21 Ιουλίου 2020

''ασίγαστα τζιτζίκια''- Δοκίμιον Λυρικόν


 art   Nino Chakvetadze
Απ' όλα πιότερο που εζωγράφισα στη μνήμη μου..από τα περασμένα Καλοκαίρια μου..των Αύγουστών μου
των ζεστών που αποχαιρέτησα και των ελπιδοφόρων..είν' η ξυπολησιά μου δίπλα εκεί..στα γνώριμα ποτάμια μου..
μέσα στους ήλιους τους καυτούς ..εγώ να τρέχω εκεί ξοπίσω τους κι εκείνα να κυλάνε..σ' ένα κυνηγητό ονείρων άνισο..πλωτό....

Νόστος θα πεις αγιάτρευτος..εκείνα τα αδέσποτα παιδιά..παρέα με τα τζιτζίκια του χωριού..ασίγαστα τζιτζίκια οι παιδικές ψυχές..στις άκρες απ' τα βάτα και στους κλώνους τριγυρνάνε.Τώρα που όλοι αλλάξαμε..που άλλαξα κι εγώ..στην πρωινή μου τη δροσιά..εκείνη που μου μούσκευε τα δάχτυλα στα πόδια..στα απέραντα λιβάδια της ζωής μου τα ασύνορα..

επιστρέφω να βραχώ .....

Χρώματα..ήχοι..κάματος..μελίσσι σε καιρό μιας σύναξης ανθοφορίας μελιού..σοδειές μεγάλες και μικρές..εμπειρίες καλές μα και κακές..μα πάντοτε σοφές..σε πανηγύρι απλώνονται ..πραμάτεια των ματιών μου..τα αραδιασμένα τα γεράνια σου στου τοίχου ακουμπισμένα του ασπρισμένου μας σπιτιού..τα σύκα τα ολόγλυκα..τα τζάνερα..απ' τα δέντρα εκεί στις άκρες απ' των χωραφιών τα σύνορα..με μαεστρία συναγμένα.

Τα Καλοκαίρια είναι ο δρόμος μου της παιδικής καταφυγής μου..
Απόγευμα Καλοκαιριού κάτω απ' τις ακακίες..κατακαλόκαιρο κι η φέτα ενός ζαχαρωμένου καρπουζιού..να στάζει στο μπλουζάκι..στη σιέστα του μεσημεριού αποκαμωμένη η γιαγιά να αφουγκράζεται των νιάτων τη συνέχεια και της ζωής το άνθος.Νόστος γλυκός με κυβερνά και από τότες κάθε Θέρος επιστρέφω...

''ασίγαστα τζιτζίκια'' - Δοκίμιον Λυρικόν
Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

20 Ιουλίου 2020

''Σαν πεταλούδα διάφανη'' - ( στην κόρη μου )


φωτο: από το διαδίκτυο



Σαν πεταλούδα διάφανη μιαν Άνοιξη
πιτσιλωτά είχες τα φτερά..στο κίτρινο στο μαύρο
ανυποψίαστη ταξίδεψες στο άδηλο
τις ονειροπαγίδες που σου έστηνε ο χρόνος να δαμάσεις
κατέβηκες στον κήπο μου
και από τότες κάθε χαραυγή..φορείς το φόρεμα της Ηούς
στα φυλλοκάρδια μου τρυπώνεις  απλώνεις τα μετάξινα φτερά..τη γύρη κλέβεις της δικής μου της ψυχής
μέλι για να το κάμεις..
κλέβεις τη γύρη απ' τον ανθό..μου το ακουμπάς..
το ρόδο το μισάνοιχτο μου ανθίζεις..  
χίλιες ευχές σου τραγουδώ σήμερα που στον Αη- λια
το λόφο στο ξωκκλήσι μου φωτίζεις..
ανοίγω το βιβλίο των ευχών
με τη μεταξωτή κορδέλλα απ' το ερμάρι της καρδιάς
της μάνας την ευωδιαστή ευχή..να σου ταχυδρομήσω
Ηλιανή μου ακριβή..
η γύρη που τρυγάς απ' τη ζωή
τα όνειρα γλυκά να σου μελώνει..

''Σαν πεταλούδα διάφανη''- Σοφίας Θεοδοσιάδη ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

19 Ιουλίου 2020

''η γοητεία του κλασσικού''



Κι εκεί που λες πως όλα έχουν καταποθεί 
στης μέγγενης του χρήματος ..
στης Σκύλλας και της Χάρυβδης το στόμα.. 
εκεί που όλα μοιάζουν ανεπιστρεπτί 
στο Μαμμωνά παραδομένα 
εκεί που αγέλες έρμαια σέρνονται
στης πολιτικής την σκοπιμότης
έρχεται κείνη η ώρα που γεννιούνται οι ψίθυροι..
κάτω από την Ακρόπολη 
το λογισμό σου κλέβει..
εκεί που οι ήχοι της ψυχής χτυπούν 
και λούζονται τα μάτια
είναι η γοητεία του κλασσικού..το ιδεατόν
το πνεύμα της ανύψωσης
νικά τον ελιτίστικο αυτισμό
και μας σταλάζει ελπίδα..
πως μου χαρίζεται ο έναστρος ο ουρανός
πως μου χαρίζονται πετράδια ακριβά
όντας τα βράδια σεργιανώ με αγαπημένους μου
κι οι Καρυάτιδες λικνίζονται στο βράχο.
Γόησσα η Ακρόπολη 
στέκεται αγέρωχη στη μανία του Βορρά
γροθιά στο πρόσκαιρο..εις το φθαρτό
καθώς βαθαίνει η ρίζα τους
γυμνή να ξεσκεπάζει την αλήθεια..
Η αλήθεια κρύβεται εκεί όπου ξεπλένεται η ψυχή..
εκεί που ο νους λογοδοτεί 
καθώς κουράστηκε και η Γης να τρέφει άστεγες ψυχές ..
μίζερες αυταπάτες.. .

''η γοητεία του κλασσικού'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη


.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,...............

17 Ιουλίου 2020

<< Μοιάζεις της θάλασσας>>

φωτο : από το διαδίκτυο


Στις παρυφές της Δύσης μου
μοιάζεις της θάλασσας μου μήνυσες
κι έσκυψες και με φίλησες...
με την ψευδαίσθηση της λύτρωσης
αφέθηκα..ολάκερη βυθίστηκα
μεθώντας με το ρόδινο βελούδο των χειλιών σου
ώσπου απόκαμα..καινούρια πάθη
λάθη που μεθούν..
το μέσα μου άνεμο ξυπνούν
στου Ποσειδώνα την αγκάλη με κοιμίζουν ..
''Πόσο στ' αλήθεια θάλασσα
γυναίκα εσύ της μοιάζεις''...
μου το εψιθύρισες και πάλι απ' την αρχή..
θαρρούσες πως τον ψίθυρο αγνόησα
σε κοίταξα με βλέμμα δακρυσμένο..εκστατικό
σπαράγματα οι συλλαβές..οι λέξεις των ματιών μου..
''η θάλασσα κάθε φορά παίρνει το χρώμα της αυτό
από τον ουρανό που τη σκεπάζει''..
''μην κλαις κυρά μου εσύ κι οι θάλασσες δεν κλαίνε..
μόνο σταλάζουνε δροσιά..σ' ερωτευμένων τα κορμιά
λικνίζουνε τον έρωτα στο κύμα τους τα βράδια''..

<< Μοιάζεις της θάλασσας>> - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

16 Ιουλίου 2020

''από το συρτάρι της γιαγιάς Σοφίας''


φωτο : από το διαδίκτυο
Από μικρό παιδί δε μ' άρεσαν τα παραμύθια που για Δράκους εμιλάγαν και για μάγισσες κακές..κι ας ήτανε και οι δράκοι και οι μάγισσες στοιχειά μες στη ζωή μας..τα παραμύθια έψαχνα να βρω απ' τα χείλη της γιαγιάς..που για αγάπη θα μιλούν..θα την κοιτούν κατάματα..θα συγχωρούνε τους σκληρούς..τους απερίσκεπτους ετούτης της ζωής.. την αχαριστία θα συγχωρούνε..Μεγάλωσα κι ακόμα με παραμύθια είναι καμμιά φορά..που θέλω να στα λέω..είναι που θέλω την παρηγορία να γευτώ..να τα γιομίζω τα λαγούμια της ψυχής..μη μένουνε χτισμένα με λιθάρι..εκεί εις τον πάτο..στο τσουκάλι να βουτάω..για να τ' ακούς  γλυκύτερα..να βγαίνουν τα μαντάτα μελωμένα..
 
«Ήτανε μες στο δύσκολο καιρό..μια μάνα που είχε τέσσερα παιδιά..δυο γυιούς και δύο θυγατέρες μέσα στη φτώχεια και στης ανέχειας τον καιρό..έδινε μάχη καθημερινά..καρβέλι μην τους λείψει..δεντριά να γίνουνε ψηλά σαν κυπαρρίσια..αγάπη να βρουν στη ζωή..δουλειά και περηφάνεια.
Τα μοσχοανάθρεψε με αγάπη περισσή..τα ροζιασμένα δάχτυλα το χάδι  τους απλόχερα τρατάραν..
μα η ζωή έχει άνθιση και έχει και φθορά..κι εγέρασε ανήμπορη τα πόδια της να σύρει..

Αρρώστησε και έπεσε στην κλίνη της βαρειά..έμενε εις το διπλανό χωριό..εκεί στο σπίτι τους το πατρικό..που εγέννησε κι ανάθρεψε τα τέσσερα παιδιά της..ο άντρας της ήτανε αποθαμένος από καιρό..την άφησε με τέσσερα ορφανά..και είχε εις τον πέτρινο καιρό τα πέντε στόματα μαζί με το δικό της για να θρέψει..κι έστειλε και εμήνυσε με μια γειτόνισσα καλή στο γυιό της τον πρωτότοκο βοήθεια να ζητήσει..μα εκειός άπονα την αγνόησε..της μήνυσε πως δε μπορεί..το χωράφι με το αλέτρι του σέρνει και το οργώνει..εθύμωσε η μάνα του κι ευθύς τον καταράστη..ωσάν το αλέτρι σου που σέρνεται στη γης..όφις να σέρνεσαι του μήνυσε στα χώματα επάνω..και η κατάρα έπιασε και όφις εγεννήθη...

 
  Κι ύστερα μήνυσε στο δεύτερο το γυιό βοήθεια να φέρει..κι αυτός επροφασίστηκε πως δίχτυ έβαζε στ' αμπέλι του αγκαθωτό..μη φάνε τα σταφύλια τα πουλιά και τι θα απογίνει ..χρόνος για τη μάνα  δεν επερίσσευε..και ίσως να μπορέσει..όταν τελειώσει τη δουλειά στο σπίτι της να έρθει..κι εκείνη πικραμένη εξεστόμισε κατάρα να τον πιάσει..όλο το δίχτυ επάνω σου να κουβαλάς..μ' αγκάθια η πλάτη σου να είναι ζαλωμένη..κι εγένηκε σκαντζόχοιρος με μιας..με αγκάθια εις την πλάτη φορτωμένος..
 
  Κι έπειτα ήρθε η σειρά των κοριτσιών βοήθεια να ζητήσει..έστειλε και εμήνυσε στην κόρη τη μεγάλη της.. μα εκείνη επροφασίστηκε μπουγάδα πως τελειώνει..κι άλλη κατάρα εξεστόμισε..με λόγια πικραμένα..τη σκάφη σου στην πλάτη μια ζωή να κουβαλάς..το βάρος να σηκώνεις..κι ευθύς χελώνα εγίνηκε με μιας..η κόρη η προκομμένη και κουβαλεί τη σκάφη της ..και κρύβει τη μουσούδα της απ' τη ντροπή καμμένη..Απόμεινε η μικρότερη το στερνοπούλι της.. η χαϊδεμένη θυγατέρα..της μήνυσε απελπισμένη πως αγκομαχεί..βοήθεια να φέρει..κι εκείνη εζύμωνε ψωμί..στα αλεύρια μπερδεμένη..Τρέχει και πάει στο σπιτικό της μάνας της με χέρια και με την ποδιά στα αλεύρια με τη ζύμη  κολλημένη..
Τι έχεις μάνα..που πονείς..γιατρό για να σου φέρω..βοτάνια να σου ψήσω..βάλσαμο..να γιάνει ο πόνος σου με μιας..να μη μου τυραγνιέσαι..Την πήρανε τα δάκρυα τη γρια..γλυκά την εχαϊδεύει..σκύψε κόρη μου μικρή..την κόμη τη χρυσή σου ν' ακουμπήσω..μια ευχή να θέσω στα μαλλιά..για να την έχεις φωτοστέφανο..όταν θα τα χτενίζεις..να 'χεις την ευχή μου κόρη μου κι ό,τι ακουμπούν τα χέρια σου μέλι γλυκό να μοιάζει..Έγινε μέλισσα η κόρη η μικρή.. το μέλι για να στάζει..κι απ' τις κηρύθρας της το βιος κεριά να χύνονται στα εργαστήρια της ψυχής..το φως μέσα στην οικουμένη να προβάλλει..

 
Η μάνα εξεψύχησε..με δάκρυα στα μάτια..δεν ήτανε η αχαριστία των τριων της των παιδιών..που αρνηθήκανε βοήθεια..και εραγίσαν την καρδιά της .. μα ήταν που εξεστόμισε κατάρες στα παιδιά..που εβύξαξε απ' το γάλα της..της φάνηκε ανελέητα σκληρό..πως μπόρεσε για μια μοναδική στιγμή  να γίνει πέτρα η καρδιά της..για ήταν ο πόνος ο σωματικός της που της εγονάτισε το νου..κι εφούρκισε τα χείλη..αυτή που με ξεσκισμένη την καρδιά αναφώναε ''μη χτύπησες παιδί μου''.Εζήτησε συχώρεση απ' το Θεό..τα μάτια πριν τα κλείσει..
Η μάνα είναι θάλασσα..είναι αγκαλιά του κόσμου..πρέπει να συγχωράει..να 'χει φτερούγες να σκεπάζει τα παιδιά.. η αγάπη είναι που αλλάζει..μαλακώνει τις ψυχές..κακό φυτεύουν οι κατάρες..μα άνθρωπος είναι και η μάνα με αδυναμίες τι θαρρείς..θυμό και ενοχές..μην την παρεξηγάτε..
μα σαν θα πάρεις την ευχή βγες άφοβα στη στράτα..»

Αλήθεια.............
αναρωτηθήκατε ποτές κι εσείς..τι είναι αυτό που μας φέρνει στις ευθύνες μας μπροστά..απέναντι στους γέροντες γονείς μας? Είναι χρέος ανταπόδωσης..είναι απλή επιστροφή των κόπων και των πεπραγμένων τους..είναι ο φόβος της κατακραυγής μας του περίγυρου ή είναι ενσυναίσθηση και όσμωσης ψυχών..μιας φιλοσοφίας εμβάνθυσης για την κοινή τη μοίρα των ανθρώπων μες στο χρόνο..και μήπως τελικά μιας ανιδιοτελούς αγάπης που εγεννήθηκε από τα μικράτα μας και μέσα μας αιωρείται ως το τέλος?

''παραμυθία της μέλισσας''

( από το συρτάρι της γιαγιάς Σοφίας) -  της Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

''βραδυάζω με τα γιασεμιά ''


by Vivienne Bellini
Στον πελαγίσιο αγέρα παραδίνομαι
μοσχοβολούν τα γιασεμιά 

στο φράχτη μου μαζί μου ξενυχτούνε
της νύχτας τη μελαγχολία μου ακουμπούν 

στάζοντας ευωδίες..
έρχεσαι φευγαλέα..χάνεσαι
το ξέρω το έμαθα καλά
αλλάζουνε τοπίο κι οι ψυχές
τα τρυφερά τα λόγια τα γαληνεμένα σου
τα φέρνει ο φλοίσβος από την ακτή

βασανισμένες οι ώρες μου
σε σένα ο νους σαν τριγυρνά
αμήχανα τα χέρια στη σιωπή
το απτό σου ψαχουλεύουν..
γλιστράς αθόρυβα στο πλάι μου
ίασμος η ανάσα η παγωμένη σου
στο φράχτη της ψυχής μου..
και τι θαρρείς..
σε καρτερώ τα βράδια μου
είναι ψυχές τα νυχτολούλουδα
στους φράχτες σκαρφαλώνουν
δε θέλω να με λησμονάς
βραδυάζω με τα γιασεμιά
τη νύχτα σε ανθίζω..
μην ποτιστείς της άρνης το νερό
πριν γίνεις νυχτολούλουδο σ' αγάπησα
κι ακόμα σ' αγαπάω..

''βραδυάζω με τα γιασεμιά '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

15 Ιουλίου 2020

''υπόγεια μαϊστράλια''


φωτο : από το διαδίκτυο
Εκάλπαζε ο νους μες στην ακρογιαλιά
τον εχαϊδεύανε ηδονικά
υπόγεια μαϊστράλια ..
αντάριευαν οι θάλασσες
θάλασσες είναι μη θαρρείς..
γαληνεμένες άλλοτε
κι άλλοτες αγριεύουν
μα τη δροσιά τους εις το βράχο σαν γευτείς
ποτέ σου πίσω δεν γυρίζεις...
η μνήμη στα παλιά πετράδια τριγυρνά
λες κι είναι πάπυρος παλιός
με ένα κορδόνι τυλιγμένος..
με παροτρύνει απόψε ο άνεμος
σε μια τελετουργία μυστική
να σ' αγαπήσω πάλι απ' την αρχή
και να σε νοσταλγήσω..
Ω!!! το Καλοκαίρι μας στο Μόλυβο..
έσκυψες και τη μάζεψες..
μια πέτρα μαύρη τόσο δα μικρή

μες στη λευκή τη συλλογή μου
λες και  μικρό παιδί που βρήκε θησαυρό
να την φυλάξει στην κρυψώνα..
έχω μια λύπη απόψε στην ψυχή
φλέβες γυμνές οι σκέψεις μου
φέρνει απ' τα βάθη της η θάλασσα
υπόγεια μαϊστράλια
βυθίζε το του έρωτα το αρχέγονο 
το μαύρο σου πετράδι..
μα πάλι συλλογάμαι τι θα ήμουν στη ζωή
αν για το λίγο που είν' το διάβα μας
έχανα το πετράδι απ' τα μάτια μου
έσβηνα τα σημάδια απ' τα φιλιά σου..
κάλλιο να βρέχομαι εις το βυθό
αναγεννά την απουσία σου
παρά η πεζότης στη στεριά..

για να με καταπίνει..

  ''υπόγεια μαϊστράλια'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,