9 Φεβρουαρίου 2016

Το γαϊτανάκι - Ζωρζ Σαρή



Εκτύπωση
Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.
  Οι συχωριανοί του πολύ τον αγαπούσαν κι όλοι τον φώναζαν: ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος. Κάποιο δειλινό, όταν ο ήλιος καλησπέριζε τη νύχτα που σκαρφάλωνε πίσω από το βουνό, τρία κοριτσάκια πέρασαν μπροστά από τον κήπο του κυρ Νικόλα, τραγουδώντας τούτο το όμορφο τραγούδι:

  Αν όλα τα παιδιά της γης
  πιάναν γερά τα χέρια
  κορίτσια αγόρια στη σειρά
  και στήνανε χορό
  ο κύκλος θα γινότανε
  πολύ πολύ μεγάλος
  κι ολόκληρη τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Ο γερο-σοφός, κείνη την ώρα, πότιζε τα λουλούδια του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στα παιδιά. Το γέρικο ρυτιδιασμένο χέρι του τους έγνεψε φιλικά.
  – Καλησπέρα, κυρ Νικόλα, του φώναξαν τα κοριτσάκια, και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
  Όταν τέλειωσε το πότισμα, ο κυρ Νικόλας μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στο γραφείο του. Μια στοίβα χοντρά βιβλία τον περίμενε. Έπρεπε να τα διαβάσει… Τι παράξενο όμως, εκείνο το βράδυ, όσο κι αν πάσχιζε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε. Ο λογισμός του έτρεχε αλλού: στα τρία κοριτσάκια, στο τραγούδι τους.

  Χρόνια τώρα ζούσε ευτυχισμένος με τα βιβλία του, τα λουλούδια του, ολομόναχος, και ξάφνου η μοναξιά τού φάνηκε αβάσταχτη. Κατάλαβε πως η ζωή του έφτανε στο τέρμα της, νοστάλγησε τα νιάτα του.
  Ήταν πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ ο καλός κυρ Νικόλας. Κουνούσε το χιονισμένο του κεφάλι και μιλούσε δυνατά: «Είμαι μόνος, κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανέναν δεν μπορώ να βοηθήσω με τις χίλιες γνώσεις μου. Είμαι άχρηστος. Ας ήμουν τουλάχιστο νέος, ας είχα τη δύναμη να ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα μπορούσα…»

  Μονομιάς το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να χώνει βιαστικά κι ανάκατα μέσα σε μια βαλίτσα τα πράματά του. Λίγα ρούχα, το χτένι του, το σαπούνι, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, τις παντόφλες του…
  Την άλλη μέρα το πρωί, οι χωριανές, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλά τους, είδανε ξαφνιασμένες τον κυρ Νικόλα, που ποτέ δεν είχε βγει τόσο νωρίς, να κατευθύνεται προς το σταθμό του τρένου.
  «Πού να πηγαίνει ο γερο-Γαρίφαλός μας;» αναρωτήθηκαν.
  Ο σταθμάρχης τον χαιρέτησε με σεβασμό και τον βοήθησε ν’ ανέβει στο βαγόνι. Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η ατμομηχανή ξεφύσηξε δυνατά, κι οι τεράστιες ρόδες άρχισαν να κυλάνε πάνω στις σιδερένιες ράγες. Ώρες πολλές, τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ, και το τρένο έφτασε στη μεγάλη πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τα πολλά αυτοκίνητα. Ο γερο-σοφός σάστισε, ζαλίστηκε από τη φασαρία και την κίνηση, αλλά δεν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του ξακουσμένου γιατρού Ξανανιώνη. Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας την κάτασπρη μπλούζα του. Ήτανε νέος και όμορφος.

  – Γιατρέ, του είπε αμέσως ο κυρ Νικόλας, δεν είμαι άρρωστος. Είμαι γέρος, πολύ γέρος. Έρχομαι σε σας για να μου δώσετε τα χάπια «Νεοζίλ», που δίνουν ξανά νιάτα και δύναμη. Θέλω να εξαφανιστούν οι ρυτίδες μου, θέλω το κορμί μου να γίνει εικοσάχρονο.
  Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια.
  – Αυτά τα χάπια είναι σπάνια και κοστίζουν ακριβά. Έχετε τόσα πολλά χρήματα για να τ’ αγοράσετε;
  – Γιατρέ μου, είμαι απένταρος, κι όμως τα θέλω. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί τα θέλω. Χτες το βράδυ, έτσι ξαφνικά, μια θαυμαστή Ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η Γη μας είναι στρογγυλή με 40.000 χιλιόμετρα περιφέρεια. Κάπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι την κατοικούν. Έκανα ένα μικρό, απλό υπολογισμό: Αν όλοι οι νέοι όλου του κόσμου, αγόρια και κορίτσια, δώσουν τα χέρια μιαν ορισμένη μέρα, σε μιαν ορισμένη στιγμή, μπορούν να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη, κι όλοι μαζί, αγαπημένοι, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Πρέπει να γίνω νέος και δυνατός. Θα κάνω το γύρο του κόσμου και θα μιλήσω σ’ όλους για την Ιδέα μου και είμαι σίγουρος πως θα την καταλάβουν και θα τη δεχτούν.

  Ο γιατρός άκουσε προσεχτικά το γερο-Νικόλα, ύστερα σηκώθηκε, άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη γιατρικά κι έβγαλε ένα μικρό κουτί.
  – Ορίστε, του είπε, σας χαρίζω τα «Νεοζίλ». Η Ιδέα σας μου αρέσει. Πάει τόσος καιρός που δεν τραγούδησα, δε χόρεψα. Πολλοί οι άρρωστοι, πολλές οι έγνοιες. Την ημέρα που θα γίνει το γαϊτανάκι, ειδοποιήστε με, θα ’θελα κι εγώ να μπω μες στο χορό.
  Ο κυρ Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο κουτί, ευχαρίστησε τον καλό γιατρό και βγήκε στους δρόμους της πολύβουης πόλης. Ένιωθε χαρούμενος και του φαινόταν πως όλοι οι περαστικοί τού χαμογελούσαν καλοκάγαθα, λες και μάντευαν τις φωτεινές σκέψεις του.
  Μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο, ζήτησε να του δώσουν ένα δωμάτιο και, πριν ξαπλώσει, κατάπιε τρία χάπια, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό, κι αποκοιμήθηκε…

  Την άλλη μέρα ξύπνησε από τα χαράματα. Ένιωσε καλοδιάθετος, θέλησε να χαϊδέψει τα γένια του. Το χέρι του όμως άγγιξε ένα δροσερό μάγουλο.
  Πήδηξε μεμιάς από το κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι μεταμόρφωση! Ήταν νέος κι όμορφος. Του ήρθε να φωνάξει από χαρά.
  Σήκωσε με το χέρι μια καρέκλα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι, σβέλτα ξανακατέβηκε, έδωσε μερικές μπουνιές στον αέρα. Ήταν νέος και δυνατός, τι τον ένοιαζαν τα εκατό του χρόνια!

[ Ο κυρ Νικόλας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αντάμωσε ανθρώπους από όλες τις φυλές της γης. Οι πιο πολλοί τον δέχτηκαν με χαρά και υποσχέθηκαν να πάρουν μέρος στο χορό σα θά ’ρθει η ώρα. Βρήκε όμως και σκληρούς ανθρώπους, που του φέρθηκαν άσχημα. Ένας μάλιστα κακός αρχηγός μιας μεγάλης χώρας τον έκλεισε δεκαπέντε μέρες στη φυλακή, γιατί τον νόμισε επικίνδυνο για την ησυχία της χώρας του. ]

  Όταν βγήκε ο κυρ Νικόλας από τη φυλακή, βιάστηκε να κερδίσει το χαμένο καιρό. Δούλεψε σκληρά για να βγάλει τα χρήματα που χρειάζονταν για όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε σε όλον τον κόσμο για να αναγγείλει τη μέρα και την ώρα που θα γινόταν το γαϊτανάκι.
  Παντού έστειλε μηνύματα, στις άκριες της σφαίρας.
  «Θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί, στοπ. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης, στοπ. Δώστε τα χέρια, στοπ.»

  Δεν ξέχασε κανέναν, ούτε κι αυτούς που του είχαν πετάξει πέτρες. Ποιος ξέρει, ίσως την τελευταία στιγμή να μετάνιωναν και νά ’διναν κι αυτοί το χέρι.
  Επιτέλους έφτασε η πρώτη μέρα της Άνοιξης! Η Γη στολισμένη την περίμενε. Τα λουλούδια είχανε ντυθεί με χίλια χρώματα και τα πουλιά τραγουδούσανε τα πιο όμορφα τραγούδια τους. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος κι ο ήλιος έλαμπε μ’ όλη τη δύναμή του, φωτίζοντας τις ομορφιές της πλάσης.
  Με μια κίνηση, κορίτσια κι αγόρια απ’ όλες τις χώρες, απ’ όλες τις φυλές, δώσανε τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν τραγουδώντας:

  Αν όλα τα παιδιά της γης
  πιάναν γερά τα χέρια
  κορίτσια αγόρια στη σειρά
  και στήνανε χορό
  ο κύκλος θα γινότανε
  πολύ πολύ μεγάλος
  κι ολόκληρη τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Ο Νικόλας κοιτούσε με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα. Χιλιάδες νέοι περνούσαν μπροστά του. Τους είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινοί με μαύρα μάτια, νέγροι με κάτασπρα δόντια, Κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμοι με πολύχρωμα φτερά δίνανε τα χέρια σ’ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιαζε τη Γη. Τους άκουγε να τραγουδάνε, να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν. Ο Γιόχαν έσφιγγε το χέρι του Γιάννη και έλεγε: «Πόσο κουτοί ήμασταν να μη μιλάμε ο ένας στον άλλον. Μοιάζεις του αδελφού μου». Ο Γιάννης έλεγε: «Δε θα είμαι πια μόνος τα βράδια του χειμώνα, θα κάνουμε παρέα και θα λέμε ιστορίες».
  Οι φωνές των νέων ήταν τόσο δυνατές που γκρέμισαν τους τοίχους όλων των φυλακών και οι φυλακισμένοι ξεχύθηκαν λεύτεροι και πιάσαν το χορό και το τραγούδι με τους άλλους νέους της Γης.

  Αν όλα τα παιδιά της γης
  πιάναν γερά τα χέρια
  κορίτσια αγόρια στη σειρά
  και στήνανε χορό
  ο κύκλος θα γινότανε
  πολύ πολύ μεγάλος
  κι ολόκληρη τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

  Αν όλα τα παιδιά της γης
  φωνάζαν τους μεγάλους
  κι αφήναν τα γραφεία τους
  και μπαίναν στο χορό
  ο κύκλος θα γινότανε
  ακόμα πιο μεγάλος
  και δυο φορές τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

  Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
  θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
  θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
  να μπει μες στο χορό
  κι ο κύκλος θα γινότανε
  ακόμα πιο μεγάλος
  και τρεις φορές τη Γη μας
  θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
..............................................................................................................................................................



Επίκαιρο και διαχρονικό...ένα βιβλίο αγάπης ...ειρήνης ...αλληλεγγύης...
Ένα βιβλίο για παιδιά και '''μεγάλα παιδιά'''.
Ένα βιβλίο που '''μαγεύει'''
 Κι αν εδιαβάσαμε άπειρα βιβλία επωνύμων ανωνύμων και σοφών...πάντα θαρρώ πως μέσα από τόσο γλυκά και τρυφερά βιβλία σαν κι αυτό της Ζωρζ Σαρρή...πάντα θα μας φέρνουν τη σκέψη μας στο σωστό το μονοπάτι....
Εποχές δύσκολές...σκληρές...και πάντα ο κυρ- Νικόλας ο Γαρίφαλος είναι η παρουσία ζητούμενο.....
Πόσο όμορφη θάταν η ζωή !!!!
Μοιάζει ουτοπικό ...και ίσως και αδύνατον ...για τους τρανούς αυτού του κόσμου...μα μέσα από τους ονειροπόλους και τους
 κυρ - Γαρίφαλους προχωράει αληθινά τούτος ο κόσμος... 

Σοφία Θεοδοσιάδη- εκπαιδευτικός

..............................................................................................................................................................







8 Φεβρουαρίου 2016

Κική Δημουλα, Απίθανο πουλάκι έλα μέσα


Αν είσαι μάγισσα όπως πίστευα  χαρίσου πέφτοντας πάνω σ’ αυτό που σκέφτομαι.
 Ν’ ανθίσει ανάγκασέ το κι ένα πουλί ξελόγιασε επάνω στα κλαδιά της ακοής μου. 
Με μάγια τη φωνή του ανακάτεψε, να κελαηδάει νυχθημερόν κατάφερέ το κι ας ενοχλείται το αφύσικο και ας του λέει πάψε θα σε σκοτώσω.
 Εκείνο να μην παύει. 
Να κελαηδάει ατρόμητα γενναία. Αχ έτι και έτη ψάχνω όλα τα πιστευτά του κόσμου αλωνίζω, να βρω μια δεύτερη φωνή. Απίστευτο πουλάκι έλα μέσα

................................................................................................................................

''Ένας αστρολάβος του Ουρανού και της ζωής ..''' απόσπασμα...

Τη ζωή στη Γη ο άνθρωπος ελάχιστα την σέβεται, η ζωή όμως σε άλλους κόσμους διεγείρει το ενδιαφέρον και τη φαντασία του. Είναι άραγε περιέργεια, κατακτητική διάθεση ή απλώς ένα διανοητικό παιχνίδι; Ίσως όλα μαζί, ταυτόχρονα όμως κι ένα βαθύ αίσθημα μοναξιάς. Άλλωστε τη ζωή του εδώ ο άνθρωπος την έχει καταστήσει πιεστική και ανούσια. Περιμένει λοιπόν ένα χέρι βοηθείας και παρηγοριάς από τους πλανήτες και τα μακρινά άστρα. Ακόμη όμως και αν δεχθούμε με αισιοδοξία ότι η ζωή δεν ανθίζει μόνον στη Γη, αλλά ότι αφθονεί στο Σύμπαν, ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας ορθώνεται. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί –όσο και αν αντιτίθεται στις ενδόμυχες επιθυμίες μας– ότι με τη ζωή αυτή η επικοινωνία εμφανίζεται, για το ορατό τουλάχιστον μέλλον, ανέφικτη.

Με τη ζωή λοιπόν στο Σύμπαν είναι αδύνατο να επικοινωνήσουμε, η ζωή όμως γύρω μας ανθίζει. Η ζωή εδώ, σ’ έναν μικρό και πανέμορφο πλανήτη, ανέδειξε ύστερα από σιωπηλές διεργασίες που διήρκεσαν δισεκατομμύρια χρόνια μια θαυμαστή ποικιλία έμβιων όντων. Οι θάλασσες και τα δάση της Γης, τα βουνά και οι πεδιάδες της αποκαλύπτουν κάθε στιγμή τη γοητεία που κρύβουν τα χιλιάδες όμοια ή ανόμοια δημιουργήματα της εξελίξεως. Η ανεμώνη και το δελφίνι, ο αίλουρος αλλά και ο γυπαετός, τα ανθρώπινα όντα στις πολλαπλές φυλετικές τους παραλλαγές, είναι δίπλα μας, συμμέτοχα του ίδιου πλανήτη και του μέλλοντός του.

Αποκαλύπτεται όμως επίσης σε όλη του την τραγική αντίφαση ότι ο άνθρωπος, αυτή η περιούσια κορύφωση της εξελίξεως, έχει διπλή υπόσταση. Από τη μια είναι ικανός για μεγάλες πράξεις, έμαθε με την επιστημονική του γνώση να κατανοεί τον κόσμο αλλά και γέννησε αριστουργήματα στον λόγο και στην τέχνη. Από την άλλη, ο ίδιος ο άνθρωπος σφραγίζει την ιστορική πορεία του με πολέμους και αγριότητες, θεοποιεί τα υλικά αγαθά και συντηρεί την αδικία και τις ανισότητες. Ελάχιστα, τέλος, σέβεται τις πολλαπλές εκφράσεις της ζωής, ενώ η φύση και οι θάλασσες του πλανήτη είναι συχνά τα θύματα των συμφερόντων του. Η υπερφίαλη αυτή στάση του ανθρώπου έχει αλλοιώσει έτσι ένα θαυμαστό περιβάλλον, που ωστόσο υπήρξε και το λίκνο της δικής του υπάρξεως.

Είναι λοιπόν καιρός να κατανοήσει ο άνθρωπος ότι η ζωή αλλού ίσως υπάρχει, αλλά η προσδοκία να την συναντήσει δεν θα πραγματωθεί εύκολα. Η ζωή όμως στη Γη ανθίζει ακόμα και τον περιμένει. Αν όσο είναι ακόμα καιρός τείνει το χέρι του προς τη ζωή αυτή, το φυτικό και ζωικό της θαύμα, τον Άλλο και τους άλλους, ίσως αισθανθεί λίγο πιο άξιος έποικος της Γης.

Έτσι είναι σοφότερο να εξαντλήσουμε τις προσπάθειες για καλύτερη επικοινωνία, εδώ στη Γη. Το περίεργο ωστόσο είναι ότι, όσο η επικοινωνία αυτή πυκνώνει με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το διαδίκτυο και τα κινητά τηλέφωνα, τόσο η μοναξιά μας, η ανθρώπινη, μεγαλώνει και η αποξένωση κυριαρχεί. Φαίνεται ότι αυτό που απαιτείται είναι κάτι περισσότερο από την τεχνολογική έκρηξη της εποχής: απαιτείται βαθύτερη παιδεία και ουσιαστικότερες αξίες του πολιτισμού. Οι εφιάλτες, άλλωστε, από τα περιβαλλοντικά προβλήματα πληθαίνουν, και η Γη δεν φαίνεται να αντέχει για καιρό ακόμα την αφροσύνη μας.

Σημασία επομένως δεν έχει να συναντηθούμε –αν ποτέ συναντηθούμε– στο πολύ μακρινό μέλλον με κάποια όμοια ή ανόμοια με μας δημιουργήματα της εξελίξεως. Το σπουδαίο θα ήταν να μπορούμε τότε να υπερηφανευθούμε, σε χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια, ότι το ανθρώπινο είδος έχει κατακτήσει υψηλά επίπεδα ισότητας και αξιών, και ότι οι πόλεμοι έχουν εκλείψει και ότι η Γη, το λίκνο της ανθρώπινης ζωής, έχει επουλώσει τις πληγές στις θάλασσες, τα δάση ή την ατμόσφαιρά της, και είναι πάλι ένας πανέμορφος πλανήτης. Διάσπαρτα άλλωστε, εδώ ή εκεί, θα βρίσκονται πάντοτε τα επιτεύγματα των σπουδαίων πολιτισμών, που αιώνες τώρα συνοδεύουν τη διαδρομή του ανθρώπου.

Η «εξωγήινη μοναξιά», λοιπόν, δεν φαίνεται ότι θα εγκαταλείψει εύκολα τον άνθρωπο. Η γήινή του ωστόσο μοναξιά, που είναι επικίνδυνη και πιο ανάλγητη, είναι μεγάλη ανάγκη να απαλυνθεί. Τότε θα αναδειχθεί η μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, και η αναζήτηση της εξωγήινης ζωής θα αποκτήσει άλλο περιεχόμενο και νόημα..


Γιώργος Γραμματικάκης..
ΠΗΓΗ : Κείμενα Νεολληνικής Λογοτεχνίας....



Ένας αστρολάβος του ουρανού και της ζωής : Γιώργος Γραμματικάκης...
Τόσο απλά : ένας μαγικός κόσμος ανοίγεται μπροστά σου...
Ένας μαγικός επιστήμονας και ταλαντούχος συγγραφέας...που δεν '''στέγνωσε'''ο νους ...η ψυχή και η φαντασία του...μπρος στα στυγνά αποτελέσματα της επιστήμης του...
Ένας συναρπαστικός αφηγητής...
Μια ανεπανάληπτη πένα...
Φανατική αναγνώστριά του...
Από την Κόμη της Βερενίκης στην Ιστορία του Φωτός...
Και τώρα στον Αστρολαβο...ταξίδια από τα βιβλία ...μοναδικά ταξίδια...
Ταξίδια του νου ...τα ακριβότερα ταξίδια.... 
Καλή ανάγνωση.....
 Σοφία Θεοδοσιάδη...
...........................................

 Αστρολάβος.

Είναι ένα αρχαίο εργαλείο, που δημιουργήθηκε πριν 2.000 χρόνια και πάνω όταν οι άνθρωποι πίστευαν ότι η Γη είναι το κέντρο του σύμπαντος. Συχνά αποκαλείται και ο πρώτος υπολογιστής, όπως και να έχει όμως, οι αστρολάβοι είναι αντικείμενα με μυστήριο και ομορφιά.

Τι κάνει λοιπόν ένας αστρολάβος κάνουν και πώς ήταν χρήσιμοι στον αρχαίο κόσμο; Πρώτον, επιλύουν προβλήματα υπολογίζοντας π.χ. την ώρα της ημέρας, σύμφωνα με τη θέση του ήλιου και των αστεριών στον ουρανό.
Όπως ένας υπολογιστή, έβαζαν στοιχεία και είχαν τα αποτελέσματα. Ήταν φτιαγμένοι από ορείχαλκο και είχαν διάμετρο 15 εκατοστά, αν και υπήρχαν και πολύ μεγαλύτεροι.


Ο ουρανός απεικονιζόταν στην επιφάνεια του αστρολάβου, με επίκεντρο τα 20 φωτεινότερα αστέρια. Αν όμως οι αρχαίοι πίστευαν στο γεωκεντρικό σύμπαν, πώς λειτουργούσε όπως το ηλιοκεντρικό σύστημα; Οι αρχαίοι γνώριζαν τα σχετικά μεγέθη της Γης και του Ήλιου και τις αποστάσεις μεταξύ τους.
Με βάση αυτό που μπορούσαν να δουν με το μάτι, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ηλιοκεντρικού και του γεωκεντρικού συστήματος -τουλάχιστον όσον αφορά τα μαθηματικά.


 Η προέλευση του αστρολάβου, όπως και τόσες άλλες επιστήμες, βρίσκεται στην κλασική Ελλάδα. Γνωρίζουμε ότι ο Απολλώνιος μάλλον μελέτησε τον αστρολάβο τουλάχιστον 200 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού.
Την θεωρία ανέπτυξε αργότερα ο Ίππαρχος, ο οποίος γεννήθηκε στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, ο οποίος σπούδασε γύρω στο 180 π.Χ. στη Ρόδο.
Η πρώτη μηχανή τύπου αστρολάβου αναφέρεται στα έργα του Βιτρούβιο ο οποίος πέθανε το 26 π.Χ. και περιέγραψε ένα ρολόι στην Αλεξάνδρεια.


.............................................................................................................................................................. 

7 Φεβρουαρίου 2016

Ανεπαίσθητη Μικρή Ανασεμιά..


ανθίζω στης ανασεμιάς σου το ανεπαίσθητο χάδι....
ταξίδι κινώ στων ματιών σου το φως
κι ύστερα ...
μα ύστερα όλα γίνονται μουσική...
η μουσική σου...
που με βυθίζει σε νέες θάλασσες...
διαβαίνω πάνω απ τα κύματα...
μη μ αφήσεις...
ως ν ακούσουμε
του δοξαριού το ραγισμένο παράπονο...
μετά θα σου πω
για τα μυστικά μονοπάτια του βυθού...
θυμάσαι;
είχες τρομάξει
από ένα μικρό κι αναίτιο σ αγαπώ...
ένα αθώο σ αγαπώ...
είναι πολύ όμορφος ο κόσμος
που γεννά μια τόση δα λέξη....
είναι όμορφος
ο κόσμος της  μουσικής σου....
γεννά ζωή....
αυτή η ανεπαίσθητη
μικρή ανασεμιά σου ....

 

6 Φεβρουαρίου 2016

Και ο παράδεισος της Ζωής του αξίζει ...


Από την "Αναφορά στον Γκρέκο" του Ν. Καζαντζάκη



-Πάμε, είπες....
Μια φλόγα διαπερνάει τις πέτρες, τους ανθρώπους, τους αγγέλους.
Αυτή θέλω να ζωγραφίσω, δε θέλω να ζωγραφίσω τη στάχτη.
Τη στιγμή που καίγονται τα πλάσματα του Θεού, τη στιγμή αυτή θέλω να ζωγραφίσω, λίγο προτού γίνουν στάχτη.

Να προφτάσω, να προφτάσω μονάχα. Γι’ αυτό με βλέπεις κι αγκομαχώ και βιάζομαι, να προφτάσω προτού γίνουν στάχτη.
Τυραννάς και σκοτώνεις τα κορμιά για να σώσεις την ψυχή τους.
-Εσύ τη λες ψυχή, εγώ τη λέω φλόγα, μου αποκρίθηκες.
-Εγώ αγαπώ τα κορμιά. Έχει και η σάρκα ένα αντιφέγγισμα ψυχής.
Έχει και η ψυχή ένα χνούδι σάρκας.
Ισορροπούν αρμονικά, ζουν μαζί, εσύ συντρίβεις την άγια ισορροπία.

-Ισορροπία θα πει ακινησία, ακινησία θα πει θάνατος.
-Μα τότε η ζωή είναι ακατάπαυτη άρνηση, αρνιέσαι ό,τι μπόρεσε, ισορροπώντας, ν’ αντισταθεί στη φθορά, το συντρίβεις και ζητάς το αβέβαιο.

-Ζητώ το βέβαιο, σκίζω τις μάσκες, ανασηκώνω τα κρέατα, δε γίνεται, λέω, κάτι αθάνατο υπάρχει κάτω από τα κρέατα, αυτό ζητώ, αυτό θα ζωγραφίσω. Όλα τ’ άλλα, μάσκες, κρέατα, ομορφιές, τα χαρίζω στους Τιτσιάνους και Τιντορέτους, με γειά χαρά τους!
-Θες να ξεπεράσεις τον Τιτσιάνο και τον Τιντορέτο; Μην ξεχνάς την κρητικιά μαντινάδα: «Πολλά ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου σπάσει ο κλώνος...»
Κούνησες το κεφάλι:
-Όχι, δε θέλω να ξεπεράσω κανένα.
-Είσαι περίσσια περήφανος.
-Όχι, είμαι περίσσια μόνος.
-Ο Θεός τιμωρεί την αλαζονεία και τη μοναξιά, έχε το νου σου, αγαπημένε!
Δεν αποκρίθηκες. Σβάρνισες τη ματιά σου στην υπνωμένη ακόμα πολιτεία, τα πρώτα κοκόρια λάλησαν.
Σηκώθηκες
-Πάμε, είπες, ξημερώνει...
...............................................................................................................................................................

...η σιωπηλή ομορφιά της καρδιάς..





Άνθιση και φθορά...
Γέννηση και θάνατος...
Παρόν και παρελθόν..φορτωμένο μνήμες ...λήθη και μνήμη ...
Η ποίηση...το δειλά όμορφο ...είναι πιο δυνατό από το φανταχτερά όμορφο...
Κι ο έρωτας...η κρυμμένη βαθιά ...η σιωπηλή ομορφιά της καρδιάς..
είναι πιο εκφραστική από την κραυγαλέα...

Σοφία Θεοδοσιάδη .
......................................................................................................................................................................

4 Φεβρουαρίου 2016

Αν με ρωτήσουν τι είναι η ζωή...

 

Το παραμύθι σου να γράψεις...της ζωής
Ξέρεις πόσες φορές προσπάθησες το παραμύθι σου να γράψεις?
Περιπλανήθηκες πολύ...εσκόνταψες...το δρόμο έχασες και σε δρόμους δύσβατους περπάτησες χωρίς πυξίδα και προορισμό...
Πόσες φορές δεν εθυμήθηκες εσύ τις προδοσίες της ψυχής...απάτες λόγων και έργων , που στα πόδια σου μπροστά σαν μια βραδυφλεγής βόμβα εσκάσαν ?

Όχι δεν εφοβήθηκες ποτέ ξανά απ' την αρχή καινούριο παραμύθι να αρχινίσεις...
Χόρτασες ψέμματα ..ανακρίβειες και λόγια περιτέχνως στολισμένα...
Γελοίοι γύρω σου πολλοί και άντρες και γυναίκες..πολιτικοί και φίλοι που σου λέγαν καρδιακοί.
Κι εσύ εκεί να στέκεσαι αγέρωχος...το ψέμμα τους να καταπίνεις...να φτύνεις και να απωθείς ό,τι σε διαβρώνει...μα έχεις ανάγκη και εσύ...απ' το αγκάλιασμα του κόσμου...
Εφόρεσες το ψέμμα τους και βγήκες στο σεργιάνι...

Ούτε ποτέ σου σκέφτηκες...πως ήρθανε σε σένα ...λουλούδια από τον κήπο σου που έλειπαν απ' τον δικό τους να κλαδέψουν...χωρίς ούτε ένα αγριολούλουδο στα πόδια σου να καταθέσουν...
Μα στη ζωή δεν σκέφτηκαν πως άτρωτος κανείς δεν παραμένει...για τον καθένα μας ξεχωριστά...μια Αχίλλειος πτέρνα '''καραδοκεί '''και περιμένει...
Όλα θέμα χρόνου είναι αυτά..κανείς για να τα καταλάβει...


Ο κόσμος δεν προχώρησε ο αληθινός ποτέ...από τους ψευτομανείς και υπερφίαλους κοκόρους...
Έρχεται κάποτε η στιγμή ...που μόνοι ολομόναχοι ...κι ας μην το μαρτυρούν...πως κλαίνε ολομόναχοι...και γοερά ...χωρίς τον ώμο τον αληθινό ...τον τρυφερό...να βρούνε να ακουμπήσουν...κι όχι αυτό δεν είναι λόγος εκδικητικός...εγώ που τώρα δα σας ξεστομίζω...
Απλή ..απλούστατη διαπίστωση...αυτό και σου συμβαίνει...όταν σε πραγματικούς ανθρώπους και φιλίες δεν επενδύεις...δεν ακουμπάς ...γιατί οι ''δήθεν''γρήγορα σκορπούν...στους πέντε τους ανέμους...
Ποιός άραγε καλύτερος ο φίλος σου θα αποδειχθεί...από τα διαλεγμένα σου βιβλία ?
Ποιός φίλος σου καλύτερος θα αποδειχθεί...απ' τις αγάπες που εδιάλεξες να ζήσεις ?
Είναι αυτό μια ελευθερία της ψυχής...που μόνος σου την επιλέγεις...

Πολλοί θα τρέξουν και θα πουν ...πως είσαι εσύ ο διαφορετικός...πως δεν εσυμβιβάστηκες...δεν επειθάρχησες...και χαραχτηρισμούς θα σου κολλήσουν...
Γεμάτη θάναι η αφίσα σου ...η αφίσα της ζωής ...της δικής σου της ζωής...από επίθετα και ουσιαστικά ...που σε άλλον δεν ταιριάζουν...

Αλάνι...απροσάρμοστο...ατίθασο...ανυπόταχτο όλοι θα σε φωνάζουν...
Κι εσύ εκεί παλιάτσος της ζωής...αληθινό αλάνι...γελώντας ευχαριστημένος ..χλευάζοντας συνάμα...θα τους περιγελάς...γιατί δεν εκατάλαβαν πως την ελευθερία που ονειρεύονται...εσύ την έχεις ήδη αποχτήσει...μέσα από τη σοφία της ζωής της περιπλάνησής σου...και μέσα από τα αναγνώσματα ..που σαν καινούριο ρούχο στο πετσί σου τα φορείς...
Σοφία Θεοδοσιάδη.
................................................................................................................................................................


                                    Ταδιαλεχτά παιδιά ( Είμαστε αλάνια ) - Βασίλης Τσιτσάνης.
.....................................................................................................................................................................

Κάθε λαός υπεύθυνος για την ιστορία του...

 


Ποτέ μου δεν ασπάστηκα...καθώς μεγάλωνα και καταλάβαινα του κόσμου τα καμώματα... τις μεγαλοστομίες...
Πάντα μου άρεσε απλά και ταπεινά να προχωρώ...σαν το κλαράκι που το δέντρο συμπληρώνει...σαν το μπουμπούκι που ανυπόμονα τον ήλιο του προσμένει για να ανθεί...

Ποτέ μου δεν μου άρεσαν λέξεις βαρύγδουπες...ωσάν τη λέξη περηφάνεια...και πάντοτε στη θέση της...επροσπαθούσα τη λέξη ανύψωση ψυχής...για πράξεις που αξίζανε να τις προσέξεις...να προσθέσω.
Δεν είναι ο τόπος που καμμιά φορά σε κάνει ανύψωση κι ανάταση ψυχής να αισθανθείς...αλλά αυτό το ένα ... το μοναδικό ποιόν του ανθρώπου...
Και ναι Ελληνίδα λέγομαι και είμαι...αφού στον τόπο αυτό  εγεννήθηκα και το φως του κόσμου τούτου  επρωτοείδα... 

Εεε και ?
Όλοι κάπου γεννήθηκαν...και ένιωσαν πως έχουν μια πατρίδα...αν και πάντα επίστευα κι ακόμα το πιστεύω...πως πατρίδα πιο αγαπημένη μας και λατρευτή...είναι η ίδια η ψυχή μας...
Κι έτσι λοιπόν πορεύτηκα με όλους εσάς μαζί...που Έλληνες λογίζεσθε και τον τόπο αυτόν πονάτε...μα αυτό δεν μας δίνει ελαφρυντικά...στον απολογισμό μας που θα κάνουμε...το μερίδιο της καταστροφικής πορείας μας...σαν έθνος μες στο χρόνο τον Ιστορικό... των ευθυνών μας να απαλλαγούμε...

Κι είναι οι ευθύνες μας πολλές...γιατί κάθε λαός τη μοίρα του λίγο πολύ τη διαγράφει...
Είναι πολλοί οι παράγοντες οι εξωτερικοί...κι αυτοί των συμφερόντων...των τρανών και των αρπαχτικών και των μεγάλων...μα είναι και ένα ..το χειρότερο...το πλέον βλαβερό και καταστροφικό...αυτό το μίζερο...το απερίσκεπτο...το μικροαστικό...το εγωιστικό...που τους ανθρώπους καταστρέφει...κι έτσι απ' την εσωτερική μας τη διάβρωση...σε μονοπάτια ολισθηρά  πάντα εμείς κυλάμε...

Είναι όμως εκεί στο διάβα μας και κάποιοι άνθρωποι...που μπόρεσαν και αποστασιοποιήθηκαν απ' την ταυτότητά τους τη '''στενή'''του '''Ελληνάρα του περήφανου''' και μπόρεσαν αλήθειες που πονάνε να μας πούνε...
Γι αυτό λοιπόν και σήμερα τα λόγια τούτα του σοφού αυτού ανθρώπου...μαζί σας τα μοιράζομαι...και σύμφωνη με βρίσκουν και επαυξάνω... 
Σκέψεις κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
....................................................................................................................................................................


ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ- Οι μοιραίοι

....................................................................................................................................................................

Μεθυστικές οι μυρωδιές της νιότης σου....

 
Μεθυστικές οι μυρωδιές της νιότης σου και της ζωής...
Μεθυστικά τα λούλουδα που σε τραβούν σε κήπους άγνωρους...και να σε μεταλλάξουν προσπαθούν...ζωές που ονειρεύτηκες να κυνηγήσεις για να φτάσεις...
Ίσως είν' η νιότη τόσο ορμητική...και μέσα στην ορμή της και μες  στην καταιγίδα...δε σ'άφησε ποτέ σου να σκεφτείς...ήρεμα και σωστά...αν το βασιλιά των λουλουδιών πάντα εσύ ποθούσες...ή τάχα τα αγριολούλουδα μες στην καρδιά σου είχες φυτέψει...

Κι ήρθανε χρόνοι αναπάντεχοι από το πουθενά...και σούστειλαν καλάθια πια πελώρια ..ανθοδέσμες με τριαντάφυλλα μπροστά στα πόδια σου απωθημένα...

Θαμπώθηκες...ζαλίστηκες και μέθυσες...μεθυστική είν' πάντα η μυρωδιά της '''μεταμόρφωσης'''από ένα χαμηλό αγριολούλουδο ...σε κρίνο ή τριαντάφυλλο βασιλικό...να θέλει να σε μετατρέψει....

Πόσο δύσκολο άραγε να αντιληφθείς...μέσα στης νιότης τους χυμούς...και μες στην παραζάλη  ...πως τα ωραία όλα μάτια μου...έχουνε ένα τέλος...αν στέρεα δεν έχτισες εσύ ...σωστά τον εαυτό σου...με υλικά που αναλλοίωτα ...να αντέχουν...και στους σεισμούς...και στις πλημμύρες ...στις νεροποντές...σαθρά ερείπια αυτά ...σε χωματερές ποτέ τους να μην καταλήγουν...?
Πως να αντέξεις ...να χωνέψεις και να το δεχτείς...επιστροφή στο άχρωμο ...το φτωχικό το παρελθόν σου να επιστρέψεις ?

Σίγουρα δεν σε εγελάσανε οι μυρωδιές αυτές της νιότης σου...δεν είναι αυτές μονάχα υπεύθυνες...μονάχες...γιατί εσύ ...ανήσυχη ...ανυπόμονη...ορμητική...και ματαιόδοξη...δεν κοίταξες τριγύρω σου καλά ...και τις αισθήσεις σου να κατευθύνεις δεν μπορούσες... 
Μα τα ''Παραμύθια '' και οι μύθοι μάτια μου αίσιο δεν έχουνε και πάντοτε το τέλος...
Κι έτσι ανατροπή ...για άλλη μια φορά ...μες στη ζωή σου τη φανταχτερή εκλήθης για να κάνεις...μα την πραγματικότητα ετούτη τη φορά ...με ακραίες λύσεις μη σκεφτείς ...εσύ να διορθώσεις...

.Η μέθη αυτή της αλλαγής...της μεταμόρφωσης.. που σε έχει κυριεύσει...ίσως και τα σημάδια   της επάνω σου να άφησε...ίσως και να σε μεταμόρφωσε ...ίσως αυτή να είναι η ίδια η μεταμόρφωσή σου...κι ας μην το εκατάλαβες καλά...επάνω σου καθώς καταγραφόταν...κι ας μην το εκατάλαβες...πως όλη η μακριά σου η διαδρομή...σε κήπους που εδιάλεξες πάντα εσύ μονάχος...πάντα εκεί θα σε οδηγούν... εκεί  και θα σε βγάζουν...
 Σκέψεις κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη.
.....................................................................................................................................................................



«Όταν ένας άνθρωπος πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους» Πηγή: www.lifo.gr
«Όταν ένας άνθρωπος πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους» Ο Φέρντιναντ λέει: «Το κράτος, αυτός ο μεγαλοαπατεώνας, ο αρχικλέφταρος... Δείξε μου έστω κι ένα από τα σαράντα υπουργεία σας που να νοιάζεται για το κοινό συμφέρον. Μήπως το υπουργείο Δικαιοσύνης ή το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας; Μόνο να σπεκουλάρουν ξέρουν... Όχι, φίλε μου... Έχω βαρεθεί ν' ακούω ότι κάποιοι είναι σε χειρότερη μοίρα, έχω μπουχτίσει ν' ακούω ότι στάθηκα ''τυχερός'', μόνο και μόνο επειδή δε μου λείπει ούτε χέρι ούτε πόδι κι επειδή βαδίζω χωρίς δεκανίκια. Κανείς δεν πρόκειται να με πείσει ότι είναι αρκετό να αναπνέεις και να 'χεις ένα πιάτο φαΐ... Δεν πιστεύω πια σε τίποτα, ούτε σε θεούς ούτε σε κυβερνήσεις ή στο νόημα της ζωής, σε τίποτε δεν πιστεύω όσο νιώθω πως αδικούμαι, όσο δεν έχω δικαίωμα στη ζωή. Και, μέχρι να το αποκτήσω, θα συνεχίσω να υποστηρίζω ότι έπεσα θύμα κλοπής και απάτης. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω προτού νιώσω ότι ζω σαν άνθρωπος και όχι με τα αποφάγια και τα ξερατά κάποιων άλλων. Το καταλαβαίνεις αυτό;» Πηγή: www.lifo.gr
«Όταν ένας άνθρωπος πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους» Ο Φέρντιναντ λέει: «Το κράτος, αυτός ο μεγαλοαπατεώνας, ο αρχικλέφταρος... Δείξε μου έστω κι ένα από τα σαράντα υπουργεία σας που να νοιάζεται για το κοινό συμφέρον. Μήπως το υπουργείο Δικαιοσύνης ή το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας; Μόνο να σπεκουλάρουν ξέρουν... Όχι, φίλε μου... Έχω βαρεθεί ν' ακούω ότι κάποιοι είναι σε χειρότερη μοίρα, έχω μπουχτίσει ν' ακούω ότι στάθηκα ''τυχερός'', μόνο και μόνο επειδή δε μου λείπει ούτε χέρι ούτε πόδι κι επειδή βαδίζω χωρίς δεκανίκια. Κανείς δεν πρόκειται να με πείσει ότι είναι αρκετό να αναπνέεις και να 'χεις ένα πιάτο φαΐ... Δεν πιστεύω πια σε τίποτα, ούτε σε θεούς ούτε σε κυβερνήσεις ή στο νόημα της ζωής, σε τίποτε δεν πιστεύω όσο νιώθω πως αδικούμαι, όσο δεν έχω δικαίωμα στη ζωή. Και, μέχρι να το αποκτήσω, θα συνεχίσω να υποστηρίζω ότι έπεσα θύμα κλοπής και απάτης. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω προτού νιώσω ότι ζω σαν άνθρωπος και όχι με τα αποφάγια και τα ξερατά κάποιων άλλων. Το καταλαβαίνεις αυτό;» Πηγή: www.lifo.gr

3 Φεβρουαρίου 2016

Χαλίλ Γκιμπράν (ο κήπος του Προφήτη)





Η ζωή είναι πιο παλιά από όλα τα πράγματα που ζούν,όπως η ομορφιά  είχε φτερά προτού ακόμα γεννηθεί το όμορφο πάνω στη γή, κι όπως η αλήθεια είναι αλήθεια πριν εκφραστεί.
Η ζωή τραγουδά στη σιωπή μας κι όταν ονειρεύεται στον ύπνο μας.Ακόμα κι όταν είμαστε νικημένοι και ταπεινωμένοι, η Ζωή στέκεται στο θρόνο της ψηλά.Κι όταν δακρύζουμε,η Ζωή χαμογελά στη μέρα,κι είναι λεύτερη,ακόμα κι όταν εμείς σέρνουμε τις αλυσίδες μας.
Συχνά δίνουμε στη ζωή πικρά ονόματα,αλλά μόνο  όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε γεμάτοι πίκρα και σκοτεινιά.Και βλέπουμε τη Ζωή άδεια και ανώφελη,αλλά μόνο σα οι ψυχές μας περιπλανιούνται στις ερημιές κι οι καρδιές μας έχουν μεθύσει από την πολλή έγνοια για τον εαυτό τους.
Η ζωή είναι βαθιά και ψηλή και μακρινή και με όλο που μονάχα το πιο μακρινό σας όραμα μπορεί να αγγίξει τα πόδια της,αυτή είναι πάντα κοντά,και με όλο που μονάχα η ανάσα της ανάσας μπορεί να φτάσει στην καρδιά της,η σκιά της σκιάς σας περνά από το πρόσωπό της,κι ο αντίλαλος της πιο αδύναμης κραυγής σας γίνεται άνοιξη και φθινόπωρο στα στήθια της.
Αλλά η Ζωή είναι  σκεπασμένη με πέπλο και κρυμμένη,όπως σκεπασμένος με πέπλο και κρυμμένος είναι ο πιο μεγάλος σας εαυτός.Οταν όμως η Ζωή μιλά,όλοι οι άνεμοι γίνονται λέξεις,κι όταν αυτή μιλά ξανά το χαμόγελο στα χείλη σας και τα δάκρυα στα μάτια σας γίνονται λέξεις.Οταν η Ζωή τραγουδά,οι κουφοί ακούνε και σταματούν,κι όταν η Ζωή ζυγώνει περπατώντας,οι τυφλοί τη θωρούν ξαφινιασμένοι και μαγεμένοι την ακολουθούν.
Χαλίλ Γκιμπράν (ο κήπος του Προφήτη)
............................................................................................................................

Περίληψη του βιβλίου : Ο κήπος του ''Προφήτη''.

 

Σε έναν τόπο μακρινό ζει ο Άλ Μουσταφά ο ''Προφήτης''
 κι όταν φτάνει η στιγμή να γυρίσει στο νησί του, οι κάτοικοι του τόπου ζητούν από αυτόν το δώρο της σοφίας του. Ρωτούν για όσα βαραίνουν την καρδιά τους κι αυτός απαντά για όλα τ' ανθρώπινα: την αγάπη, την ελευθερία, τα παιδιά, το γάμο, τη δουλειά, τον πόνο, τη φιλία, το χρόνο, το θάνατο, με λόγια τόσο καθαρά και διαυγή που σε άλλες εποχές θα θεωρούνταν θεϊκής έμπνευσης. Ο Γκιμπράν έγραψε και ξαναέγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" μέχρι να τον εκδώσει. Είναι το αριστούργημά του, το βιβλίο που τον έκανε διάσημο στη Δύση. "Ο κήπος του προφήτη", που γράφτηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι η συνέχεια του "Προφήτη". Ο Αλ Μουσταφά επιστρέφει στο νησί του καταβεβλημένος από τη θλίψη των αναμνήσεων και καταφεύγει μόνος στον κήπο των προγόνων του. Ύστερα όμως ανοίγει την πόρτα στους παλιούς συντρόφους του και απαντά στις ερωτήσεις τους. Το βιβλίο αντηχεί από την ανθρωπιά και την ευσπλαχνία του συγγραφέα, και υμνεί τον αρχέγονο σύνδεσμο του ανθρώπου με τη φύση. Ο μεγάλος Λιβανέζος ζωγράφος, ποιητής και στοχαστής γεφυρώνει με την πένα του την αραβική κληρονομιά με το δυτικό ελληνοχριστιανικό ανθρωπισμό, θυμίζοντας στον άνθρωπο των πολέμων, της επιστήμης και της ταχύτητας, την ξεχασμένη σοφία που υπάρχει μέσα του.
.................................................................................................................................................................





Ο Χαλίλ Γκιμπράν , ένα από τα πλέον φωτισμένα πνεύματα Ανατολής και Δύσης , γεννήθηκε στο Λίβανο , το 1883.
Το 1912 ,εγκαταστάθηκε στην Ν.Υόρκη ,όπου αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή βιβλίων ( τόσο στην αραβική, όσο και στην αγγλική γλώσσα ) και στη ζωγραφική.Ο Γκιμπράν πέθανε το 1931 στη Ν.Υόρκη , αφήνοντας κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα μεγάλο έργο.
....................................................................................................................................................................

2 Φεβρουαρίου 2016

Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει....


 Η πιο πολυσυζητημένη περίοδος χρεοκοπίας, αυτή του 1893, έμοιαζε απίστευτα με τη σημερινή. Η καταχρεωμένη Ελλάδα κυριολεκτικά «πνιγόταν» απʼ τους δανειστές της. Κι ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, αδύναμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση που μόλις πριν λίγους μήνες είχε παραλάβει από τον πολιτικό του αντίπαλο Θεόδωρο Δεληγιάννη, έχοντας απέναντι του και τους υπονομευτικούς παρασκηνιακούς χειρισμούς του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στο διεθνές πεδίο, αναγκάστηκε να κηρύξει την εθνική χρεοκοπία.

Σήμερα θα αναδημοσιεύσουμε ολόκληρο το στιχούργημα του Σουρή, από το φύλλο της 20ης Μαρτίου 1893, που ήταν Σάββατο του Λαζάρου. Το φύλλο είχε τον γενικό τίτλο
 «Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει»
. Όπως γίνεται κατανοητό, στο στόχαστρο του Σουρή δεν ήταν μόνο οι ξένοι, αλλά και οι χειρισμοί του Τρικούπη και του Κόντε, όπως ανέφερε τον Κερκυραίο Θεοτόκη. Μάλιστα κατηγορούσε τον Θεοτόκη ότι στην Αγγλία περνούσε καλά, σπαταλώντας τις ώρες του σε στέκια με όμορφες Αγγλίδες!

Φυσικά διατηρούμε την ακριβή μορφή του κειμένου, ακόμη κι αν σε μερικές περιπτώσεις η γραφή μερικών λέξεων δεν υφίστανται σήμερα (π.χ., Γειωργάκης αντί Γιωργάκης, πέρνει αντί παίρνει, μεταμορφόνω αντί μεταμορφώνω, βώιδι κλπ), ενώ στον πληθυντικό χρησιμοποιεί άρθρο του ενικού (π.χ., η Αγγλίδες, αντί οι Αγγλίδες).
...............................................................................................................................................................




Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει
Α΄
Ο Κόντες τόστρωσε βαρειά…καθόλου δεν σκοτίζεται,
και μήτε για το δάνειον πολύ δεν σεκλετίζεται.
Εγώ τον Κόντε καρτερώ με πόνο και λαχτάρα
κι αυτός ο αθεόφοβος στην Λόντρα τριγυρίζει,
εμείς εδώ δεν έχομε μια κάλπικη πεντάρα
κι εκείνος με τον Ρόζβερυ τον Λόρδο σαλιαρίζει.
-
Συ αύρα εσπερία μου, κοντά στον Κόντε πέτα
και τα πολλά μας βάσανα καταλεπτώς ειπέτα.
Ειπέ του νάλθη γρήγορα με όλη του την βία,
πες του πως το παράκαμε με την εργολαβία,
κι αν κι είναι Κόντες τσελεπής από τους σεβνταλήδες
αλλʼ όμως για τα μούτρα του δεν είναι κι η Αγγλίδες.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;…
Τον είδαμε…ξεφάντωνε μες ʼστου Ροτσίλδ το σπήτι,
πουλλαίδες επαράστεκαν αφράταις εις το γλέντι
κι εκείνος έχανε μʼ αυταίς Παρασκευή και Τρίτη.
Και μία η μικρότερη
κι απʼ όλαις ωμορφότερη
τούπε: «τι κοκορεύεσαι;
δεν πας να μου κουρεύεσαι;
δεν κάνεις κόρτε, τσελεπή,
με Λαίδη σαν κι εμένα,
μόνο λεπτά χωρίς ντροπή
ζητάς από καθένα;»
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον ασίκη,
που τον εξενητέψαμε να φέρη χαρτζηλίκι;
Τον ίδαμε…κατάμαυρα ντυμένος σαν κοράκι
στου Μόργκαν το ρημαδιακό εσκότωνε της ώραις,
Εγγλέζαις τον σερβίριζαν, κι εκείνος με μεράκι
μια της πουδίγκαις έβλεπε και μια της σερβιτόραις.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε πουθενά;
μήπως δεν τον εδάνεισαν κι επήρε τα βουνά;
Τον είδαμε…ξεφάντωνε με τον γλεντζέ τον Σγούτα
και μια Μυλλαίδη σερπετή του Κόντε παραμπήκε
κι έχασε το γοβάκι της καθώς η Σταχτοπούτα
κι ευθύς εκείνος έψαξε και δίχως φως το βρήκε.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε της Κερκύρας;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε εις ένα κι άλλο Πάρκο
κι απʼ όλους εδιακόνευε τον οβολόν της χήρας
και καθʼ Εγγλέζος μασκαράς του φώναζε «σαμάρκο».
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον τσελεπή Γειωργάκη;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε με μαύρο αλογάκι…
εμπρός του παραμέριζαν ταμάξια και τα κάρα
κι οπίσω του εφώναζε των δανειστών η φάρα:
«τζάνουμ Γειωργάκη, να λεπτά και λίραις με το ζόρι,»
κι ο Κόντες ο τρικούβερτος, οπού δεν παίζει κότσα,
με περιφρόνησιν πολλήν τον Ρότσιλδ εθεώρει
και με το σκαρπινάκι του τους δανειστάς εκλώτσα.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;
τον ίδαμε… χωρίς να πιή δραστήριο ραβέντι
από τα πλούτη τα πολλά δεν έκανε νισάφι
κι από τα βρακοπόδια του κυλούσε το χρυσάφι,
κι όποιος δεν είχε κάλπικο το δόντι του να ξύση
επηλαλούσε πίσω του κι εγύρευε μπαξίσι,
κι αυτός το παραξίλωνε με τα κουβαρνταλήκια
και της στερλίναις σκόρπιζε στους δρόμους σαν χαλίκια.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον καϋμένο;
τον ίδαμε… το δάνειο το έχει τελειωμένο,
κι εντός ολίγου έρχεται να σας παρηγορήση
και των Εγγλέζων γρήγορα θʼ αδειάση την γωνιά,
αλλʼ όμως να προσέξετε ο Κόντες σαν γυρίση
καμμία να μη ρίξετε για τούτον κανονιά.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον αντάμη…
τον ίδαμε…του Τάμεσι κυττούσε το ποτάμι,
κι ερέμβαζε μονάχος του με θλιβερή καρδιά
και νούμερα εχάραζε κατά την αμμουδιά,
και κάποτʼ εψιθύριζε με πόνο και με δάκρυ:
«ποτάμι για λιγόστεψε να βγω στην πέραν άκρη
Και νʼ αγναντέψω δανειστών Μυλλόρδων τα λημέρια,
Πούχουν τασήμια τα πολλά και τα βαρειά κεμέρια».
Β΄
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
Άραγε θα κατορθώση
Την δουλειά μας να τελειώση;
άραγε θαλθή με λίραις
ή θα φέρη μόνο ψείραις;
-
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
άρα θα δεχθούν τους όρους;
άρα κι ο χρυσός θα πέση;
Άρα τους λιμοκοντόρους
Θα τους βγάλω απʼ τη μέση;
-
Ω βάσανα και πάθη κι ολοφυρμός και θρήνος!...
σε κάθε κτύπο πόρτας θαρρώ πως είνʼ εκείνος.
Μʼ ολάνυκτα τα μάτια τον βλέπω εμπροστά …
ταγάρια με στερλίναις στην ράχη του βαστά
κι εις καθεμιά του τσέπη βροντούν του Ρότσιλδ γρούποι
και λέγει «να χρυσάφι, Μυλλόρδε μου Τρικούπη».
-
Έρχεται φορτωμένος με μπόλικους παράδες…
εμπρός, παιδιά, κουράγιο για να τον ελαφρώσωμε,
υμνήσετέ τον όλαις η κομ ιλ φο κυράδες
κι ελάτε με δαφνούλαις κρεββάτι να του στρώσωμε.
Ακούσατε τι κτύποι των στερλινών και βρόντοι!...
δος μας παράδες, μπάρμπα, δος μας παράδες Κόντη.
-
Κατέβασε τους σάκκους εκ της ʼψηλής σου ράχης…
βγάλε και τα σκαρπίνια καλά να τα κυττάξωμε…
μπορεί κι εκεί κρυμμένη καμμιά στερλίνα νάχης…
στάσου και κάθε μέρος απόκρυφο να ψάξωμε.
Δος μου στερλίναις, μπάρμπα, να φύγʼ η στενοχώρια,
δος μου στερλίναις, Κόντε, να ξέρω του λοιπού
τι μούτρο είχε κι έχει των Άγγλων η Βιτώρια
κι ο Βασιλεύς με κέφι να πάη γι Αλεπού.
Γ΄
Έλα για να γεμίσωμε τον άδειο κορβανά,
έλα για νʼ αλαλάξωμε πηδώντας «ωσανά,»
το έρδε Λάζαρε περδέ να ψάλωμε με βάγια
και στο ρουθούνι νάμπωμε τους καθενός κανάγια.
-
Έλα, Γειωργάκη, σώσε μας από το πονηρόν,
έλα να δούμε γρήγορα το φως το ιλαρόν,
έλα, Γειωργάκη, τσελεπή, με την καλοκαιριά,
έλα της Αναστάσεως νʼ ανάψουν τα κεριά,
έλα και γλυκοφίλα μου την κόκα την σοφή,
έλα ταυγά να βάψωμε με κόκκινη βαφή,
από μεγάλαις συλλογαίς για λίγο να ʼσυχάσωμε
και στου Κουλούρη την Αυλή τον μόσχο να πασχάσωμε.
-
Ω Λόντρα συ, φαγέδαινα παντός πεινώντος γένους,
οπού γελάς τους Κόντηδες και τους απεσταλμένους
και μας θαρρείς μουφλούζηδες, πτωχούς και ψωμοζήτας,
πώς ήθελα τα τέκνα σου εις εν να συναγάγω
και τότε με τα δόντια μου, που λέγουν Τραπεζίτας,
όλους τους Τραπεζίτας σου αυτοστιγμεί να φάγω!
-
Ουαί κι αλλοίμονον υμίν, ω δανεισταί σκληροί,
που τρέχει απʼ οπίσω σας ο Κόντες με κερί,
ουαί, που δεν δανείζετε τους πρώτους των ανθρώπων,
τους καταπλήξαντας την γην με κλέος απαράμιλλον,
ουαί, που διυλίζετε τα σπλάγχνα των κωνώπων
κι ευκόλως καταπίνετε ολόκληρον την κάμηλον,
ουαί, που καθαρίζετε απʼ έξω το ποτήρι
και το εντός αφίνετε ακάθαρτον ως πρώτον,
ουαί, που δεν μας κάνετε και τώρα το χατήρι
και ψήνεται ο Κόντες μας εις κάμινον ερώτων.
-
Ουαί υμίν, που σύρετε για μας τα εξʼ αμάξης,
ουαί υμίν, που θέλετε τας εις χρυσόν εισπράξεις,
ουαί υμίν, καθάρματα Τραπεζιτών αδίκων,
οπού τους φόρους θέλετε των διαφόρων σύκων,
ουαί υμίν, που θέλετε κι αυτά τα βελανίδια,
καθώς και τα λεγόμενα Ελληνιστί κικίδια,
ουαί, που θέλετε κι αυτόν τον φόρον της σταφίδος
χωρίς να εξελέγχεται το προϊόν κατʼ είδος,
ουαί υμίν, που θέλετε και τέλη μεταλλείων,
παντοδαπών εταιριών και τόσων ατμοπλοίων,
ουαί υμίν, που θέλετε σκωρίας του Λαυρίου
και καθεμίαν πρόσοδον παντός ουρητηρίου.
-
Ουαί υμίν, που θέλετε και μέρος της σταφίδος
και τρία πέμπτα του λαδιού, που βγαίνει στην Επτάνησο,
ουαί υμίν, γεννήματα ξεβράκωτης Αγγλίδος,
που σαν μωρό ποτίζετε τον Κόντε με γλυκάνισο,
ουαί υμίν, που θέλετε να σας γενούμε σκλάβοι
και τας εισπράξεις Τράπεζα σπουδαία νʼ αναλάβη,
ουαί, δυνάσται τύραννοι Ελλάδος νηστικής,
που μία εκ των Τραπεζών, η της Ιονικής,
πολύτιμα γραμμάτια κατʼ έτος θα εκδίδη
και θα τα τρων νηστεύοντες γαϊδάροι για γρασίδι.
-
Ουαί που θα πληρώνωνται τα τέλη των εμπόρων
με πίστεως γραμμάτια μεγάλης κι αοιδίου,
ουαί, που πάσα είσπραξις των υπεγγύων φόρων
θα στέλλεται προς κάλυψιν του τοκομεριδίου.
Ουαί υμίν, υποκριταί, δοχεία μαύρου δόλου,
οπού δεν εμπιστεύεσθε την πίστιν μας καθόλου
και πάσα πιστοποίησις πηγαίνει του κακού
γιατί φοβείσθε την βροντήν του πυροβολικού.
-
Ουαί υμίν, θρασύδειλα βλαστήματα ελάφων,
οπού παρέρχεσθε ψυχροί προ παναρχαίων τάφων
και λέγετε «για λείψανα και τάφους τι μας μέλει;
εμείς για τους παράδες μας γερά ζητούμε τέλη,
κι αν έχη δόξαν ο Ρωμηός κορώνα και τιμή του,
ας βράζη τον αέρα της να πίνη το ζουμί του».
-
Ουαί υμίν, κοάζοντες απόγονοι βατράχων,
που δεν σας καίγεται καρφί κι αν εις τον Μαραθώνα
ευρήκαμε τα κόκκαλα των Μαραθωνομάχων
και τούτον εδοξάσαμεν της ύλης τον αιώνα,
και λέγετε «για κόκκαλα πεντάρα δεν μας μέλει,
καθείς για τους παράδες του εισπράξεις φόρων θέλει,
κι όταν παθαίνουν οι Ρωμηοί γουργούραις των στομάχων
ας ροκανίζουν κόκκαλα των Μαραθωνομάχων».
-
Ουαί υμίν, υποκριταί, τσιφούτηδες Εβραίοι,
έντομα, περονόσποροι, ακρίδες, αρουραίοι,
ουαί υμίν, παμμίαρον Τραπεζιτών συνάφι,
που διόλου δεν συγκινούν των Μαραθώνων τάφοι,
μηδέ ρυάκων και πηγών σάς τέρπει το κελέρυσμα,
κι αρνείσθε να δανείσετε και μια στερλίνα χάρισμα.
-
Ουαί που θα τρελλάνετε τον Κόντε με τους όρους,
ουαί, που θέλετε κι αυτούς των κουκουλιών τους φόρους,
και λέτε δείχνοντες σʼ εμάς γεμάτα τα σακκούλια
πως με της δόξαις μοναχά δεν βάφονται κουκούλια,
ουαί, που δεν πιστεύετε κι εμένα τον Σωτήρα
και τα μυαλά μου, όλοι σας μου λέτε, και μια λύρα,
ουαί υμίν, που θέλετε να μας ιδήτε πτώμα
και σάλιο δεν αφίνετε μες στο στεγνό μας στόμα,
ουαί υμίν, ανίεροι, που μʼ όχεντρας φαρμάκι
κρυφά κρυφά δαγκώνετε τον Κόντε τον αχμάκη,
ουαί υμίν, ανήμερα θηρία της ερήμου,
που σκιάζομαι αν ευρεθώ και μια στιγμή κοντά σας
εκ φόβου μήπως το δεξί και το ζερβί μερί μου
το κομματιάσουν έξαφνα τα χαυλιόδοντά σας.
-
Ουαί, παμφάγα τέρατα…κακός ψυχρός σας χρόνος,
ταχόρταγά σας στόματα για τον παρά λυσσούν,
ουαί υμίν, Ιάσωνες της γραίας Αλβιόνος,
που της Ελλάδος θέλετε το δέρας το χρυσούν.
Ουαί υμίν, παληανθρωπιά…να πάτε να χαθήτε…
μʼ εκείνα τα κουπόνια σας μας τρώτε διαρκώς,
και τότε μόνον πιθανόν να ευχαριστηθήτε
όταν λωρίδα κόψετε Ελληνικής σαρκός.
-
Ουαί υμίν, που γρήγορα την πλάνην σας θα νοιώσετε, ουαί,
που για το δάνειον πικρά θα μετανοιώσετε,
ουαί, που θάλθη μια στιγμή καθείς να σας λυπήται
και τότε σεις, ω δανεισταί, προς τους Ρωμηούς θα πήτε:
«Ουαί υμίν, απόγονοι των ευκλεών προγόνων,
που χάβετε τα δανεικά με στόματα Γοργόνων,
ουαί, που μας σκοτίσατε με την πολλή σας κλάψα
κι όλους σαν κουτομόηδες μάς βάλατε στην κάψα,
ουαί, που σας δανείσαμε και τούτη τη φορά,
ουαί, που μας κατάφερε ο Κόντες μια χαρά,
ουαί που τον Εγγλέζο μας πιστέψαμε τον Λο μας,
ουαί, που μας καθίζετε σε μουλαριών καπούλια,
ουαί, που θέλει σπάσιμο το ξεροκαύκαλό μας
μʼ όλα τα βελανίδια σας, τα σύκα, τα κουκούλια,
ουαί, που τους μεγάλους σας δεν νοιώσαμε σκοπούς
και γρήγορα θα μας δεχθή προσκυνητάς η Τήνος,
ουαί, τρις πονηρότεροι κι αυτής της Αλεπούς,
που κυνηγούσε στο Γουδί ο νέος Κωνσταντίνος».

-Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
..........................................................................................................

Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε σαν σήμερα 2 Φεβρουαρίου του 1853, στη Σύρο και καταγόταν από τη μεριά του πατέρα του από τα Κύθηρα και από τη μεριά της μητέρας του από τη Χίο. Η οικογένειά του φιλοδοξούσε να σπουδάσει ο Γεώργιος θεολογία, οι οικονομικές συνθήκες ζωής τους όμως δεν το επέτρεψαν. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του και μαθήματα γυμνασίου στην Αθήνα ως το 1870, οπότε τέλειωσε το σχολείο και έφυγε για τρεις μήνες στο Ταγκαρόγκ της Ρωσίας για να εργαστεί ως υπάλληλος σιτεμπόρου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα στράφηκε προς το χώρο του θεάτρου, συμμετέχοντας σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων (σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων είχε συμμετάσχει σε μια παράσταση τραγωδίας στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού).
ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια 

                                                 Δυστυχία σου Ελλάς - Γεώργιος Σουρής..
...................................................................................................................................................................

1 Φεβρουαρίου 2016

Πώς ο Προάγγελος της Άνοιξης...''πατίνια'' μας χαρίζει ?

Πως γίνεται κάθε που '''φλεβαρίζει'''ο καιρός...και η μέρα μεγαλώνει..πως γίνεται και η κρυμμένη η Άνοιξη που στην καρδιά μου κατοικεί...πάντα να παίρνει θάρρος ...δύναμη...και βήματα ταχειά ξανά ν' ανοίγει...
Είν' που δεν θέλει άραγε απ' το Χειμώνα της να σκεπαστεί...κι εκεί στο παγωμένο από κάτω χιόνι της να μείνει ?
Ή μήπως είν' η ελπίδα της και ο ενθουσιασμός...που στο άνθισμα την οδηγούν...και στο κυνήγι '''μαγισσών'''που κατοικούν εντός της...?

Ποτέ μου δεν την μάλωσα τη δόλια μου καρδιά...κι ας την γελάσανε πολλές φορές...της Άνοιξης οι μυρωδιές...της άνοιξης τα κάλλια...
Εκεί μέσα στο Καταχείμωνο το βροχερό που την περίμενα ...υπόσχονταν τόσα μονοπάτια μαγικά...εμπρός μου για να στρώσει...αδύνατον να της αντισταθώ...μπροστά στο φόβο της στιγμής...μην τύχει αυτή  και με  προδώσει... 
Στους πάγους πάνω εγώ δεν ήξερα να περπατώ...μα η ζωή σαν δώρο της.. πατίνια αυτή μου χάρισε...να τρέχω...να προλάβω...

Εγλίστρησα και έπεσα πολλές στιγμές...και τότε ένα ζευγάρι με τριαντάφυλλα ζωγραφισμένα επάνω ...εσκέφτηκα να αγοράσω...παπούτσια που να μη γλυστρούν...και κάθε που θα πέφτω...τα λούλουδα που έχουν για ζωγραφιά...αυτά μονάχα να κοιτάζω....
Θέλεις δε θέλεις σκέφτηκα ...σαν κατορθώσεις στη ζωή...σαν μάθεις να χορεύεις...μετά από τα πεσίματα τα γλυστερά...υπέροχες στιγμές...φιγούρες απαράμιλλες στο πατινάζ σε περιμένουν...

Είναι αυτός ο χορός ο μαγικός...που μοιάζει πεντοζάλη...που πάντα λες και είναι η πρώτη η φορά...η Άνοιξη ..που σαν σιμώνει... μας φέρνει στην ψυχή...κι ας είναι ακόμα εκεί ο νους στην παγωνιά και στο αγιάζι καρφωμένος...

Εκεί είν' και το χειροκρότημα...εκεί που δεν τον εγκατέλειψες ...στη μέση τούτο το ''χορό'''που λέγεται ζωή...είναι που ο ερχομός της Άνοιξης...κάθε φορά σου υπόσχεται...κάθε φορά σου τάζει και σε παρασύρει...ν' αντέχεις ..να τη ζεις και να την γεύεσαι την ομορφιά του κόσμου...κι ας πέφτεις κι ας γεμίζεις γρατσουνιές στα γόνατα....γιατί άλλη φορά δεν έχει.... 

 Κείμενο - Σοφία Θεοδοσιάδη
................................................................................................................................................................

“Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει!”

“Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες σφαλνάει”. Με άλλα λόγια, προκαλεί πολλούς θανάτους εξαιτίας του κρύου και των βροχών, αλλά και των μεταβολών στο κλίμα. Αλλά, παρά την αγριάδα του αυτή, ο Φεβρουάριος είναι ο πρόδρομος της καλοκαιρίας: Σχετικό είναι το τετράστιχο :

 “Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν δώσει και θυμώσει μεσ' το χιόνι θα μας χώσει.” Ο Φεβρουάριος λέγεται και “μικρός μήνας” ή “Κουτσοφλέβαρος”.

 Ο Φεβρουάριος σύμφωνα με το λαογράφο ετυμολόγο σημαίνει πρησμένη φλέβα και τούτο επειδή κατά το μήνα αυτόν πρήζονται, γεμίζουν με νερό οι φλέβες της γης. Τον Φλεβάρη ο λαός ονόμασε και Κουτσοφλέβαρο, γιατί κατά την παράδοση ο Μάρτης δανείστηκε απ' αυτόν δυο ημέρες και στο διάστημα των δυο ημερών “πάγωσε τη γριά”. Είναι γνωστή και η παροιμία “Ο Κουτσοφλέβαρος έβαλε τη γριά στο χαράκωμα από κάτω”.
................................................................................................................................................................

 Όταν ο Φεβρουάριος τραβάει 29 ημέρες, όπως φέτος, γιορτάζεται την ημέρα αυτή η γιορτή του Κασσιανού Οσίου του Ρωμαίου. Είναι ο μόνος Άγιος που αφιερώνεται μια ημέρα γι' αυτόν όχι κάθε χρόνο, αλλά κάθε τέσσερα. Σχετικά με την εξαίρεση αυτή, στη χορεία των Αγίων υπάρχει ένα πολύ χαριτωμένο παραμύθι που το περιλαμβάνει ο λαογράφος Παρασκευάς Μηλιόπουλος στο βιβλίο του “Ο Κότσυφας ο Κυρ Κώστας και άλλα Μακεδονικά” και που σε ελεύθερη αφήγηση είναι “Ο Άγιος Κασσιανός ξάπλωνε όπου υπήρχε σκιά και γάργαρο νερό στον παράδεισο.

Οι άλλοι άγιοι δεν τον ενοχλούσαν, τον έβλεπαν και χαμογελούσαν καλόκαρδα. Νόμιζε κανένας ότι ο παράδεισος ήταν φτιαγμένος γι' αυτόν. Είχε όμως ένα παράπονο που πίεζε την καρδιά του. Δεν μπορούσε να ανεχθεί το γεγονός ότι η Εκκλησία και οι άνθρωποι στη γη τον τιμούσαν μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Θυμούνταν το μαρτύριό του και τις θυσίες του στη γη και ένοιωθε μια απέραντη πίκρα.

Γι' αυτό πήγε να διαμαρτυρηθεί στον πανάγαθο θεό. Είπε ότι υπέφερε και μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού και ότι αφού ταπείνωσε τον Σατανά κανένας δεν τον σκέφτηκε παρά τον παραπέταξαν να γιορτάζει μόνο μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια. Διαμαρτυρήθηκε μάλιστα επειδή δώρα και τάματα έφταναν κάθε ημέρα στον Αϊ Γιώργη, τον Αϊ Νικόλα και τον Αϊ Δημήτρη, ενώ σ' αυτόν δεν έφεραν τίποτα. Τότε ο Θεός κάλεσε έναν άγγελο και του είπε να φέρει τους τρεις αγίους μπροστά του.

Πέταξε ο άγγελος πάνω από τα πέλαγα και έφερε τον Άγιο Νικόλαο. Πέταξε πάνω από τα βουνά και κάλεσε τον Αϊ Δημήτρη. Πέταξε στη συνέχεια πάνω από κάμπους και κάλεσε τον Αϊ Γιώργη. Και ο Θεός τούς ρώτησε έναν έναν. Πού ήσουνα Νικόλαε; Στη θάλασσα Άγιε Πατέρα, απάντησε, και πάλευα με τα κύματα για να σώσω κάποιους που πνίγονταν. Εσύ Γεώργιε; Ρώτησε ο Θεός. Πάνω στα βουνά, Αθάνατε, και βοηθούσα τους Έλληνες να κερδίσουν μια δύσκολη μάχη. Εσύ Δημήτριε; Φύλαγα τη Θεσ/νίκη, υπερένδοξε.
Και τότε στράφηκε ο Θεός στον Άγιο Κασσιανό. Βλέπεις τώρα γιατί αυτούς τους τιμάει ο κόσμος; Γιατί δουλεύουν Κασσιανέ, δουλεύουν και δεν ξαπλώνουν.

 Γεώργιος Μ. Μπόντας  – Λαογράφος
..................................................................................................................................................................

Κατ' άλλους λέγεται Φλεβάρης, γιατί παγώνει τις φλέβες της γης.
 Στη Θράκη υπάρχει το ρήμα φλεβαρίζω= πλημμυρίζω, επειδή τα χωράφια «φλεβαρίζουν από τις βροχές.

Λέγεται και τρυγητής γιατί στον αγροτικό βίο, ο Φλεβάρης είναι ο μήνας των αμπελιών. Τότε γίνεται το κλάδεμα, το καθάρισμα και το τσάπισμα των αμπελιών. Τότε βάζουν και καταβολάδες, δηλαδή φυτεύουν αμπέλια (εκτός και αν είναι δίσεχτος ο χρόνος). Για αυτό του το περιεχόμενο ο Φλεβάρης λέγεται όπου είναι ανεπτυγμένη η αμπελουργία και Κλαδευτής.
Για τον άστατο καιρό, ο Φλεβάρης λέγεται επίσης και Μεθυσμένος, γιατί δεν ξέρει τι κάνει.

Πάντα πίστευα και τώρα πλέον είμαι σίγουρη πως η Λαογραφία είναι η ραχοκοκαλιά του Πολιτισμού ενός λαού...και συναγωνίζεται επαξίως την ιστορία του...
Ποιός στ' αλήθεια μπορεί να καταγράψει καλύτερα την καθημερινότητα ...τους πόνους ...τους καημούς...τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων ενός τόπου...όσο ο ίδιος ο λαός ?
Κανείς θαρρώ δεν θάταν καλύτερος καταγραφέας...
Μέσα στα πλαίσια αυτά...χιλιάδες οι παραδόσεις οι προφορικές ...μα και οι καταγεγραμμένες...για όλες τις εκφάνσεις της ζωής... 
Μια τέτοια ξεχωριστή λοιπόν ιστορία παράδοσης είναι και η παραπάνω μέσα  στο μήνα Φεβρουάριο...και η γιορτή του  Κασσιανού   Οσίου του Ρωμαίου...
Δεν είναι μια ιστορία καταγραφής ενός μύθου...μα η  απόρροια παρατηρήσεων των φαινομένων των καιρικών και των συμπεριφορών και χαραχτήρων των ανθρώπων...μέσα στους αιώνες...τον μήνα αυτόν...

Σοφία Θεοδοσιάδη.
................................................................................................................................................................. 

31 Ιανουαρίου 2016

Ήθελες πάντα να σου κελαηδώ χαρούμενα...

Ήθελες πάντα να σου κελαηδώ χαρούμενα...και στη φωλιά σου γύρω να πετάω..να φτερουγίζω..
Μα εγώ πουλί συνηθισμένο και δεν ήμουνα...ούτε κι ολημερίς εκελαηδούσα...
Γιατί τ' αηδόνια μάτια μου...πολύ πρωί και με το χάραμα και δίπλα σε ομορφιές ανείπωτες και σε ρυάκια κελαηδάνε....και μόνο στη φωλιά που είναι το ταίρι τους στήνουν καρτέρι από νωρίς.. και μελωδίες μοναδικές....στον αέρα τους σκορπάνε.....

Δεν τραγουδάω εγώ σε ξένους τόπους και λημέρια δεν αράζω....πάντα εκεί στη μυρωδιά και κάτω από τον  ίσκιο σου λουφάζω.....και ένα τραγούδι γνώριμο ...μελωδικό....κι αλλιώτικο αρχινώ....κι έρχονται και μαγεύονται απ' τις φωλιές τ' αηδόνια...
Τις συγχορδίες αρχινούν...όλα μαζί σαν ένας μαέστρος υψηλός αυτά να κατευθύνει ..και ορχήστρα μοιάζει του Έρωτα...σκοπό μοναδικό ...που στους αιθέρες γύρω τους σκορπούν....

Γράφουν και καταγράφουνε τους γήινους τους έρωτες...με έναν τρόπο θε'ι'κό και Μυθικό...τ' ανθρώπινα να μην μπορούν ..να μην τολμούν ποτέ και να τους φθείρουν...γιατί ψυχή μου οι έρωτες οι γήινοι...στο χρόνο δεν αντέχουν...και πρέπει με τα χέρια σου ψηλά να τους σηκώνεις....
κι εσύ καθημερνά και να τους σιγοτραγουδείς κι απ' το ποτήρι τους το δροσερό να πίνεις.....

Σοφία Θεοδοσιάδη.. 
..................................................................................................................................................................


 



 Τὸ ἀηδόνι και το γεράκι  

Διονύσιος Σολωμός

«Ἄκουσε, γεράκι, τὸ καημένο τ' ἀηδόνι. Ἡ ζωή μου εἶναι στὴν ἐξουσία σου, ὅπως καὶ τὸ πέταγμά μας αὐτὸ μέσα στὰ σύννεφα, ὅπου δὲν εἶχα φτάσει ποτέ. Ἀλλὰ ἄκουσέ με: Ἀπὸ τὶς μυστικὲς πηγὲς τῆς φύσης ἐρχόταν μιὰ ἤπια πνοὴ καὶ συναντοῦσε μιὰν ἄλλη, ἐξίσου ἤπια, μέσα στὸ στῆθος μου. Αὐτὴ ἡ πνοὴ γινόταν τραγούδι, ὅπως καὶ τὸ φύλλωμα τοῦ δέντρου ποὺ μὲ φιλοξενοῦσε, ὅπως τὰ ἄστρα ποὺ ἔλαμπαν ψηλά. Ἡ ὀμορφιὰ τῶν πραγμάτων ποὺ ἦταν γύρω μου μὲ συγκινοῦσε καὶ μεταβαλλόταν σὲ μουσική. Εἶδα κι ἐσένα νὰ ἔρχεσαι καταπάνω μου, καὶ ὁ φόβος μου νικήθηκε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς γρήγορης καὶ μεγαλόπρεπης πτήσης σου, ποὺ τὴ θαύμαζα σὰν δῶρο τῶν θεῶν. Ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἀπὸ ἀπροσμέτρητο βάθος, ἑτοιμάζονταν ν' ἀναβρύσουν ἀπὸ μένα τραγούδια θλίψης γιὰ ἕνα ρόδο ποὺ τὸ μάδησε ὁ ἀέρας. Τὰ ἄρχιζα, τὰ τραγούδια αὐτά, ἐγὼ πού, ὅταν ξεσποῦσε ὁ κεραυνός, ἔνιωθα νὰ μοῦ τρέμει τὸ στῆθος, καθὼς ἤμουν μαζεμένο μέσα στὸ νέο φύλλωμα. Ἄφησέ με νὰ ζήσω μιὰ στιγμὴ μόνο, ὅσο γιὰ νὰ βγάλω στὸν αἰθέρα καὶ γιὰ τὸ αὐτί σου τὸ θησαυρὸ ποὺ αἰσθάνομαι μέσα μου. Μὴ σκοτώσεις αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γεννηθεῖ!».

Καθὼς τὸ ἀηδόνι μιλοῦσε, τὸ γεράκι χαλάρωνε τὸ ἁρπακτικὸ νύχι του, καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἔκανε φιλικὸ νεΰμα στὸ ἀηδόνι, ποὺ ὅμως τὴ στιγμὴ ἐκείνη ξεψύχησε. 


ΠΗΓΗ :  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
 Ἀπὸ τὸ Ποιήματα καὶ Πεζά ..
..........................................................................................................................................................

30 Ιανουαρίου 2016

Νύχτα μέσα στα μάτια σου -











Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι άναψε ένα φως
χερουβείμ, σεραφείμ σ’ έφεραν στη Γη
το φεγγάρι αρμενίζει στων ματιών σου την πηγή

Νύχτα μέσα στα μάτια σου
νύχτα και στην καρδιά σου
ο έρωτας κοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά σου

Καταπράσινα τα φύλλα τώρα σε φιλούν
χερουβείμ, σεραφείμ γλυκοτραγουδούν
είσαι ο πόνος ο μεγάλος, τύραννός μου και καημός

Στίχοι:  
Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική:  
Μίκης Θεοδωράκης
 Ερμηνεία :Μαργαρίτα Ζορμπαλά.






............. 




29 Ιανουαρίου 2016

Οι Τρεις Ιεράρχες και η Συμβολή τους στην Παιδεία...









 Ο Νομπελίστας μας ποιητής Γ. Σεφέρης έλεγε: “Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του και μια κακή παιδεία εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος”.
 ..................................................................................................................................................................

Την τιμητική τους έχουν σήμερα 30 Ιανουαρίου οι Τρεις Ιεράρχες προστάτες των Γραμμάτων.

 Με την ονομασία Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος.

 Ασυμβίβαστοι οι Τρεις Ιεράρχες δεν δίστασαν να συγκρουστούν με την τότε εξουσία προκειμένου να υπερασπιστούν την δικαιοσύνη ή την ορθόδοξη πίστη. Δεν δίστασε ο Μεγ. Βασίλειος να αρνηθεί την φιλία του αιρετικού αυτοκράτορα Ουάλη, λέγοντας του “Την βασιλέως φιλίαν μέγα μεν ηγούμαι μετ’ ευσέβειας, άνευ δε ταύτης, ολεθρίαν αποκαλώ”. Δεν ανέχεται να εγκαταλείψει ούτε “ιώτα εν” των θείων δογμάτων και ασπάζεται και τον θάνατο αν παραστεί ανάγκη.

 Παραιτήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος από τον θρόνο της Κων/πόλεως όταν διαπίστωσε αιρετικές κακοδοξίες.
Χτυπά αλύπητα ο Χρυσόστομος, την ανηθικότητα της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. “Ο Θεός” της γράφει “σου έδωσε το βασιλικό σκήπτρο για να απονέμεις παντού την δικαιοσύνη. Χώμα και στάχτη, χόρτο και σκόνη, σκιά και καπνός και όνειρο είναι ο άνθρωπος, ακόμα κι αν είναι ισχυρός άρχοντας. Δώσε τέλος στον πόνο και στη δυστυχία των απελπισμένων. Μήπως θα κατέβουν μαζί σου στον τάφο τα σταφύλια των κλημάτων, τα χρήματα και η δόξα της εξουσίας;”.

 Εξορίστηκε ο Άγιος, πέθανε από τις κακουχίες μακριά στα βάθη της Μ. Ασίας, έδωσε όμως παράδειγμα αιώνιο στους εκκλησιαστικούς ηγέτες, κυρίως στους σημερινούς που ορισμένοι κυκλοφορούν σαν Πέρσες σατράπες, μια άλλη μορφή εξουσίας, ανίκανη να συλλάβει το μήνυμα του Ευαγγελίου που τονίζει πως όποιος θέλει να είναι πρώτος, έσται υμών διάκονος, πρέπει να είναι υπηρέτης όλων.

ΠΗΓΗ : Βικιπαίδεια

..............................................................................................................................................................

 Σήμερα θα με ρωτήσετε τι γίνεται με την Παιδεία ...

Χρόνια προσπαθώντας...δάσκαλοι φωτισμένοι.. προσπάθησαν και προσπαθούν, να πλησιάσουν την ψυχή του παιδιού...κι άλλοι πολλοί ακολούθησαν και ακολουθούν  στυγνά το πρόγραμμα του Υπουργείου που κράταγαν στα χέρια τους....εστιάζοντας στον εγκέφαλο και μόνο του παιδιού...
Κανένας δεν αμφισβητεί τη δύναμη και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας....
Αναρωτηθήκαμε όμως ποτέ...πόσο σκλήρυναν την καρδιά μας..πόσο μας απομάκρυναν από τον πραγματικό στόχο του ανθρώπινου Γένους ?

 “Παιδεία εστί ου την υδρία πληρώσαι,αλλά ανάψαι αυτήν ”  έλεγε ο Πλάτωνας.

 Γεμίζουμε το κεφάλι του παιδιού με γνώσεις και αφήνουμε σβησμένη την ψυχή του.
Υπήρχαν και υπάρχουν στον κόσμο και στον τόπο μας.. τόσοι εγγράμματοι  άνθρωποι και συγχρόνως  τέτοια φτώχεια πνευματική.
 Έχουμε μια παιδεία που εστιάζει κυρίως στις ανάγκες της τροφοδοσίας των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας. Γεμίσαμε διπλωματούχους και εξαφανίστηκαν οι πνευματικοί άνθρωποι.
Αλλά ξεχάσαμε παντελώς πως η πραγματική παιδεία προσφέρει πνευματικότητα...είναι τροφή ψυχής και νου...Κάθε πολιτισμένη και ανθρώπινη κοινωνία έχει ανάγκη όχι μόνον από ειδικούς επιστήμονες...αλλά και από φωτισμένα μυαλά και αληθινούς χαραχτήρες...

Σοφία Θεοδοσιάδη - Εκπαιδευτικός.
....................................................................................................................................................................

Φύσηξαν ''Βοριάδες ''δυνατοί...



Φυσούν Βοριάδες δυνατοί στα υπήνεμα του κόσμου τα λιμάνια..Φυσούν Βοριάδες δυνατοί και φτάνουνε στις κάμαρες αντρών και γυναικών στις φτωχογειτονιές του Νότου...
Παρόλο που εχάσαμε πολλά...παρόλο που αδύνατον να μοιάζει..να φαντάζει .. τη μανία τ' αγέρα να αντέξουμε...παρόλο που  φαίνεται απίστευτο.. αυτόν τον δρόμο να τον ακολουθήσουμε και τα βουνά που υψώνονται μπροστά μας να ανεβούμε...μια δύναμη από μέσα.. μας μιλά....μας ενθαρρύνει....
Ίσως δεν φταίμε εμείς απόλυτα...που ελυγίσαμε και γονατίσαμε...στα εμπόδια της ''σκυταλοδρομίας'' που κληθήκαμε μες στη ζωή να υπερβούμε... 
Στα παραμύθια που μας διάβαζαν από μικρούς...πάντα τους δράκους και τους Κύκλωπες τους ετυφλώναμε και τους νικούσαμε στο τέλος....
Μας δίδαξαν το ευχάριστο...και τον πόνο τον αληθινό... κρυφό στα παραμύθια τον κρατούσαν....
Κάπως έτσι σάμπως δεν ξεκινά  ο δρόμος των δακρύων......
μπροστά στην αποκάλυψη ...της δύναμης των ισχυρών ...των αφεντάδων των ζωών ...που διαφεντεύουν και να κλέψουν ...να κλαδέψουν προσπαθούν...όνειρα και ελπίδες....?
Έτσι δεν ξεκινά...ο δρόμος των δακρύων... ανυποψίαστα και απλά και απρόσμενα , φέρνοντάς μας σε επαφή... με κείνο που πονάει?
 Κι  έτσι αναπάντεχα ένα πρωινό... μπαίνει κανείς σ΄αυτό το μονοπάτι...
Ζωή είναι αυτή...απρόβλεπτη...πλήθυνε του κόσμου η ανημπόρια...η απαξίωση και η κακομοιριά...της σκέψης η κακομοιριά πρωτίστως και ανελλειπώς.....
Φύσηξαν βοριάδες δυνατοί...μα ψάξε ...βρες ''κλαδί'' για να πιαστείς...πριν μες στο ''πέλαγος '''χαθείς...κι ένα  λιμάνι απάγκιο  δεν θα βρίσκεις....να αράξεις ..
Είναι το ζητούμενο της ίδιας της ζωής...το χρώμα των δακρύων σου...από πένθιμο και μωβ...σε δάκρυα χαράς να μετατρέπεις....και χρώματα ιριδίζοντα... πάντα να τους προσθέτεις ...να τους δίνεις....

Σκέψεις - Σοφία Θεοδοσιάδη..
.....................................................................................................................................................................