Επήρε να χαράζει στο ξημέρωμα..Γύρισες πίσω..είχες ξεχάσει να της δώσεις τις βιολέτες που εμάζεψες..πάντα εμάζευες τις αγριοβιολέτες να τις πάει στον Επιτάφιο..ήθελες να 'χουν τη δροσιά απ' το χτήμα σου για να στολίσουνε τα ματωμένα χέρια του Χριστού..ίσως πενθίσουνε της είπες και τα χέρια που καρφώσανε το σταυρωμένο το κορμί του..Ήταν πανσέληνος της Άνοιξης κι εστάθηκες σιμά της.. όνειρο ήσουν το κατάλαβε..κι εγύρισες για να φωτίσεις τη βραδιά ..να ξεχαστεί στο ημερολόγιο η σκοτεινή της νύχτα..Τούτην την ώρα, βλέπεις ήτανε Άνοιξη..πάντα το Πάσχα Άνοιξη κινά στην πόρτα να κοπιάσει..και η Ροδένια εσηκώθηκε πουρνό..Μ. Εβδομάδα των Παθών..συνήθειο το 'χαν χρόνια μες στο πατρικό να σιγοκαίει νυχθημερόν ..το καντηλάκι άναψε στο μικρό εικονοστάσι..
Είχε φυλαγμένες τις εικόνες που της χάρισεν η μάνα της..κειμήλια της γιαγιάς της απ' τον Πόντο..Στο τρίπτυχο της Παναγιάς έκαμε το σταυρό της..Έφτιαξε έναν ελληνικό καφέ κι εχάθηκε η σκέψη της μέσα στη μυρουδιά του..σαν τότες με το Γιώργη της που σαν συμπόσιο πρωινό,επίνανε αντάμα τον καφέ τους..Τούτη η ησυχία η πρωινή έμοιαζε ευλογίας ξεκίνημα..πλέκανε σχέδια για την ζωήν..για τα παιδιά..δέκα πέντε χρόνους τούτη η συνήθεια δεν έλεγε να φύγει απ' την ψυχή της..Άνοιξε το τρανζιστοράκι που 'χε δίπλα απ' το κρεβάτι της ,έπαιζε ένα ρέκβιεμ πένθιμο και τότες εθύμήθηκε τον άντρα της που ήταν αποθαμένος..
Μ.Παρασκευή ημέρα των ψυχών κι ο Γιώργης της θα τριγυρνάει στο μνήμα του ολόγυρα..
στον κήπο των αγγέλων θα αναμένει ..
Κατέβηκε στον κήπο της ,μάζεψε τα ζουμπούλια που εφύτεψεν στον κήπο τους χρόνους πολλούς νωρίτερα ανυποψίαστος για το φευγιό του ο Γιώργης..Εκάθησε για μια στιγμή εις την πεζούλα του σπιτιού..την πήρανε τ' αρώματα απ' τα ζουμπούλια και τα δάκρυα της Παναγιάς..κι εθάρρησε πως την εχαϊδεψε στον ώμο της..της είπε να κινήσει..Μ.Παρασκευής το πρωινό και άκρα του τάφου σιωπή...μες στο νεκροταφείο των ανθρώπων...μα όχι εκεί και των ψυχών...γιατί οι ψυχές τους εταξίδεψαν...ψηλά ...μακριά...και μέσα μας.. ακόμα κατοικούνε..Και ξαφνικά η μπάντα επαιάνισε...ένα Ρέκβιεμ πένθιμο...νοσταλγικό ...ψυχών ανάπαμα θαρρείς...κι ό όχλος ακολούθαγε ...αργά και σιωπηλός...είναι παράξενη η μουσική μες στο Νεκροταφείον .Δεν ξέρω αν κάνει τις ψυχές των ζωντανών να ηρεμούν...ή τις ψυχές των αποθανόντων...νάρχονται ξανά...να επανέρχονται για μια μονάχα μέρα ή στιγμή...να οσμωθούν μαζί τόσο στιγμιαία και περαστικά...κι ύστερα πάλι να χαθούν...εκεί ψηλά που κατοικούν...ή πάλι και ξανά στον κήπο της καρδιάς μας...
Κι η μπάντα εσυνέχιζε με βηματισμό αργόσυρτο...θαρρείς κι αυτή επρόσμενε μέσα στην άκρα σιωπή...οι ψυχές να την ακολουθήσουν...και η Ροδένια μέσα στο πλήθος ολομόναχη και σιωπηλή...παρέα με το Γιώργη της,η ανάσα του την ακούμπαε..επερπατούσε δίπλα της, συγκινημένη απ' τις μουσικές , που σε ''στέλνουνε'' ψηλά.. εκεί που θαρρείς οι ψυχές δεν έπαψαν στιγμή να κατοικούν...που μυρωδάτες σήμερα μες στον εξαγνισμό τους...μες στα λιβάνια τα αρωματικά...που η Ροδένια εδιάλεξε το Γιώργη της να τον αρωματίσει ...μες στις βιολέτες τα ζουμπούλια και τις πασχαλιές.. ήξερε πως του Γιώργη της λουλούδια ανθισμένα του αρέσαν..Στη σκέψη της μία φράση του Ευαγγελίου εκαρφώθηκε..πως η ζωή εν Τάφω κείται.. όχι δεν είναι μονολόγησε δεν είναι η ίδια << Η ζωή εν Τάφω >>.. είναι το περιτύλιγμα της ίδιας της ζωής...είναι το σώμα το φθαρτό...που δεν κατόρθωσε να σώσει ουδείς...είναι η ψυχή που ελεύθερη ...στους ουρανούς της κατοικεί...εκεί ψηλά...κι εδώ σιμά μες στην καρδιά της...Μεγάλη είναι λένε η Παρασκευή...για σένανε Χριστέ μου...γιατί δεν ελογάριασες το ανθρώπινο το ''περιτύλιγμα'' και το σαρκίο σου ερίσκαρες..της προδοσίας έρμαιον στο χώμα να ταφείς...έτσι ελευθερώθηκες...έλυσες απ' το κουτί το περιτύλιγμα...έλυσες τις σατέν κορδέλλες του κι ευρέθηκες στην ανθισμένη Γης...
Κι η μπάντα επαιάνιζε το πένθιμο το Ρέκβιεμ...και η Ροδένια εσκούπισε τα δάκρυα, έπαψε πια να θλίβεται μες στο Νεκροταφείον...στην εποχή των τάλαντων και των τριάκοντα αργυρίων..ευτύχησε για μια φορά ψυχές σαν πεταλούδες ν' ανταμώσει..να την περικυκλώνουνε στον κήπο της καρδιάς..κάθε που πένθιμα οι καμπάνες θα χτυπούνε..Θυμήθηκε την παιδικήν..αθώαν Πασχαλιά..τότες π' ανέμελα ..ελπιδοφόρα επέρναε κάτω απ' τον Επιτάφιον..τότε που η αύρα η βραδινή εκώπαζε...το φως στα φαναράκια των παιδιών..εις την περιφοράν του Επιταφίου εις τις γειτονιές..και τα κεριά μη σβήσει.. Εχαμογέλασε δειλά.. ένιωσε ευλογημένη..είναι που επρόκανε κι αγόρασεν το μύρον της αγάπης το ακριβόν..είναι που το 'νωσε..γιατί εστάθη δίπλα της ο Γιώργης της,στο πλάι της βημάτιζε σιμά της...μέχρι που τον άφησε ξανά...εκεί στον Τάφο του...μα όχι στη ζωή του την εν Τάφω.. εκεί κάτω από το μαρμάρινο τετράδιο που έγραψαν χρυσόδετα δυο λόγια τα παιδιά της εις ανάμνησιν..πόσο πολύ αγαπήθηκε η ψυχή του η αγνή...για την ευγένεια της ψυχής του εμίλαγαν τούτο το πρωινό..τα λόγια τα αχνοϋφαντα..εσκόρπαγαν αρώματα.. κι ευφράνθη ο λογισμός της.. Μεγάλη λέν' πως είν' Παρασκευή...κι εκείνη εθάρρησε για μια στιγμή πως νίκησε ο Γιώργης της το θάνατο..καθώς εστάθηκε εις την σκέψη της ολοζώντανη οπτασία.
