4 Ιουνίου 2020

''γύρω απ' τις μοσκιές''



Στων ομματιών των φίλων μου
αλλόκοτη λογίζεται η καρδιά
σαν τρέχει γύρω απ' τις μοσκιές
και στα γρανάζια τους δεν μπαίνει..
θηλιά σφιχτή ο συνωστισμός
εις τις πλατείες των πανηγυριών
οι μικροπωλητές των λουλουδιών
φορούν καπέλα με φτερά..
με γείσο που το βλέμα το κονταίνει..
φορούνε και λουστρίνια πέδιλα
ανυποψίαστοι συχνά ..
πως τα λουστρίνια είναι παπούτσια  γλιστερά
εγκυμονούν κατάγματα σκοτώνουν την ελπίδα.
Αγαπάνε οι άνθρωποι απ' την αρχή
το ..που γυαλίζει αυτό..και λαμπερό φαντάζει.
μα μένει εκεί ξεσκέπαστο.
αν με του λόγου του πνευματικού.
φόρεμα δεν κατόρθωσε
τη γύμνια του κορμιού του να σκεπάσει...

Ο σαλτιμπάγκος της ψυχής επαναστατεί
τους κόμπους ξαναλύνει.
η φαντασία σύμμαχος πιστός
το λογισμό μου κατευθύνει..
Πίσω απ' τα χαμηλά..τα γήινα τα φώτα της αυλής
μ' αρέσει να δημιουργώ..μ' αρέσει να φυτεύω
και με το φως της μέρας τα ανθισμένα μου
''παρτέρια'' ν' αγναντεύω..
και.. σαν αγκάθια κάθε που φυτρώνουνε
στον κήπο της καρδιάς
ραντίζω τα με της αγάπης μου το φάρμακο
μήπως και μαραθούνε..
να μείνει το παρτέρι της ψυχής
στ' άνθια παραδομένο. 


''γύρω απ' τις μοσκιές'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

''Ενέδρες''


Θέλει ταλέντο..μαεστρία περισσή
να μπορείς να παραδίνεσαι
είν' χάρισμα να εμπιστεύεσαι
να πέφτεις ενσυνείδητα
στο τσίμπημα της κόμπρας να αντέχεις.
Είναι εκείνη η επιθυμία σου η κρυφή

να κατεβαίνεις στα κατώϊα της ψυχής
κι ας σε κατέτρωγε η έγνοια σου
ανθρώπων..χαραχτήρων που φορούσανε
Χλαμύδα του Ιούδα..
 
Πως ν' αρνηθείς την ομορφιά
στα θέλγητρά της πως ν' αντισταθείς
της προδοσίας τη γεύση ν' αρνηθείς
δεν έχει ιδιοκτήτη η ομορφιά
το μήλον το χρυσόμηλον
ανήκει εις το σύμπαν..εις το όλον..

Γελάει καυχιέται ίδιος ένας σίφουνας..
άνεμος και ανεμοστρόβιλος
που όλα τα σαρώνει
ο Ιούδας που τον κατοικεί
πότε γυναίκας παίρνει τη μορφή
με χείλη κατακόκκινα
ιέρειας της καλοσύνης άλλοτε
κι άλλοτε αρσενικού το είδωλο..
κρατάει ιππότη το σπαθί
πλείστες φορές ο άσπονδος..ο άφρων..
ο ζηλότυπος..ο άθλιος..ο όφις Ισκαριώτης..

Ανάγκη σου μεγάλη.. επιτακτική 
χωρίς κραυγές..
με δίχως δικαστήρια ''ποινικά''...
χωρίς ''σταυρώματα''' σε ξύλινους σταυρούς...
στο όρος πια των Ελαιών
η προδοσία σαν συντελεσθεί..
διαλέγεις δρόμο και πλευρά
σ' ενέδρες μην παγιδευτείς..της αντεκδίκησης 
εις το τρωτόν σημείον μη σταθείς 
μα με τα μάτια της ψυχής...
στα μάτια της δικής του της ψυχής..
του Ιούδα του Προδότη..
ν' ανταποδώσεις το φιλί  σου τ' ακριβό
να σκύψεις γενναιόδωρα 
στην ταραγμένη του ψυχή..
με γιατρικό σου την αλήθεια μοναχά
στης ταπεινότης το λημέρι το ερημικό
η πεμπτουσία της ζωής σου η συγχώρεση
ελεήμων..ανεξίκακος
λύτρωση να γεννήσεις..να ευοδωθείς..

''Ενέδρες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,




3 Ιουνίου 2020

''Ανθρωπισμένος''


Σαν βγεις στον ήλιο απ' το κελάρι σου
η μπόρα σαν κοπάσει του καιρού σου
το βουητό των εντόμων το ενοχλητικό
αναμεσίς σαν το διασχίσεις..
σε υπόγεια κανάλια και διαδρομές να μη σταθείς
στο δάσος λύκος μη γενείς
λιοντάρι μη βρυχάσαι..
κράτα καλά εκείνη τη μορφή
το πρόσωπο τ' ανθρώπου για να μοιάζει..
Άνθρωπος εγεννήθηκες
μην καταντήσεις τρωκτικό
θεριό της ζούγκλας ανημέρωτο..
την πίστη μην προδίνεις στη ζωή
αγριολούλουδο σ' αγριο τοπίο να φυτρώνεις..
αλυσοδένεται η ψυχή σαν τυλιχτεί
στους δαίμονες  του σκότους..
μπαλκόνι η γης να αερίζεται η ψυχή
να γίνεται αγκαλιά ζεστή
στην παγωμένη κρύα νύχτα.
Για..της ζωής της πρέπουν τα στολίσματα
κι εσένανε σου πρέπουν...
ανθρωπισμένος να γυρνάς
συγγνώμη να ζητάς σαν εθελοτυφλείς
στης φύσης την ουράνια ομορφιά
και στις ειρηνικές κοιλάδες της το δίκαιο σαν θάβεις..
να την μπολιάζεις μ' εμορφάδα αν το μπορείς
για..με το μπόλι σου
μπολιάζεις τις ψυχές των..

''Ανθρωπισμένος'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

1 Ιουνίου 2020

''οι γλάροι μου ψιθύριζαν ''



Αίωρο το συναίσθημα..μετέωρο το βήμα ..
χρόνους στο ερώτημα εγκυμονούσα η ψυχή
αν είν' κατάρα ή ευχή..
το ακατόρθωτο..το ιδανικό.. 
την εμορφάδα να χωρέσει στην καρδιά..
αν είν' ευλογία ή σαράκι το άπιαστο να κυνηγά..
και στα κατάρτια πάντα την ψυχή
σαν αλμπατρός στο πέταγμα
να 'χει ανεβασμένη..
  
Ωσάν αγέρας δροσερός
που στο ανοιχτό λευκό μου φόρεμα
υποσχέσεις ανεμίζει
το ασημένιο σμάρι π' αντικατροπτίζεται
στο διάφανο αλμυρό νερό
στο κύμα τ' αφρισμένο
κάθε που λέω αιμορραγώ 
στήνει ένα βακχικό χορό
ψηλά απ' την κεφαλή μου
νοσταλγικά να με χαϊδεύουνε 
οι ψίθυροι των γλάρων... 
να αψηφώ το θάνατο συνειδητά
να μην τον εφοβούμαι..

Κάθε που νιώθω πως πονώ
τη θάλασσα παρακαλώ..
είναι το γιατρικό μου
να στέλνει μου τα αλμπατρός 
μαζί τους να πετάω...
να κλέβω μια τόση δα στιγμή
να γεύομαι της ευτυχίας τους το πέταγμα
να παίρνω τις παλέτες μου τις ακριβές
τα χρώματα να ζωντανεύω μες στα πρωινά
στο αλμυρό νερό στις φλέβες τις υπόγειες 
στου βάθους στα λαγούμια της ζωής μου... 
τα πόδια να απλώνω..να δροσίζονται
σε γαλαζοαίματες να βρέχομαι αμμουδιές
στα τόσα βότσαλα της θάλασσας
την υγρασία ν' ακουμπούν
αβούλιαχτη η υγρασία της ψυχής
κεντίδια με γοργόνες να ξεπλένει
τις μέρες μου τις θερινές
στους χρόνους να επιμένει.. 

''οι γλάροι μου ψιθύριζαν'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,




31 Μαΐου 2020

''Περι-πλανήσεων Θερινών''


Πάντα μ' αρέσανε τα Καλοκαίρια στις αυλές
στο γέρο πλάτανο σ' ανοιχτωσιές..
μ' αρέσανε τα μυστικά των κοριτσιών
που λούζονταν  στ' απάτητα
στα μακρινά..τα μαγεμένα ακρογιάλια..
τις νύχτες τους τις θερινές
μες στων κυμάτων τον ανασαμό
δεν ψάχνανε στη μακρινή Ιερουσαλήμ
το θάμα των ομματιών τους
εκεί εις ''το παραθίν αλός'' 
βρεμένο το ταξίδευαν στην πλώρη..

Πάντα λοιπόν η θάλασσα 
ερωτικά με προσκαλούσε..
τραγούδι να της ψάλλω τρυφερό 
για ν' ακουστεί..να βρέχομαι
ν' ανακαλώ πνιγμένους έρωτες
να λούζω τα λησμονημένα αισθήματα
στα κύματα δροσάτα ν' αρμενίζω.
μου εψιθύριζε τον έρωτα για τη ζωή
τον έρωτα για εσένα..
περί- πλανήσεων οι σκέψεις μου
στο βάραθρό μου το βαθύ
ασφυχτιούν..σκορπιούνται
τι γρήγορα που χάνεται η γραμμή
εις τους αιώνες διαχέεται ο χρόνος μου
πριν εις το αχανές να βυθισθεί
πομπός συναισθημάτων μου γεννιέται..

Τις νύχτες μου τις θερινές
στ' ανεμοσκόρπισμα του νου μου το τρελλό
ανοίγουν τα κατώϊα της ψυχής
παίζουνε υπόγειες μουσικές
κωπηλατώ χωρίς βατραχοπέδιλα
γυμνό κορμί..γυμνά τα πέλματα
στους βράχους ν' ακουμπήσω..
να βρω γνωστά ακρογιάλια κι άγνωστα
στην ''άλιν'' της μικρής μου της ζωής..
στη φυσαρμόνικα τη μακρινή να μην αντισταθώ
στου φεγγαριού τη μέθη ν' αποπλανηθώ..
να μην παρκάρω τη ζωή σε έρημα λιμάνια..
να μην θρηνώ για μεγαλεία χάλκινα
μου αρκεί στην κουπαστή να συναντώ
 κρυφών ερώτων..της ζωής μου την αλμύρα..


 ''Περι-πλανήσεων Θερινών'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

28 Μαΐου 2020

''Μην το χαλάς το παραμύθι μου''


Μην το χαλάς το παραμύθι μου
το 'χω στολίσει με χρυσόσκονη
του φόρεσα δικούς μου ουρανούς 
το στόλισα μ' αστέρια
τα βράδια να τα παίρνω αγκαλιά
για να γλιτώνω απ' τη μίζερη τη λογική
του κόσμου τα σκοτάδια να ξορκίζω..
ευλόγησε ο Θεός το νου μου απ' τα μικράτα μου
σε κήπους να πλανιέμαι
σαν το μπουμπούκι μες στα πέταλα
αποβραδίς να κλείνομαι
στην πρωινή  μου τη δροσιά ..
ως έαρ να ανοίγω...

Κρυμμένο εκειό το παραμύθι το Θεόσταλτο
σε δρόμους..σε στιχάκια..σε ματιές
θρυμματισμένες έρχονταν δισταχτικές
οι λέξεις του..τις γέμιζα με φως.
Μην το χαλάς το παραμύθι μου
εγράφτηκε για λίγους που ζητούν
ν' αποκοιμίζουνε τα βράδια τα παιδιά
και να ξυπνούνε οι μεγάλοι.

Το παραμύθι μου να το αγαπάς
να σέβεσαι τα λόγια του..
μη μου τα μεταλλάζεις
να σε ξυπνάει γλυκά όταν πονάς
σου λέω πως είναι αληθινό
κρατάει του χρόνου τη ροή
στις γειτονιές ανθίζει..
Και μη ρωτάς για να σου πω
γιατί κανείς δε σκότωσε
το Δράκο..δεν κατάπιε το Θεριό
που εξεσπίτωσε τη νόνα μου ένα πρωινό
απ' της Ανατολής τα μέρη..
ούτε να με κοιτάς να σου εξηγώ
γιατί δεν εζωντάνεψε ποτές
ο μαρμαρωμένος βασιλιάς 
την Πόλη να μας δώσει.. 
ούτε και να σου αποκριθώ
γιατί το Βασιλόπουλο
στον πύργο του τον αψηλό
δε μύρωσε ποτές του την αγάπη..
κράτα μονάχα το χαλίκι του
του γκρεμισμένου πύργου σου αν μπορείς
θεμέλιο στο καινούριο παραμύθι σου να γένει..


''Μην το χαλάς το παραμύθι μου'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

27 Μαΐου 2020

''στις μυρουδιές της αγριοφλαμουριάς''

Είπα να πάψω πια να λογυρνώ
στης θύμησης στου νόστου τα σοκάκια..
στα μέρη που με κατοικήσανε
κι εφύλαξα..κι εκύκλωσα με γνώση..  
μα ο ευλογημένος τόπος μου
π' ελάξευσε την Επικράτεια την μικρή
της Ενδοχώρας μου..για να πισογυρνάω
μου ταχυδρόμησε στ' απρόσμενα
τις μυρουδιές της αγριοφλαμουριάς..
της άγριας λεβάντας..
τις μυρουδιές των αμπελιών και της συκιάς..
τη μυρουδιά απ' τα αγριοβατόμουρα..
κει να με συναντάω..

Η σκέψη ανυπάκουη..
ξεσκόνισε της εφηβείας τα φτερά
επέταξε πάνω απ' τους έρημους περιστερώνες
ακροπατεί με τα σανδάλια της στα δειλινά
λυγάει τις αντιστάσεις..
σε ποταμούς..σε κάμπους καρπερούς..
ακροβατεί..σκοινί ζωής..
πατώντας το το χώμα της πατρίδας 
που τη βύζαξε..
η σκέψη στασιάζει.
αναλογιζόμενη πισογυρνώ..
στους ίσκιους κάτω από τα δεντριά
των φίλων που με σκέπασαν
στης αθωότης μου τα χρόνια
αποζητώντας τη δροσιά.. 

Μεγάλωσαν οι φίλοι μου..
αραίωσαν.. εφύγανε..
μίκρυνε ο ορίζοντας
αλλάξανε κι οι δρόμοι..
καινούρια πρόσωπα στις γειτονιές..
μα οι μυρουδιές μεθυστικές
στις βόλτες  τις απογευματινές..
φωνές και γέλια και στριγγλιές..
η καλικούτσα ζωντανή..
να φτάσω εκείνα τα ψηλά
νοσταλγικά με προσκαλεί..
να ζωγραφίσω απ' την αρχή..
τα Καλοκαίρια της ψυχής
που ακόμα με ποτίζουν.

''στις μυρουδιές της αγριοφλαμουριάς''  - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,