και παράξενη
πατρίδα μου.. Εις μνήμη του Δημήτρη Λάγιου...!!! ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑς αγαπητοί και αγαπημένοι μου...
Ο
Δημήτρης Λάγιος ήταν Έλληνας μουσικοσυνθέτης. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο
στις 7 Απριλίου του 1952 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου του
1991, σε ηλικία 39 ετών. Γιος του Σπύρου Λάγιου και της Μαρίας, το γένος
Τετράδη, από τη Ζάκυνθο. Βικιπαίδεια
Θα ερωτεύομαι τις Άνοιξες ξανά -ξανά και πάλι.. αυτές που επεράσανε κι αυτές πού 'ναι να έρθουν. Αναπολείς στις φλόγες του τζακιού σου εμπροστά.. Άνοιξες που περάσανε....φωνές μέσα στ' αυτιά σου γνώριμες.. από την άλλη άκρη του σύρματος ενός τηλέφωνου... που σε ζεσταίναν ..σου γλυκαίναν την ψυχή... Άνοιξες το παράθυρο... Είναι νωρίς ? Είναι αργά ? Το άρωμα της πασχαλιάς πότισε το δωμάτιο.. Ήρθε και πάλι ...εμπρός σου ... τους φράχτες πια τους γκρέμισε... τους άφησε ,,,δραπέτευσε... Άνοιξες και αγάπες με τη μυρωδιά της να σου τάξει. Αγάπες σαν το ποίημα...ποίημα να σε κάμουνε κι εσέ ... τι ...είν' δυνατό το άρωμα και η μοσχοβολιά μιας πασχαλιάς... στα μωβ ...στα σικλαμέν η αγάπη της ντυμένη....
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
.................................................................................................................................................................... Το γέλιο σου - Πάμπλο Νερούντα- Δημήτρης Λάγιος.
''Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ' άσπρα τους φορέματα περάσαν Κάτω απ' τα παράθυρά μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα χλωμά κορίτσια του Ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή εκδρομή την Κυριακή,πιασμένες δυο- δυο απ' το χέρι,χωρίς να μιλάνε,χωρίς να βλέπουν τ' άστρα που φυτρώνουν μες στον ίσκιο ένα- ένα,μακρινά κι ευτυχισμένα. Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να να πλύνουνε τα πρόσωπά τους απ' τη σκόνη της λύπης μας. Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες,θα μας φέρουν τα πρώτα μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα,κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό παράθυρο απ' τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε..'' ( Γ. Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού ). ..............................................................................................................
Οι αλλαγές των εποχών...έτσι κι αλλιώς...ουσιωδώς...ποτέ δεν ήταν εξωτερική υπόθεση...αλλά υπόθεση εντός μας και στο ''μέσα''' μας θαρρώ... Κι αν άλλοτε τις βλέπουμε και τις ''αμυγδαλιές'' μα και όλα τα άνθια σκονισμένα...κι αν είναι άπειρες στιγμές...που η σκόνη τους μας πνίγει.. μας τυλίγει...έρχονται άλλες πιο καθαρές στιγμές...και το ξεπλένουν το τοπίο το θολό... Όμως δεν αφηνόμαστε στην τύχη μας και μοναχά...μα στο ακροθαλάσσι μας λέει ο ποιητής πως κατεβαίνουμε τη '''σκόνη'''να ξεπλύνουμε μονάχοι... Ίσως πολλές φορές να μην το καταφέρνουμε ευθύς...μα εκεί είν' πάντα το ακροθαλάσσι... κι όταν τα λόγια μας πλυθούν...διάφανα σαν θα γίνουν...τότε τα δάκρυα της χαράς στα μάτια θα σταθούν...και θα δηλώνουν πως ακόμα είμαστε ζωντανοί...κι αντέχουμε να κλαίμε... Τα όνειρα είναι όνειρα ...έστω και '''Καλοκαιρινού'' μεσημεριού. Γιατί το Καλοκαίρι μέσα μας ...εμείς το κουβαλάμε... Σκέψεις -Σοφία Θεοδοσιάδη. .........................................................................................................
Ήρθε μια κοπέλα αυτή την εβδομάδα στο γραφείο μου και κάθησε μια ώρα σχεδόν λέγοντας συνεχώς εγώ,εγώ.Μια φράση της ήταν: << Δεν ξέρω τι ζητάω από τη ζωή>>.Δεν άντεξα και,σαν γνήσιος αντιπρόσωπος της μη παρεμβατικής - συμβουλευτικής ,πάτησα τις φωνές : << Και τι στην οργή δίνεις εσύ στη ζωή ?>>.
Την εποχή που έγραφα ένα βιβλίο ...πέρασα τρεις μήνες μόνος μου σε μια καμπίνα στη Βόρεια Καλιφόρνια.Κάθε μέρα ξεκινούσα μακρινούς περιπάτους κατά μήκος του ποταμού Σμιθ.Μια μέρα βρέθηκα σε μια συστάδα από γιγάντιες σεκόγιες και παρατήρησα μια ταμπελίτσα πάνω σε μια απ' αυτές τις τεράστιες σεκόγιες,γραμμένη από κάποιο δασονόμο, που εξηγούσε τον κύκλο της ζωής της σεκόγια, χωρίς ίσως να συνειδητοποιεί τι ωραίος που ήταν.Έδειχνε πως,όταν η σεκόγια ήταν τόσο μεγάλη, γεννήθηκε ο Βούδας, ότι σ' αυτό το ύψος της γεννήθηκε ο Χριστός, σ' αυτό το ύψος ο Αννίβας πέρασε τις Άλπεις και ούτω καθεξής.
Στην τελευταία παράγραφο έλεγε: << Ακόμη κι όταν πεθαίνει ένα δέντρο και ξαπλώνει πάνω στη γη δεν τελειώνουν όλα.Οι παράγοντες αποσύνθεσης αρχίζουν την αργή διάλυση του δέντρου. Καθώς περνούν τα χρόνια , το δέντρο γίνεται ένα με το έδαφος, επιστρέφοντας όλα όσα πήρε , για να ζήσουν κι άλλα απ' αυτό>>.
Δεν είναι φοβερό?Αμέσως σκέφτηκα ότι αυτό θα μπορούσε να ισχύει και για τον άνθρωπο.Στο τέλος τουλάχιστον δίνουμε κάτι ! Τι θαυμάσιος ,αέναος κύκλος! Ίσως να είχε δίκιο ο Πίο Ρόστεν όταν είπε ,ότι σκοπός της ζωής είναι απλώς να μετρήσεις κάπου, να είσαι κάτι , να είχε κάποια σημασία το γεγονός ότι έζησες. Ίσως αυτό να είναι το ουσιαστικό. Λεό Μπουσκάλια. ( απόσπασμα )
(από το βιβλίο του Λεό Μπουσκάλια : να ζεις, ν' αγαπάς και να μαθαίνεις..ενότητα : Η αναζήτηση του εαυτού.) Επιμέλεια και επεξεργασία :Σοφία Θεοδοσιάδη. ............................................................................................................ Σεκόγια = Το ψηλότερο και το μεγαλύτερο δέντρο του κόσμου. Είναι η Σεκόγια (Sequoia) και η γιγάντια Σεκόγια (Sequoiadendron) που βρίσκονται στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. .........................................................................................................
Πόσες φορές αλήθεια δεν αναρωτηθήκαμε και δεν προσπαθήσαμε απάντηση να δώσουμε...καθώς '''φιλοσοφούσαμε'''με τους φίλους μας...για τον ερχομό και τον σκοπό μας πάνω εις τη γη... Ακούσαμε ειδών - ειδών τις γνώμες και πολλές ''φιλοσοφίες'''... Μα και φοβόμαστε και τρέμουμε το θάνατο...κι ούτε που ποτέ στο νου μας τον εβάζουμε αυτόν...μονάχα τον ξορκίζουμε κι απ' τη ζωή να πάρουμε μονάχα συνεχώς ζητάμε... άραγε αναρωτιόμαστε το ίδιο τόσο συχνά το τι κι εμείς της δίνουμε της δόλιας της ζωής ?
Μα και της ίδιας της φύσης που απλόχερα τις ομορφιές της μας σκορπά ? Για όλους εσάς τα φιλαράκια μου εκάθησα και απομόνωσα ετούτο το απόσπασμα και το μοιράζομαι μαζί σας.. Δεν είναι από τα πιο γνωστά...μα εμένα με ερέθισε αυτό το σκεπτικό του...Ξορκίστε βέβαια πρώτα το θάνατο...φτου- φτου και φτυστείτε κάνα δυο φορές...μα έπειτα ψύχραιμα αναλογιστείτε..και τότε ίσως γαλήνη αποκομίσετε... Σοφία Θεοδοσιάδη. ...........................................................................................................
-Έχουμε την ανάγκη της, γι αυτό δεν έρχεται. Σ' αυτόν τον παραστρατημένο κόσμο μας λείπει ακριβώς εκείνο που θέλουμε. - Μας λείπει, γι αυτό το θέλουμε! Αν είχαμε όσα θέλαμε τι θα μας έλειπε ? Κι αν δεν μας έλειπε τίποτα, τι θα επιθυμούσαμε ? Και τι αξία θα είχε η ζωή χωρίς πεθυμιές ? Όχι, να μου απαντήσεις.
Αγαπητέ φίλε, αλλοίμονο στον άνθρωπο που δεν απότυχε ποτέ.Κλάψ' τον !Πάρε όλα τα έργα .Δίπλα στα πολύ μεγάλα υπάρχουν τα πολύ μικρά.Και να το ξέρετε : Τα μεγάλα υπάρχουν χάρη στα μικρά.Μια μεγάλη αποτυχία φέρνει μια μεγαλύτερη επιτυχία.Ποτέ όμως η μεγάλη επιτυχία δε φέρνει μια μεγαλύτερη. Άμα πετύχαινε ο άνθρωπος στην πρώτη εξόρμηση, δε θα 'κανε δεύτερη.Η δόξα είναι μια κορυφή που για να την ανέβεις πρέπει πρώτα να κατέβεις.
Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα.Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε. Μενέλαος Λουντέμης. .................................................................................................................
Η θάλασσα θρυμματίστηκε σε αναρίθμητα κρύσταλλα
Τα μαζέψαμε και καβάλα στον άνεμο ταξιδεύουμε
Τα ρίχνουμε όπου βλέπουμε γυναίκες να δέρνονται
Σαν να στερήθηκαν τα παιδιά τους.
Τότε ξαναγίνονται θάλασσες
Και άφταστη αθωότητα τις διακρίνει
Τότε εμείς οι άντρες πετάμε ψηλότερα στον ουρανό
Για να χορταίνουμε από μακριά το φέγγος
Ενώ οι γυναίκες αιώνια αφηγούνται στα μωρά
Τη γέννηση των θαλασσών.
Γιώργος Σαραντάρης.
ΠΗΓΗ: ΒΙΚΙΘΗΚΗ. ................................................................................................................................................................ Ποιητής φιλόσοφος και δοκιμιογράφος ο Γιώργος Σαραντάρης,,,της γενιάς του '30...μα πάντα επίκαιρος ...όπως και κάθε ποιητής...γιατί η ποίηση αφουγκράζεται...εντοπίζει και καταγράφει το γίνεσθαι της κάθε εποχής...μέσα από τα μάτια των ποιητών...και με τη ματιά του ανθρώπινου γένους αενάως... Γιατί ο χρόνος είναι αέναος και όσο κι αν μας θλίβουν τα πεπραγμένα...δεν σταματά να προχωρά και να εξελίσσει τη ζωή...άλλωστε έτσι προχωρά ο κόσμος τούτος αιώνες τώρα...με φωτιά και με μαχαίρι...και αν η θάλασσα θρυμματίζεται πολλάκις ,όπως αναφέρουν οι παραπάνω στίχοι του Σαραντάρη...που τους βρήκα εξαιρετικούς...κι ας μην είναι τόσο γνωστοί ,όπως άλλων ποιητών...κι αν η θάλασσα θρυματίζεται...και ο κοινωνικός ιστός διασπάται...και το σύνολο τεμαχίζεται...έρχονται οι φωνές των μανάδων που επαναφέρουν και διδάσκουν από την αρχή τη συνοχή και τη γέννηση της '''θάλασσας''... Μια αλληγορία μοναδική...για τον κατατερματισμό και την ξαναγέννηση της ''θάλασσας'''...του συνόλου ...που μαζικά προχωρεί και ψάχνει να δροσίσει όλες τις ''ακτές'' του κόσμου τούτου... Εντοπίζει.. μα δεν απελπίζει με τους στίχους του στο ποίημα αυτό.. ο Γιώργος Σαραντάρης... Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη. .................................................................................................................................................................
Μπορεί το σπίτι νά 'μπασε υγρασία από παντού ...και νάναι παγωμένο...μα η καρδιά μας λαχταράει να κελαηδήσει....Πάντα της άρεσε να κελαηδά.... έστω κι αν το κελαηδητό της δεν ακουγόταν και πολύ μακριά...Άλλωστε αξία έχει στη ζωή νάχεις εκεί και δίπλα στο κελαηδητό σου... ένα μικρό τιτίβισμα....έτσι σαν μια απάντηση...σαν ένα νεύμα πως ακούστηκες.... Στον ήλιο βγες...και κοίτα τον κατάματα...αν είναι μια φορά να θαμπωθείς..ας είναι από το φως του....βγες...τρέξε και σεργιάνι στήσε στη ζωή...κραυγές παράφωνες μη σε πτοήσουν... Παντού τριγύρω σου φωνάζουν και διαλαλούν τελάληδες και ''κακοφορμισμένοι'''καλοθελητάδες...πως τα ηλιοτρόπια έπαψαν οι ανθρώποι πια να τα '''καλλιεργούν'''....πως τάχατες μόνο αγριόχορτα φυτρώνουν... Μην τους πιστεύεις...κι ας γεμίσανε '''ζιζάνια'''έξω και μέσα στα λιβάδια... Πάντοτε μέσα απ' τα αγριόχορτα...φυτρώνουν και ανθούνε...κι ας είναι λιγοστά.... Και τότε γύρω τους πουλιά και τιτιβίσματα ...και τρελλοπεταρίσματα...ο αέρας τους γεμίζει... Σάμπως και η δική σου η ψυχή θαρρείς...πως ένα τιτίβισμα και ένα ηλιοτρόπιο μοναχά ..δεν ψάχνει...δεν της φτάνει ? Σκέψεις - κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.................................................................................................................................................................
Με υπέροχη μουσική : ΚΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ!!!
Το Αστέρι και η ευχή - Ευανθία Ρεμπούτσικα. ..................................................................................................................................................................
Όλοι θαρρούν πως είμαι μια αλαφροϊσκιωτη,αλλοπαρμένη ,φευγάτη ,ψυχανεμισμένη και ουτοπική...ρομαντική σαν τους δηλώνω...Και ναι θα τους φορέσω όλους αυτούς τους χαραχτηρισμούς ,αν όλοι αυτοί μπροστά με οδηγούν και με πηγαίνουν...
Δεν ντρέπομαι να το δηλώσω να το πω...ρομαντική μες στη ζωή μας την πεζή ,μ' αρέσει εμέ να βηματίζω...σ' ένα δρόμο πάντοτε μοναχικό...μα όχι ,και ποτέ του μόνο...
Νάτος και πάλι εις την πόρτα μου μπροστά και πάλι ο Απρίλης ο ξανθός που έστησε με τον έρωτα χορό...νάτο και πάλι στη σκέψη μου μπροστά το Ανοιξιάτικο το Πάσχα μου ,ξανά να ξεπροβάλλει...
Άρχισα πάλι από νωρίς να ονειρεύομαι ,όπως και τότε που παλιά...ήμουν μικρό παιδάκι..
Ετοιμαζόμουνα από πολύ νωρίς, ο Απρίλης μου μηνούσε...οι πασχαλιές της μάνας μου μες στης αυλής της το παρτέρι, μου τόστελναν το άρωμα ..πως η Λαμπρή κι η Ανάσταση εσίμωνε ,μες στον αυλόγυρο της εκκλησιάς...του όμορφου χωριού μου...
Στο μαξιλάρι δίπλα τα εφύλαγα τα όμορφα λουστρίνια μου ...τα παπουτσάκια μου τα κόκκινα. σαν της λαμπρίτσας που είχαν χρώμα...
Τώρα μεγάλωσα ...δεν θλίβομαι ,που δεν τα κρύβω τα λουστρίνια μου στο μαξιλάρι μου μπροστά,μα το γυαλιστερό μου το καλσόν με τα μικρά γοβάκια μου από τώρα τα ετοιμάζω...καθόλου κι ας μη μοιάζουνε...με τα δαντελωτά μου τα καλτσάκια...εκείνης της όμορφης και αθώας εποχής...
Αλλάξανε οι φορεσιές μα η καρδιά μου ίδια ...μπρος στον καθρέφτη μου ...την Άνοιξη καθώς τη λαχταρώ...και την Λαμπρή καθώς την ετοιμάζω...
Ίσως δεν θα χοροπηδώ μέσα στα κατακίτρινα λιβάδια ...που ξανθό βαφτίζουνε τον μήνα τον Απρίλη ...μα οι εκόνες.. του όλοι μαζί...και του συναπαντήματος ...κάδρα ανεξίτηλα ...μέσα στο νου μου μένουν ζωντανά και όχι λησμονημένα.....
Είναι αυτές οι '''εσοχές'''των εποχών...που αφήνουν χώρο στα λουλούδια της ψυχής μας να ανθίσουν...είναι αυτές οι χαραμάδες στο ανάμεσα των εποχών...από τους δύσκολους χειμώνες,που μας κατακλύζουν, μας χιονίζουνε και μας παγώνουν...είναι αυτές μονάχες τους, που στο πέρασμα της άνθησης...με τον ξανθό Απρίλη μας χαρίζουν...
Είναι αυτές οι ''εσοχές'''που με βαθιές ανάσες στη ζωή...με οξυγόνο μας τροφοδοτούν...και ελπίδα και χρώματα μες στην ψυχή σκορπίζουν....
Ίσως και να νομίζετε πως το θρησκευτικό μου το συναίσθημα με συνειρμούς στο Πάσχα με πηγαίνει...Όχι και δεν θα τόλεγα πως έχω μπόλικο απ' αυτό ...μα να.. είναι η ''Ανάσταση '''που καρτερώ...και η αναγέννηση της φύσης..είναι η πορεία προς την ανάσταση- επαννεκίνηση..είναι η σιωπηρή μας συμφωνία ...είναι το άνοιγμα των οριζόντων μας που η Άνοιξη με τα χρώματα γεννά...καθώς θα πορευόμαστε ...μαζί με τους συνοδοιπόρους μας... τον κάθε μήνα τον Απρίλιο...ίσα στις μνήμες τις ζεστές ...για ένα φιλί αγάπης που με σπρώχνουν ... Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη... ...................................................................................................................................................................
Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη. Κι η Φύση βρήκε την καλή και τη γλυκιά της ώρα. Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα. Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη. Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Απρίλη μου....
Τραγουδά η Χορωδία Τρικάλων υπό την διεύθυνση της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου.
Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές
Γιομίζ’ η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το `χω μυστικό
Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο , στο γαϊτανοφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο
Γιομίζ’ η γειτονιά...
Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα `ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα `ρθω
να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ
-
See more at:
http://www.crete-news.gr/%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BB%CE%B7-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B1%CE%B7-%CE%BC%CF%85%CF%81%CF%89%CE%B4%CE%B1%CF%84%CE%B5#sthash.9VJkTVEb.dpuf
Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές
-
See more at:
http://www.crete-news.gr/%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BB%CE%B7-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B1%CE%B7-%CE%BC%CF%85%CF%81%CF%89%CE%B4%CE%B1%CF%84%CE%B5#sthash.9VJkTVEb.dpuf
Ένα μπαούλο πάντα εκεί μέσα στην άκρη του σπιτιού...μέσα στην άκρη της ψυχής μου.. εκεί σε μια ακρούλα φυλαγμένο...μ' ένα αραχνοϋφαντο τραπεζομάντηλο ...γεμάτο άνθη σκεπασμένο....
Εκεί σε μια γωνιά...στην άκρη του σπιτιού και της ψυχής...κρυμμένη εκεί βαθιά και φυλαγμένη η ευτυχία μου....τα περασμένα και τα τωρινά...αραδιασμένα μέσα εκεί...μες στο σεντούκι της καρδιάς..
Εδίσταζα συχνά - πυκνά να το ανοίξω και το χέρι μου βαθιά να χώσω...να σκαλίσω και να ψάξω...
ήθελα πάντα ένα μυστήριο ...μέσα του να υπάρχει...κρυμμένο εκεί στα σκοτεινά...
Έρχονταν όμως κάτι απογεύματα γλυκά...μπορεί και νάτανε τα κρύα του Χειμώνα...μα και Ανοιξιάτικα απογεύματα...και του Καλοκαιριού...την περιέργεια μου κέντριζαν...μέσα του για να σκύψω...να το ψάξω...πάλι ξανά.. από την αρχή να το ανακαλύψω...
Έλα κοντά μου λέει πλησίασε...σήκωσε το καπάκι...
Πω πω στο πρώτο αντίκρυσμα...και νά μπροστά μου το τσιλίκι...των παιδικών των χρόνων μου...εκεί στο μονοθέσιο σχολειό μες στην αυλή...και η Ελένη από δίπλα...αχ να τα μποτάκια μου τα βυσσινιά...τα πλαστικά....στις λάσπες για να τρέχω...ωωωω...και η πρώτη μου η τσάντα η σχολική...από τραπεζομάντιλο φτιαγμένη...η ροζ μου η τσάντα...η πανέμορφη...με τα τριανταφυλλάκια...από τα χέρια της γιαγιάς...αχ...να να ...νάτα και τα γράμματα από το πρώτο μου αγόρι...τι όμορφα τα γράμματα...ταξίδια μου γεννούσαν...κι ούτε του πρώτου του φιλιού τη γεύση δεν επήρα...ωωω...οι πλατωνικοί μας έρωτες...με τη χρυσόσκονη πασπαλισμένοι !!!!
Σήκωσε ...σήκωσε το τραπεζομάντιλο...θα δεις το μπουκαλάκι με το άρωμα...του αγοριού που ερωτεύτηκες παράφορα...κι έτρεχες ξοπίσω του...κι ας μην το μαρτυρούσες...
Μα και του άντρα το άρωμα που ευτυχία σε γέμισε...ακόμη άδειο εκεί το μπουκαλάκι...ακόμα κι αν το φόρεσες κατάσαρκα...στην τελευταία του σταγόνα...μυρίζει ακόμα δυνατά...γιατί τα '''ακριβά''' τα αρώματα δύσκολα ξεθυμένουν...
Αχ αναμνήσεις μου πολύτιμες...μοναδικές...όμορφα φυλαγμένες....
Και τότε έτρεχα εις το σεντούκι αυτό μπροστά...δε δίσταζα καθόλου... ανακάλυπτα...εθυμόμουν και εσκέφτομουν...τις μέρες των αναμνήσεων...που έκλεινα εκεί μέσα ...κι ας με μαλώνανε οι φίλοι μου οι σοφότεροι από εμέ...κι ας με εγεμίζαν με ρητά και ρήσεις φιλοσόφων και λογοτεχνών και ποιητών...και των γραμματιζομένων...πως οι αναμνήσεις θλίβουν και πονούν...και πίσω μας πηγαίνουν...
Εγώ ποτέ μου δεν τους πίστεψα...με όλη την εκτίμηση στο πρόσωπό τους και αν είχα..γιατί ήταν οι αναμνήσεις στο μπαούλο μου ...δικές μου ολότελα ...και να τις διαχειριστώ...μοναχά εγώ το εμπορούσα....
Ποιός θα μπορούσε να σκεφτεί για εμέ, τα απογεύματα ετούτα τα γλυκά...τους έρωτες...τα λάθη μου...τις ανοησίες που διέπραξα...το χρόνο που εσπατάλησα τεμπελιάζοντας για τα ανούσια...τις στιγμές της ευτυχίας που άφησα να μου ξεφύγουν...μονάχα εγώ μπορώ να σκύψω και να θυμηθώ...μέσα απ' το σεντούκι μου αυτό και να τις ανασύρω...
Η ζωή είν' Θείο δώρο και του καθενός τα πεπραγμένα...γίνονται αναμνήσεις δημιουργικές...κι εγώ δεν τις φοβάμαι...να γονατίσω αποφάσισα πολλές φορές...και το μπαούλο αυτό...των αναμνήσεων...τα πάνω κάτω να το φέρω...γιατί έτσι μονάχα θα αναλογιστώ...ποιά είμαι και που πάω...
Χάνεις συχνά '''τη μπάλα'''από το γήπεδο...και άθελα πολλές φορές...σε άλλους την πετάς...και την αξία σου τη χάνεις...μα να θυμάσαι πάντα πως οι αναμνήσεις έχουν άρωμα...μεθυστικό και δυνατό...κι εκεί στην πρώτη μας αγάπη...στις πρώτες μας φιλίες..και στους ανεκπλήρωτους τους έρωτες...πολλές φορές μας σεργιανάνε...
Αγάπα το σεντούκι σου.. αυτό με τις παλιές φωτογραφίες και τις αναμνήσεις σου...κι ας σου θυμίζει
πως τα χρόνια επεράσανε...και οι ρυτίδες σου αυλακώσανε το μέτωπο.. το πρόσωπό σου αυλακώσαν το μαράναν.....
Κάθε ρυτίδα και μια λύπη..κάθε ρυτίδα και μια ευχαρίστηση...μες στην ψυχή σου χαραγμένες...
Τα νεανικά σου χρόνια...τα πετάγματα...τα ώριμα τα δημιουργικά σου χρόνια...μα και αυτά της ενδοσκόπησης...αχνές...και σιωπηρές...και εκκωφαντικές πολλές φορές...όμορφα κλειδωμένες μέσα στην ψυχή...σε ένα μπαούλο κλειδωμένες μας αναμνήσεις......
Να γλιστράς....στα όνειρά σου....να μην το φοβηθείς..ποτέ σου μη δειλιάζεις...
Ξέχασες και να τις δημιουργείς...δημιούργησε αναμνήσεις....γιατί αυτές,είναι ζωή που έζησες...
ζωή που γεύτηκες...αρώματα σου μοίρασαν κι ακόμα δυνατά μυρίζουν....
Στρώσε λουλούδια στο τραπεζομάντηλο...και το σεντούκι να προσέχεις...είναι από ατόφιο ξύλο αυτό φτιαγμένο ...κι από μάστορα ειδικό...και σκόρος δεν το πιάνει.... Κείμενο - Αναμνήσεις - Σοφία Θεοδοσιάδη ...................................................................................................................................................................