Μία φωνή και μια αγκαλιά την έφεραν και πάλι πίσω στη ζωή..''πάμε μαμά στο σπίτι μας''..Μονολογούσε κι έφευγε απ' το Νεκροταφείο η Ροδένια : ''Γαλήνεψε ψυχή μου εσύ...μη μου θυμώνεις Γιώργη μου που φεύγω και σ' αφήνω..εγώ εχρεώθηκα στη Γης να κατοικώ απ' τ' άγριο το φευγιό σου..μείνε εκεί που διάλεξες τώρα να κατοικήσεις..μαζί με τον Παθόντα και Ταφέντα τον Χριστό..δεν είσαι μοναχός σου και πάλι θα 'ρθω δίπλα σου εγώ..γιατί μες στο βινύλλιο της ψυχής έπαιξε μουσική η δική σου η ψυχή και θα 'ναι Μεγάλη εκείνη η μέρα που ξανά οι ψυχές μας δίπλα - δίπλα θα σταθούν να περπατήσουν.''
Όμορφα ακούγονταν η μουσική στ' αυτιά της της Ροδένιας ..σαν αεράκι αιθέριο που απαλοχάϊδεψε και την ψυχή τ' αντρός της..κι ας λέγανε όλοι γύρω της πως ήταν πένθιμο ετούτο το κομμάτι που η μπάντα του Δήμου επαιάνιζε εις το Νεκροταφείον... Σκέψεις στον αγέρα εσκόρπαε μαθές...τούτη τη μέρα που ήταν Επιτάφιος και οι ψυχές ελεύθερες περνούσανε πάνω απ' τα καντηλέρια και τα μάρμαρα..γλυκαίνονταν στους ύμνους των παιάνων....
'' λιλά αγριοβιολέτες'' - Διήγημα- της Σοφίας Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................
Κι η μπάντα εσυνέχιζε με βηματισμό αργόσυρτο...θαρρείς κι αυτή επρόσμενε μέσα στην άκρα σιωπή...οι ψυχές να την ακολουθήσουν...και η Ροδένια μέσα στο πλήθος ολομόναχη και σιωπηλή...παρέα με το Γιώργη της,η ανάσα του την ακούμπαε..επερπατούσε δίπλα της, συγκινημένη απ' τις μουσικές , που σε ''στέλνουνε'' ψηλά.. εκεί που θαρρείς οι ψυχές δεν έπαψαν στιγμή να κατοικούν...που μυρωδάτες σήμερα μες στον εξαγνισμό τους...μες στα λιβάνια τα αρωματικά...που η Ροδένια εδιάλεξε το Γιώργη της να τον αρωματίσει ...μες στις βιολέτες τα ζουμπούλια και τις πασχαλιές.. ήξερε πως του Γιώργη της λουλούδια ανθισμένα του αρέσαν..Στη σκέψη της μία φράση του Ευαγγελίου εκαρφώθηκε..πως η ζωή εν Τάφω κείται.. όχι δεν είναι μονολόγησε δεν είναι η ίδια << Η ζωή εν Τάφω >>.. είναι το περιτύλιγμα της ίδιας της ζωής...είναι το σώμα το φθαρτό...που δεν κατόρθωσε να σώσει ουδείς...είναι η ψυχή που ελεύθερη ...στους ουρανούς της κατοικεί...εκεί ψηλά...κι εδώ σιμά μες στην καρδιά της...Μεγάλη είναι λένε η Παρασκευή...για σένανε Χριστέ μου...γιατί δεν ελογάριασες το ανθρώπινο το ''περιτύλιγμα'' και το σαρκίο σου ερίσκαρες..της προδοσίας έρμαιον στο χώμα να ταφείς...έτσι ελευθερώθηκες...έλυσες απ' το κουτί το περιτύλιγμα...έλυσες τις σατέν κορδέλλες του κι ευρέθηκες στην ανθισμένη Γης...
Κι η μπάντα επαιάνιζε το πένθιμο το Ρέκβιεμ...και η Ροδένια εσκούπισε τα δάκρυα, έπαψε πια να θλίβεται μες στο Νεκροταφείον...στην εποχή των τάλαντων και των τριάκοντα αργυρίων..ευτύχησε για μια φορά ψυχές σαν πεταλούδες ν' ανταμώσει..να την περικυκλώνουνε στον κήπο της καρδιάς..κάθε που πένθιμα οι καμπάνες θα χτυπούνε..Θυμήθηκε την παιδικήν..αθώαν Πασχαλιά..τότες π' ανέμελα ..ελπιδοφόρα επέρναε κάτω απ' τον Επιτάφιον..τότε που η αύρα η βραδινή εκώπαζε...το φως στα φαναράκια των παιδιών..εις την περιφοράν του Επιταφίου εις τις γειτονιές..και τα κεριά μη σβήσει.. Εχαμογέλασε δειλά.. ένιωσε ευλογημένη..είναι που επρόκανε κι αγόρασεν το μύρον της αγάπης το ακριβόν..είναι που το 'νωσε..γιατί εστάθη δίπλα της ο Γιώργης της,στο πλάι της βημάτιζε σιμά της...μέχρι που τον άφησε ξανά...εκεί στον Τάφο του...μα όχι στη ζωή του την εν Τάφω.. εκεί κάτω από το μαρμάρινο τετράδιο που έγραψαν χρυσόδετα δυο λόγια τα παιδιά της εις ανάμνησιν..πόσο πολύ αγαπήθηκε η ψυχή του η αγνή...για την ευγένεια της ψυχής του εμίλαγαν τούτο το πρωινό..τα λόγια τα αχνοϋφαντα..εσκόρπαγαν αρώματα.. κι ευφράνθη ο λογισμός της.. Μεγάλη λέν' πως είν' Παρασκευή...κι εκείνη εθάρρησε για μια στιγμή πως νίκησε ο Γιώργης της το θάνατο..καθώς εστάθηκε εις την σκέψη της ολοζώντανη οπτασία.
Μία φωνή και μια αγκαλιά την έφεραν και πάλι πίσω στη ζωή..''πάμε μαμά στο σπίτι μας''..Μονολογούσε κι έφευγε απ' το Νεκροταφείο η Ροδένια : ''Γαλήνεψε ψυχή μου εσύ...μη μου θυμώνεις Γιώργη μου που φεύγω και σ' αφήνω..εγώ εχρεώθηκα στη Γης να κατοικώ απ' τ' άγριο το φευγιό σου..μείνε εκεί που διάλεξες τώρα να κατοικήσεις..μαζί με τον Παθόντα και Ταφέντα τον Χριστό..δεν είσαι μοναχός σου και πάλι θα 'ρθω δίπλα σου εγώ..γιατί μες στο βινύλλιο της ψυχής έπαιξε μουσική η δική σου η ψυχή και θα 'ναι Μεγάλη εκείνη η μέρα που ξανά οι ψυχές μας δίπλα - δίπλα θα σταθούν να περπατήσουν.''
Όμορφα ακούγονταν η μουσική στ' αυτιά της της Ροδένιας ..σαν αεράκι αιθέριο που απαλοχάϊδεψε και την ψυχή τ' αντρός της..κι ας λέγανε όλοι γύρω της πως ήταν πένθιμο ετούτο το κομμάτι που η μπάντα του Δήμου επαιάνιζε εις το Νεκροταφείον... Σκέψεις στον αγέρα εσκόρπαε μαθές...τούτη τη μέρα που ήταν Επιτάφιος και οι ψυχές ελεύθερες περνούσανε πάνω απ' τα καντηλέρια και τα μάρμαρα..γλυκαίνονταν στους ύμνους των παιάνων....
'' λιλά αγριοβιολέτες'' - Διήγημα- της Σοφίας Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου