16 Ιουλίου 2020

''από το συρτάρι της γιαγιάς Σοφίας''


φωτο : από το διαδίκτυο
Από μικρό παιδί δε μ' άρεσαν τα παραμύθια που για Δράκους εμιλάγαν και για μάγισσες κακές..κι ας ήτανε και οι δράκοι και οι μάγισσες στοιχειά μες στη ζωή μας..τα παραμύθια έψαχνα να βρω απ' τα χείλη της γιαγιάς..που για αγάπη θα μιλούν..θα την κοιτούν κατάματα..θα συγχωρούνε τους σκληρούς..τους απερίσκεπτους ετούτης της ζωής.. την αχαριστία θα συγχωρούνε..Μεγάλωσα κι ακόμα με παραμύθια είναι καμμιά φορά..που θέλω να στα λέω..είναι που θέλω την παρηγορία να γευτώ..να τα γιομίζω τα λαγούμια της ψυχής..μη μένουνε χτισμένα με λιθάρι..εκεί εις τον πάτο..στο τσουκάλι να βουτάω..για να τ' ακούς  γλυκύτερα..να βγαίνουν τα μαντάτα μελωμένα..
 
«Ήτανε μες στο δύσκολο καιρό..μια μάνα που είχε τέσσερα παιδιά..δυο γυιούς και δύο θυγατέρες μέσα στη φτώχεια και στης ανέχειας τον καιρό..έδινε μάχη καθημερινά..καρβέλι μην τους λείψει..δεντριά να γίνουνε ψηλά σαν κυπαρρίσια..αγάπη να βρουν στη ζωή..δουλειά και περηφάνεια.
Τα μοσχοανάθρεψε με αγάπη περισσή..τα ροζιασμένα δάχτυλα το χάδι  τους απλόχερα τρατάραν..
μα η ζωή έχει άνθιση και έχει και φθορά..κι εγέρασε ανήμπορη τα πόδια της να σύρει..

Αρρώστησε και έπεσε στην κλίνη της βαρειά..έμενε εις το διπλανό χωριό..εκεί στο σπίτι τους το πατρικό..που εγέννησε κι ανάθρεψε τα τέσσερα παιδιά της..ο άντρας της ήτανε αποθαμένος από καιρό..την άφησε με τέσσερα ορφανά..και είχε εις τον πέτρινο καιρό τα πέντε στόματα μαζί με το δικό της για να θρέψει..κι έστειλε και εμήνυσε με μια γειτόνισσα καλή στο γυιό της τον πρωτότοκο βοήθεια να ζητήσει..μα εκειός άπονα την αγνόησε..της μήνυσε πως δε μπορεί..το χωράφι με το αλέτρι του σέρνει και το οργώνει..εθύμωσε η μάνα του κι ευθύς τον καταράστη..ωσάν το αλέτρι σου που σέρνεται στη γης..όφις να σέρνεσαι του μήνυσε στα χώματα επάνω..και η κατάρα έπιασε και όφις εγεννήθη...

 
  Κι ύστερα μήνυσε στο δεύτερο το γυιό βοήθεια να φέρει..κι αυτός επροφασίστηκε πως δίχτυ έβαζε στ' αμπέλι του αγκαθωτό..μη φάνε τα σταφύλια τα πουλιά και τι θα απογίνει ..χρόνος για τη μάνα  δεν επερίσσευε..και ίσως να μπορέσει..όταν τελειώσει τη δουλειά στο σπίτι της να έρθει..κι εκείνη πικραμένη εξεστόμισε κατάρα να τον πιάσει..όλο το δίχτυ επάνω σου να κουβαλάς..μ' αγκάθια η πλάτη σου να είναι ζαλωμένη..κι εγένηκε σκαντζόχοιρος με μιας..με αγκάθια εις την πλάτη φορτωμένος..
 
  Κι έπειτα ήρθε η σειρά των κοριτσιών βοήθεια να ζητήσει..έστειλε και εμήνυσε στην κόρη τη μεγάλη της.. μα εκείνη επροφασίστηκε μπουγάδα πως τελειώνει..κι άλλη κατάρα εξεστόμισε..με λόγια πικραμένα..τη σκάφη σου στην πλάτη μια ζωή να κουβαλάς..το βάρος να σηκώνεις..κι ευθύς χελώνα εγίνηκε με μιας..η κόρη η προκομμένη και κουβαλεί τη σκάφη της ..και κρύβει τη μουσούδα της απ' τη ντροπή καμμένη..Απόμεινε η μικρότερη το στερνοπούλι της.. η χαϊδεμένη θυγατέρα..της μήνυσε απελπισμένη πως αγκομαχεί..βοήθεια να φέρει..κι εκείνη εζύμωνε ψωμί..στα αλεύρια μπερδεμένη..Τρέχει και πάει στο σπιτικό της μάνας της με χέρια και με την ποδιά στα αλεύρια με τη ζύμη  κολλημένη..
Τι έχεις μάνα..που πονείς..γιατρό για να σου φέρω..βοτάνια να σου ψήσω..βάλσαμο..να γιάνει ο πόνος σου με μιας..να μη μου τυραγνιέσαι..Την πήρανε τα δάκρυα τη γρια..γλυκά την εχαϊδεύει..σκύψε κόρη μου μικρή..την κόμη τη χρυσή σου ν' ακουμπήσω..μια ευχή να θέσω στα μαλλιά..για να την έχεις φωτοστέφανο..όταν θα τα χτενίζεις..να 'χεις την ευχή μου κόρη μου κι ό,τι ακουμπούν τα χέρια σου μέλι γλυκό να μοιάζει..Έγινε μέλισσα η κόρη η μικρή.. το μέλι για να στάζει..κι απ' τις κηρύθρας της το βιος κεριά να χύνονται στα εργαστήρια της ψυχής..το φως μέσα στην οικουμένη να προβάλλει..

 
Η μάνα εξεψύχησε..με δάκρυα στα μάτια..δεν ήτανε η αχαριστία των τριων της των παιδιών..που αρνηθήκανε βοήθεια..και εραγίσαν την καρδιά της .. μα ήταν που εξεστόμισε κατάρες στα παιδιά..που εβύξαξε απ' το γάλα της..της φάνηκε ανελέητα σκληρό..πως μπόρεσε για μια μοναδική στιγμή  να γίνει πέτρα η καρδιά της..για ήταν ο πόνος ο σωματικός της που της εγονάτισε το νου..κι εφούρκισε τα χείλη..αυτή που με ξεσκισμένη την καρδιά αναφώναε ''μη χτύπησες παιδί μου''.Εζήτησε συχώρεση απ' το Θεό..τα μάτια πριν τα κλείσει..
Η μάνα είναι θάλασσα..είναι αγκαλιά του κόσμου..πρέπει να συγχωράει..να 'χει φτερούγες να σκεπάζει τα παιδιά.. η αγάπη είναι που αλλάζει..μαλακώνει τις ψυχές..κακό φυτεύουν οι κατάρες..μα άνθρωπος είναι και η μάνα με αδυναμίες τι θαρρείς..θυμό και ενοχές..μην την παρεξηγάτε..
μα σαν θα πάρεις την ευχή βγες άφοβα στη στράτα..»

Αλήθεια.............
αναρωτηθήκατε ποτές κι εσείς..τι είναι αυτό που μας φέρνει στις ευθύνες μας μπροστά..απέναντι στους γέροντες γονείς μας? Είναι χρέος ανταπόδωσης..είναι απλή επιστροφή των κόπων και των πεπραγμένων τους..είναι ο φόβος της κατακραυγής μας του περίγυρου ή είναι ενσυναίσθηση και όσμωσης ψυχών..μιας φιλοσοφίας εμβάνθυσης για την κοινή τη μοίρα των ανθρώπων μες στο χρόνο..και μήπως τελικά μιας ανιδιοτελούς αγάπης που εγεννήθηκε από τα μικράτα μας και μέσα μας αιωρείται ως το τέλος?

''παραμυθία της μέλισσας''

( από το συρτάρι της γιαγιάς Σοφίας) -  της Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου