την πολιτεία εσκέπαζε
βαθύ εξαγνισμό ευελπιστώντας
ανυποψίαστο επάγωνε
εσκέπαζε στα σπλάχνα του τη Γης
και τις βουλές εσκέπαζε
και τις τρανές ιδέες του κόσμου..
μα το πρωί ..απόφαση επαίρνανε σκληρή οι τρανοί
ο κόσμος όφειλε ξανά να περπατήσει..
τις χιονισμένες δύσκολες τις ατραπούς.
ξυπόλητος ξανά να διασχίσει
Ουρλιάζαν ..αλυχτάγανε τη νύχτα τα σκυλιά
κι αυτός γυμνός στην κάμαρη
τη θαλπωρή αναζήταε
για να ζεστάνει την ψυχή του
μες στα λασπόνερα εις το σεργιάνι της ζωής
άραγες πόσο χιόνι έφαγε ετούτο το κορμί του
όσο ο καιρός επέρναε κι εκρύβονταν
χαμένοι έρωτες ..φιλίες..πόθοι..προδοσιές
εταλανίζαν την ψυχή του...
αναρωτιόνταν σιωπηλά
πού 'ναι τα χιόνια τα αλλοτινά
που τα όνειρά του έβαφαν λευκά
που 'ναι ο λευκός της φύσεως μανδύας των
που τις αγνές εζέσταινε προθέσεις της αθωότης?
Χιόνι σεντόνι άχραντο εσκέπασε το πνεύμα του
αποχαιρέτησε τους κύκλους τους παλιούς
καθώς ψυχορραγούσε στο καντήλι του το φως
θυμόσοφες οι σκέψεις ζωγραφίζονταν στο νου
και έβαφαν νια..ροδόχροη την ελπίδα.
⫷ λευκός της φύσεως μανδύας⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου