2 Οκτωβρίου 2021

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΗς ΓΚΟΓΚΑς


ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ
 
Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
 
Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν. 
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
 
Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
 
Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
 
Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
 
Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
 
Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
 
Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.

 ΔΗΜΗΤΡΗς ΓΚΟΓΚΑς

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

⫷φυτρώναν στο περβάζι εριστικά ⫸

 

Την ώρα που φυτρώναν στο περβάζι εριστικά
της χαραυγής τα ονείρατα σκληρά με περιπαίζαν
έπαιρνα  το καβαλέτο μου στο μαξιλάρι μου
να βγω σεργιάνι μες στις γειτονιές
λες και ανυποψίαστη στης προδοσίας το ουτοπικόν
καινούριες οριογραμμές..καινούρια σύνορα χαράζοντας
στον ξεβαμμένο τοίχο της ψυχής
καινούριο έστηνα κάδρο.. 
τα δέντρα ακίνητα θροϊζουνε σκιες
της μνήμης ξεφλουδίζουν τις σκουριές
το αεράκι το νυχτερινόν 
διανυκτερεύοντα φύλλα της καρδιάς
γλυκά στην καμαρούλα επιστρέφει
δροσάτα πάλι απαρχής
 τα απέλπιδα ονείρατα της νιότης
με ξεγελούν..παραπλανούν όσο κρατεί
κι όντας ετούτο το σεργιάνι το μοναχικό
τις φλέβες μου παγώνει της ψυχής
έρχονται ελπιδοφόρες κείνες οι παλιές φωνές
κρατούν τα παγωμένα ακροδάχτυλα
χρώματα βάφει το πινέλο απαρχής
το κάδρο μου να μοιάζει ουράνιο τόξο.
 
⫷ φυτρώναν στο περβάζι εριστικά⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,..................

30 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ τα δέντρα πεθαίνουν σιωπηλά ⫸

Catrin Welz- Stein

Τι κι αν εσυλλαβίσαμε τις λέξεις μας
αν τραγουδήσαμε της νιότης τα μεράκια μας
κάτω απ' τα πυκνά τους τα φυλλώματα
στα πανηγύρια των δασών και των ερώτων.
Όταν πεθαίνουνε τα δέντρα σιωπηλά
κανείς δεν ομιλεί για την Γενοκτονία των
προνόμιο ανθρώπινον λογίζεται το λήμμα..
και όταν λείπουνε τα καταφύγια πουλιών
κανείς δεν ανατρέχει εις την ρίζαν του κακού..
εις το αιτιατόν....
 🌿🌿
Στης μνημοσύνης το κελάρι φυλαγμένο να κρατείς..
τα δέντρα είναι ποιήματα..
για να κουρνιάζουν τα πετούμενα της Γης
να τραγουδούν τη μουσική τους
να στέλνουνε στον ουρανό τις μελωδιές
ωσότου αγόγγυστα..αργά..απαρχής
γίνουνε λίπασμα ζωής...
ως και οι ταπεινοί νοήμονες ανθρώποι...
Κι όταν τα δάση γυμνωμένα από δέντρα σε κοιτούν
κι οι γερανοί έχουν αλλάξει ουρανό 
εσύ μονάχη σου τα δέντρα που ελαχτάρηζες
να τα φυτεύεις εις το δάσος το εντός..


⫷ τα δέντρα πεθαίνουν σιωπηλά ⫸  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


29 Σεπτεμβρίου 2021

⫷Λευκοθέα ..η λησμονημένη ⫸

 

 
 
 
 
 
 
 
 Ήταν μια νύχτα Φθινοπωρινή
ο έρωτας στα ξέφωτα εβγήκε για σεργιάνι
το μερτικό του εζήταε μαθές μες στη βροχή..
κι εκειά..χωρίς δεύτερην σκέψιν εις το νου
άνοιξε το σεντούκι της..φόρεσε το φουστάνι το λευκό
εκείνο που της έραψεν η μάνα της και το 'χε φυλαγμένο
σαν έρθει η ώρα η καλή να το φορέσει να γευτεί 
τη νυφική παστάδα..
ρόδα υακίνθους φόρεσε στα καστανά μαλλιά 
ακροπατώντας εκατέβη τα σκαλιά
χρόνους μόνη εκαρτέραε να εύρει ένα ταίρι ζηλευτό
η διψασμένη σάρκα της μαραίνονταν..
θρηνούσε ηδονές.. 
δεν πρόκαναν γυναίκες μονοστέφανες..απίκραντες
να στρώσουνε γι αυτήν γαμήλιο κρεβάτι..
η Λευκοθέα δεν λογάριαζε..δε μέτραε..
που γρήγορα ξεθώριαζαν οι Άνοιξες 
είχε μιαν ελευθερίαν εσωτερικήν
προσμένουσα το ιδανικόν
και ας την καταγράφαν όλοι στο χωριό 
πως  είν' απ' το Θεό λησμονημένη..
 
 
Οι μέρες ελιγόστευαν..το ιατρικό ραπόρτο ήταν σαφές
πως το σαράκι που εκατέτρωγε τ' αδύναμο κορμί της
δεν είχε πια αντίδοτο..δεν είχε πια σωσμό..
εβγήκε σαν αερικό μες στη νυχτιά ..
χρόνους την είχαν ξεγραμμένη..
ήπιε μια κούπα με γλυκό κρασί
η παραζάλη του έρωτα..ανέραστη κι αν ήτανε
στα ύστερα της έστειλε ακριβήν ανταμοιβή
η μέθη έφερε μπροστά της νιο τον Κωνσταντή
μες σ' ένα βαλς ερωτικό..λικνίστηκε παράφορα..
κι ύστερα προς το μέρωμα η πούλια πριν πλαγιάσει
εχάϊδεψε τους υακίνθους εις την κεφαλήν της μίαν στιγμήν
επέταξε στους ουρανούς κι εχάθη μοναχή της στο φεγγάρι..

 
⫷ Λευκοθέα ..η λησμονημένη ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 

28 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ στης δύσης την αγκάλη ⫸


δειλινό εν Πάτραις - 2/4/2022

Της θάλασσας ο ήχος κλέβει την ψυχή
στα βάθη της με κατοικεί
μικρές κρυμμένες πόρτες μ' οδηγούν
μακριά απ' τους ανθρώπους
είναι ετούτη η θεϊκή στιγμή..η μαγική
που ο βυθισμός πνιγμόν δε φέρει..
μες στην μαγείαν της σιωπής 
αφήνομαι νωχελικά στης δύσης την αγκάλη
αφουγκράζομαι τον βαθυστέναχτο ωκεανό
ούτε που να θυμάμαι πια
ποιούς είδα ποιους συνάντησα
κι εμείναν πάντα ξένοι..
γαλάζιες θάλασσες νυχτήμερα ονειρεύομαι
για να ξεπλένουν μες στης πόλης την αχλή
ως άλλοι καταρράχτες την οργή μου.
την αρμονίαν της ψυχής μου αναζητώ
μα απρόσμενα κουρσάροι λεηλατούν
τις εύθραυστες ισορροπίες του πνεύματός μου..
 
⫷στης δύσης την αγκάλη⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

27 Σεπτεμβρίου 2021

⫷άραγε η άλυσος ποτές⫸


Τα βράδια αλαργινή φωνή 
κρυφά της μυστικά μου μολογάει
άραγε η άλυσος ποτές
που την θρυλούν αιώνες τώρα οι ποιητές
λύει τα..τα δεσμά φυλακισμένων?
Ή μήπως με μίαν αόρατην κλωστήν
στου χρόνου τις αιώρες να πλανάται απειλή
να φοβερίζει με πληγές
εγκαύματα γ' βαθμού
σε δέρμα σε ψυχές ελεύθερων περπατητών
αντιφρονούντων ποιητών
ελεύθερων τω πνεύματι ανθρώπων?
 
Η φωνή ετούτη νοερά
χρόνους πολλούς με κυνηγά
με παίρνει στο κατόπι
τα βράδια τα έναστρά μου τα μοναχικά
στέλνει κρυφά τις Ερινύες εις την κλίνην μου
το λόγο μου ζητούνε απαιτητικά
αν έκαμα το χρέος μου ως άνθρωπος
αν εκατέβηκα εις τα λαγούμια τους
αν στων δακρύων τις ροές εκατρακύλισα
κομματιασμένην και την άλυσον
ή ακμαία στων δακρύων τους  βρυχάται?
να τις ποτίσω με τα λόγια μου
που επλήγιασεν τα κότσια αδικημένων..
 

⫷ άραγε η άλυσος ποτές ⫸- Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

25 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ πίσω απ' το τζάμι⫸


πίνακας: Peter Lupkin
Οι δρόμοι ήσαν σκοτεινοί
οι μέρες εμικραίνανε..μεγάλωναν οι νύχτες..
έξω κανείς δεν επερπάταε..εκούρνιαζαν νωρίς αποβραδίς..
οι λιγοστοί διαβάτες..
μον' ο βοριάς π' εφύσαε
στροβίλιζ' άναρχα τ' ανεμοδούρι της ψυχής μου..
πίσω απ' το τζάμι το θολό
ένα θαμπό φεγγάρι εφώταε την κάμαρη
εφώταε την καρδιά μου..
το αχνό το φως του λυχναριού..
στον τοίχο εζωγράφιζε 
την τρυφερή μορφή σου..
σηκώθηκα και έτρεξα
να 'ρθω εκεί σιμά σου
τα δυο μου χέρια άπλωσα
κι εσύ μου χαμογέλασες..
 μου 'γνεψες να 'ρθω στην αγκαλιά σου..
η λάμπα έφεγγε αμυδρά..
στο αχνισμένο τζάμι
σου έγραψα το σ' αγαπώ
κι ενώ περίμενα να σηκωθείς
να 'ρθεις στην αγκαλιά μου
ίδρωτας μ' έλουσε κρυφός
θυμήθηκα που ήσουνα χρόνους αποθαμένος..
πίσω απ' το τζάμι η υγρασία νοτίζει την ψυχή
ρανίδες τρέχουν και γλιστρούν 
οι σκέψεις ραγισμένες
πως να ξεφύγω από την πλάνη μου
τις θυμαπάτες μου πως να τις πολεμήσω?
 
⫷ πίσω απ' το τζάμι ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

24 Σεπτεμβρίου 2021

⫷θάλλουσες μνήμες⫸

                                                                                                                                                                              

Επίστευα πως ήμουνα ευλογημένη απ' το Θεό
                       ασπαίρουσα της νιότης η καρδιά σε συναντούσε..
                    ήταν η αγάπη μας που τα 'κανε να μοιάζουνε χρωματιστά.
                                       Ένιωθα ασφαλής..προστατευμένη
                                       ώσπου λαβώθηκαν τα γήινα φτερά.
                       Νόμιζα που ο χρόνος είν' μακρύς..είν ατελεύτητος
                                         θάνατο δε λογάριασα
                               η αγάπη μας μονάχα τη ζωή υποσχόταν .
                                          Κι ύστερα πίστεψα
                                  μάτι κακό πως έπεσε απάνω μας
                         βρήκε έναν τρόπο η μοίρα να καταραστεί
                          περασμένα μεσάνυχτα ημισέληνα
                      θάλλουσες μνήμες με σιμώνουν των νεκρών
                             στα σιωπηλά σεντόνια κατοικούνε.. 
                        δακρύων ροές..λυγμών κραυγές κατρακυλά
                             τώρα δεν ξέρω τι να διαλέξω απ' τα δυό
                     την ήττα να διαλέξω την ανθρώπινη στο μάταιον
              ή την αέναη αγάπη μας που μ' έφερνε στον κήπο της Εδέμ?

        ⫷θάλλουσες μνήμες ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
         ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,  
         

23 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ το ταβερνείον της Ροδένιας ⫸



Το ταβερνείον της Ροδένιας 
κόσμον εμάζευεν τις νύχτες εκλεκτόν
τόπος συνάντησις απόμαχων ταξιδευτών
των αφανών των ποιητών..των τροβαδούρων..
οίνον παλαιάς ωρίμανσης ετράταρε
ως άλλος ηνοχόος η Ροδένια
δεν πούλαε τον μούστον για κρασί..
ψητή πατάτα..ολίγας ελαίας..το μεζεδάκι πενιχρόν
τα βράδια του νοτιά τα βροχερά
στα μάτια εζωγραφίζονταν μια κάποια ευτυχία..
τα γιασεμιά..ο βασιλικός..τ' αγιόκλημα
ανάδευαν μοσχοβολιές
 των χρόνων ξεχασμένες στα τραπέζια..

Ο κόσμος ήταν λιγοστός μέσα στο ταβερνείον
φωνές αισθαντικές ακούγονταν στα σιγανά
κι ήταν ετούτος των φωνών ο λυρισμός
 απρόσμενα ένα μεγαλείον...
Μόνος εκεί σε μια γωνιά ο Νικολής καθόταν
εφόραε μια χλαίνη απ' το στρατό
απομεινάρι ηρωικό..δεμένο με τις θύμησες
αγκάθι στην ψυχή του..
κι αν κάποτες  σε ευτελή κραιπάλη
όρισεν η μοίρα του..έκλυτον βίον να διάγει
σήμερον η ζωή άλλα του επεφύλασσεν
μέσα απ' τα φαράγγια που εδιάβηκε
ελυτρώθη η ψυχή του.... 
στιχάκια καρδιακά εσκάρωνε
επάνω στο πακέτο του με τα στριφτά τσιγάρα
έμοιαζαν να 'ν λυπητερά
ως η ζωή η μεστή ζωή..μα θλιβερή του.

Τραγουδιστάδες έρχονταν τα παίρνανε
αηδόνια που λαλούνε να τα κάμουν
και η Ροδένια τον ερώταε συχνά πυκνά:
γιατί έκλαιες πάλιν εψές καλέ μου..
μα εκειός λόγια πολλά δεν έλεγεν..έμενε σιωπηλός
κάθε που εσκοτείνιαζε έψαχνε την ψυχή του..

⫷ το ταβερνείον της Ροδένιας ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

21 Σεπτεμβρίου 2021

⫷ μικρή μπαλάντα ⫸


Φεγγαρινό μου κάλεσμα και της ψυχής σαγήνη
τούτη η μαγεία με ξεπερνά και γέφυρες μου ρίχνει
να τις διαβώ στα σιωπηλά..
πριν άστρα σε τυλίξουνε σε κρύψουν στη σελήνη..
κατέβα κάτω να χαρείς
τ' ανήλιαγα με φέγγος να ποτίσεις
για δε μ' αφήνεις μια στιγμή
το λάμπος σου να φορεθώ
για ν' αντηχήσεις μέσα μου..
στην άρπα μου.. 
μικρή μπαλάντα να γραφεί φεγγαρινή
πριν ο βυθός με καταπιεί καθώς
τα φύκια τα λυσίκομα στα σκοτεινά
εμέ πολύ φοβίζουν..
Στην τραγική απάτη μου δοσμένη αποβραδίς
στέκομαι αλύγιστη κι ωχρή
π' όξω στο παραθύρι μου
έν' άγρυπνο φεγγάρι καρτερεί
απόψε να μην κοιμηθείς γλυκά μου παραγγέλνει
κι όσο θα σκάει το κύμα ρουμπινί
στην έρημη ακτή μου..
μέσα εις την κάμαρη τη σκοτεινή
με τρεμοσβήνουσες αναλαμπές ένα κερί
το έρεβος..την ατελεύτητη ερημία της ψυχής
νοσταλγικά..ευλαβικά θε να φωτίζει..

⫷  μικρή μπαλάντα ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,