με τα πανιά της Παναγιάς εις το κατάρτι σου
ζητούσες κατευόδιο στης ψυχής τα ποθητά
τον όρκο σου εκράταες.. εκράταες την ευχή της
πριν σε βουλιάξει ο καιρός..
σε καταπιεί η φουσκοθαλασσιά
εις την αντίπερα την όχθη να βρεθείς..
να το λουστείς το Θάμα.
Με καραβόπανα σχισμένα απ' τους καιρούς
άφηνες τον πουνέντε να σε οδηγεί
το ονείρεμα εσκόρπαες στον αιθέρα..
έβγαινες απ' της ύπαρξης την ύλη σου
οι σκοτεινές σου εποχές σε οδηγούσανε στο φως
λούζοσουν φως και όλα ήσαν φως..
ισχνές μορφές κλονούμενες ακολούθαες
εις τα μετόχια..τα ξωκλήσσια τα λευκά
το άλγος της ψυχής να συναντήσεις.
σε μάγευε το ιδεώδες μεγαλείο της ψυχής
ο σιωπηρός Της θρήνος..
Στο μυστικόν Της φως το άχραντον
τις θλίψεις σου ακούμπαες..αποζήταες καταφυγήν..
την σκέπην Της..διακαώς στα εντός την ανεζήτεις
του χρόνου η κλεψύδρα να γυρίσει αλλιώς
να σου φανερωθεί ξανά της Παναγιάς το Θάμα....
να χάνεται η μορφή Της στις καλαμποκιές
να περπατεί επάνω απ' τ' αφρισμένο πέλαο
σαν τότες που στα αθώα σου τα μάτια..
⫷ τα φωτεινά του Αυγούστου απογεύματα ⫸
Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου