17 Μαρτίου 2021

''Οδός Εσπερίδων''

φωτο : από το διαδίκτυο
Η θλίψη της επίγνωσης
στο μπούστο σου γιορντάνι κρεμασμένο
θρηνείς το θάνατο του εφικτού..
μες στον μπαχτσέ των Εσπερίδων..
στου εικονικού της άψυχης οθόνη σου
στις Νύμφες και τις μάγισσες της Νύχτας..
στέκεται αντίκρυ σου ασάλευτα νεκρός..
με λέξεις άηχες ..με στεγνωμένο το μελάνι..
Φοράει κάθε βράδυ παγωμένο το χαμόγελο..
ανύπαρκτο αποτύπωμα ευελπιστών..
θα 'θελε να 'ναι και να μοιάζει φύλακας..
των ''μήλων των χρυσών'' των Εσπερίδων.
Ετόλμησες..
εκοίταξες βαθιά πίσω απ' το προσωπείο του
ήτανε οι καιροί σκληροί κι ο Μάρτης αλλοπρόσαλλος
επρόσμενε την ελευθερία του κήπου της Εδέμ
μέσα σε τοίχους σκοτεινούς..στην κάμαρη κλεισμένος
έκλεισες το παράθυρο στο βραδινό τ' αγιάζι
δεν ήταν καν ο Λάδωνας..για να τον προστατέψεις. 
αδύναμος..ζιζάνιο εφύετο στου κήπου το παρτέρι..
ο ''ελιτισμός'' του πνεύματος τον είχε κυριεύσει
απέβη η αντοχή σοφή..έκαμες πρόοδο..προκοπή
επορεύτηκες με την αδυναμία του..
η μόνη αδυναμία σου..να του φανερωθείς..
αναπάντεχα εμάντευες τη λύπη της ψυχής του.

''Οδός Εσπερίδων'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

16 Μαρτίου 2021

''Ένας ευαίσθητος δραπέτης''


Ένας ευαίσθητος δραπέτης αντοχής
ελαχταρούσες χρόνους να γενείς
εμελέταες αποδράσεις...
απ' τους παλιούς ακόμα τους καιρούς
άφηνες το κρεβάτι που επλάγιαζες
πλανιόσουνα στις γειτονιές με δυο φτηνές γαλότσες
κι άμποτες αναρριχητής στα άνθια μιας αλήθειας
μία ζωή σκιαζόταν η ψυχή..εσμίλευε τις σχέσεις
Τώρα μεγάλωσες πολύ..
τις ερωταπαντήσεις κρίσεως επέρασες επιτυχώς..
σε αγκαλιάζουνε σφιχτά σαν το κισσό..
μονάχα οι γλυκειές επιλογές σου..
Kλείνεις τ' αυτιά στο μέτριο..στο ευτελές..
αδειάζεις απ' τα αμπάρια σου το συρφετό..
χαράζεις πορεία μόνο εμπρός..
ακούς τους ήχους απ' τα βάθη του νερού
ο χρόνος σου αδιάκριτα στενεύει..
γλυκά εστιάζεις..τραγουδάς..τα ηχοχρώματα
που τα μπουρού ως τ' αυτιά σου ταξιδεύουν..
μύρια στιχάκια χαρακιές λαβώσαν την ψυχή
αιώνες τώρα τα ετραγούδησε ετούτος ο απλός λαός...
στα νανουρίσματα της μάνας σου ...
μύρια στιχάκια γίναν γιατρικό
στων ''Παραδείσων'' της αλήθειας σου των αξιών
την πλήρωση εζητούσες.


''Ένας ευαίσθητος δραπέτης'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

12 Μαρτίου 2021

''Χαμόγελο -Ροδένια και παλιάτσος''

Στις φτωχογειτονιές..μες σε σαλόνια αρχοντικά..
εύμορφα κρεμασμένες...
ακουαρέλλας χρώματα φορούν..μάσκες πολλές
μάσκες τρανές..άλλες μικρές..χρώματα προσωπεία.
Απομεινάρια μιας ολάκερης ζωής
μέσα στους πάπυρους για χρόνια στοιβαγμένα
πεσίματα ...πληγές...γδαρσίματα
κραγιόνια ανεξίτηλα ...μολύβια αυτά κερένια 
στης μασκαράτας της γενικευμένης τον καιρό
στην ενδελέχεια της ψυχής γεννούν ακουαρέλλες..
κατηφορίζει ως τον καθρέφτη σου 
ο ξεχασμένος χρόνια γελαστός
παλιάτσος σου με την αλλόκοτη μορφή..
το μάτι κλείει περιπαιχτικά......
μιας μεταμφίεσης προσωρινής  
χαρά για να τρυγήσεις σου γυρεύει..
φορείς το καπελλάκι σου το ασορτί
βάζεις στα μάγουλα ολίγον ροζ
εκείνο ροδοζάχαρη που σ' έκανε  να μοιάζεις.
Ροδένια ντύνεσαι τανάπαλιν
στην αγοραία μέθη των συντρόφων σου αναμεσίς
το δάκρυ το απόκρυφον σταλάζεις κατά γης
καθώς περσόνες γέμισαν οι γκαλερί
μένεις κρυμμένη μες στο δάσος σου και ντύνεσαι
Χαμόγελο - Ροδένια και Παλιάτσος..

'' Χαμόγελο - Ροδένια και παλιάτσος'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

11 Μαρτίου 2021

''βόγγων αχός στις ποταμιές..''


Έτσι ορίζαν οι Θεοί..κι αθέλητα το βλέμμα ακολουθούσε
τόσες ψυχές να πνίγονται στου κόσμου το ποτάμι
στης λασπουριάς τον πάτο να φουρκίζονται
κι εσέ σε ζύγωσε η μοίρα μια φορά.. παραπλανητικά ..
σου εκυμάτισε κατάλευκο μαντήλι
στης θάλασσας να κατεβείς..το μαγεμένο γυρογυάλι.

Μα εσύ..που τη ζωή ελαχτάραες
 σε ποταμούς  σε καταπράσινα νερά να τηνε λούζεις..
έσω ο καιρός..
βόγγων αχός  στις ποταμιές του κόσμου σε καλεί...
όρθωσες το ανάστημα κι επήδηξες στη βάρκα..
τι κι αν του ριζικού σου η βάρκα ήτανε μικρή..
στις φουσκοποταμιές αύτανδρα κι αν βουλιάει.

Στη νυχτωμένη μνήμη σου ακόμα το τρικύμισμα κωπηλατεί
και γλυκογγίζει το ποτάμι.. βαρκάρης ντύνεσαι απαρχής..
τα γλαροπούλια έρχονται απ' τις θάλασσες τις μακρινές
πάνω απ' το γαλαζόπλωρο καράβι σου πετούν
και σε ρωτούν αν εστάθης ικανός αλιευτής
αν άντεξες τον πόλεμο στις άκριες..
στου κόσμου το ποτάμι..

''βόγγων αχός στις ποταμιές.'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

7 Μαρτίου 2021

''το καφενείον έκλεισε''



 
 
Μου γράφεις έκλεισε το καφενείον και πικραίνομαι
τόπος συνάντησης ζωών 
που γλίστρησαν στου χρόνου τα σοκάκια
κι' αποσταγμένων ιδεών στα σιδερένια τραπεζάκια.
η μνήμη αχόρταγα ρουφάει καπνούς στριφτού τσιγάρου..
δυο τρεις τσιμπούκι τράβαγαν..θαρρούσανε
θα ξέφευγαν τ' αντάμωμα του χάρου.
άλλοι μιλούσαν σιγανά γι αγάπες προδομένες..
και οι δασκάλοι του χωριού εντύνανε της ένδειας τη γύμνια
Παρήγγειλα βαρύ γλυκό..φωνές βρισιές για τα πολιτικά
στρίβοντας τα μουστάκια τους..που ήσαν λερά κι αξούριστα
απ' τον κάματο για τη σοδειά..ξωμάχοι απελπισμένοι..
κι άλλοι επαίζανε ξερή επίναν και ρετσίνα..
Το μάτι μου έπεσε σε μια γωνιά που ο λύχνος ετρεμόσβηε
ένας εφόραε μια χλαίνη για παλτό που ήταν ματωμένη
ο γυιός του του την έφερε από το Τεπελένι
έπνιγε την απελπισιά..που ο πόλεμος δεν τέλειωνεν αιώνες
σ' ενα τσίπουρο μπροστά μ' ένα μεζέ ..
λίγες ελιές και μια ψητή..στη χόβολη πατάτα..

''το καφενείον έκλεισε'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

6 Μαρτίου 2021

''σαν μεσιτεύει ο Θεός ''


Ό,τι σε πείσμωσε πολύ ..τάμα εγίνηκε
βαθεία προσευχή.....
εγίνηκε το κόκκινο πανί
μες στην αρένα της ζωής..σ' έχρισε ταυρομάχο..
Σεσημασμένοι ονείρων κόφτες..άνοες
εμοίραζαν το πένθος στις ψυχές..
απ' όλα πιότερο σαν ήσουνα παιδί
το βλέμμα το θλιμμένο της μητέρας σου εκαρφώθη..
οι λέξεις ξιφολόγχες π' τρυπάγαν την καρδιά
του γείτονα τα λόγια τα βαριά..έρχονται απ' τα βάθη
 ''Θαμμένη η ελπίδα σου Σουλτάνα μου
πως σπίτι θ' αποχτήσεις..καλύβι να μη βρέχεσαι
της προσφυγιάς η ανέχεια καθημερνά θα σε συνθλίβει''..

Τούτη η φωνή η αλλαζονική παράδοξα
εγέννησε στα μέσα σου το ακαταμάχητον
πέταξες απ' τα χέρια τα καρφιά
ένα δάκρυ Του έσταξε απάνω εις τους ώμους
εκατρακύλησε στα βράχια τα ασήκωτα
είναι που πάντα μεσιτεύει ο Θεός
να σκαρφαλώνουνε στο μπόι του
όσοι πολύ επιμένουν....

''σαν μεσιτεύει ο Θεός'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

4 Μαρτίου 2021

⫷ Ανοίξεως πόθοι ⫸

 

Ήτανε βλέπεις Άνοιξη
πεισματικά το γλυκόχροον φως
θορύβους μου εγέννα....
Οι ευελπιστούσες πλάνες μου
μια πραγματεία του έρωτα εζητιάνευαν
''Ανοίξεως τους πόθους'' να γευτούνε.
Πόθοι κρυφοί ..ανομολόγητοι
 στο μεταξένιο το μαντήλι μου..
δένανε κόμπους ναυτικούς..
εσφίγγαν το λαιμό μου..
Είναι ............
που μου στρωνε το νυφικό κρεβάτι ο Απρίλης μου..
στην Άνοιξη μ' εγύρναε της νιότης μου
γλυκά με τυρρανούσε....

Σοφίας Θεοδοσιάδη  -⫷ Ανοίξεως πόθοι ⫸

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

'''καμπάνες στο μετόχι''

 
φωτο : από το διαδίκτυο

Δε σταματάγαν να χτυπούν
εις το μετόχι της ψυχής της οι καμπάνες
τα πρωινά την ένιβαν...
τη νύχτα οι απόηχοι λούζοντας  την ξυπνούσαν..
οι ήχοι των την εταξίδευαν στο υψιπετές
ανήσυχο το βλέμμα εσκαρφάλωνε
στις κορυφές του Όλυμπου..των Άλπεων..
να ψάξει να 'βρει γιάνκεες..μοναδικά εντελβάϊς
ήταν αβάσταχτη του κόσμου η ομορφιά..σαν όνειρο
λες ξάφνιασμα στης νύχτας και στου κόσμου το σκοτάδι...
ένας μονόδρομος..μια προσταγή το αχολόγημα..
σε βινύλλιο ακριβό για το σωσμό  η ψυχή να καταγράψει.

'''καμπάνες στο μετόχι'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

''αυγή του κάμπου μ' 'εθαλλες''

Πίνακας : Edward Cucuel

Θέλω να φεύγω..να επιστρέφω..να γυρνώ
στις ρεματιές..στις σκιερές..από κάτου στα πλατάνια.
μακριά μου πίσω να ξεχνώ τα μισερά..τα άσκημα
να γδύνω το κορμί απ' το φόρεμα της λοιμικής
γυμνή το πέπλο  να φορώ της ομορφιάς
στων ποδαριών τις παρυφές και στου βουνού τα χάδια.

Δωσ' μου τα φτερά σου αετέ και πάρε με στ' αψήλου
πάρε με εκεί στο ρηξικέλευθον  και δείξε μου
τις θύελλες μαζί σου στους αιθέρες ν' αψηφώ
να βλέπω από ψηλά τις ράχες και τα λιακωτά
θέλω εκεί πέρα πια να ζω με τους απλούς ανθρώπους
ν' ακούω τα βράδια το βοσκό να παίζει τη φλογέρα
κι ευθύς να στήνουνε χορό ανθρώποι..ζα..στοιχειά.. 

Πάρε με αετέ μου στο χωριό..κοπέλες όμορφες να δω
τις μέρες του πανηγυριού με χάρη πως χορεύουν.
καρδιές των νιών των αγοριών αργά πως τις μαραίνουν.
το όνειρό μου να 'ν τις νύχτες πιο γλυκό
μες στ' Απριλιού τα βράδια τα μικρά
πάνω απ' τα σύννεφα να κατοικώ..στην ανοιχτή φωλιά σου..
 
Αυγή του κάμπου μ' έθαλλες..
Ωραία που εχάραζες στου κάμπου τα λημέρια..
λογιών λογιών λαλήματα κι ο ήλιος βασιλέας.
ανάμεσα στις φυλλωσιές οι δέσμες του φωτός σου
τα μάτια εμονοπώλησαν..παγίδευσαν το βλέμμα
τρέχουν αέναα εσαεί μες στα τριφύλλια..στις καλαμποκιές
τα δάκρυα των ροζιασμένων γεωργών
τη Γης ελπιδοφόρα να ποτίζουν..
 
'' αυγή του κάμπου μ' έθαλλες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 

2 Μαρτίου 2021

''είπα να μείνω σιωπηλή''

Γυναίκα με σταυρωμένα χέρια, Πάμπλο Πικάσο, 1901-1902

Είπα να μείνω σιωπηλή..μα ένα σαράκι μ' εκατέτρωγε
τη ρετσινιά εφοβήθηκα..πως θα με πουν δειλή
τη ρήση παιδιόθεν μου εμάθαιναν..''η σιωπή είναι χρυσός''
κι έρχονταν οι σοφότεροι μ' εξύπναγαν..''πως είν' συνενοχή''.

Έτσι λοιπόν ένα πρωί εκατηφόρισα στο ερημικό μου ακρογιάλι
εβούτηξα..εξέπλυνα..εψέλισσα απελθέτω απ' εμού
εκείνο το σημάδι το λερό της ρετσινιάς της ''φοβικής''
γίναν οι λέξεις μου τα όπλα μου, οι ξιφολόγχες της ψυχής μου.

Οι νοθευμένες προσμονές..τις νύχτες στο κελί μου τριγυρίζουν
με σφίγγουνε οι χειροπέδες που με φόρεσαν γραμματικοί
είναι που πολύ μ' ονείρεψαν..ελεύθερη να μένω και να πράττω
είναι που τόσα μου έταξαν..τον κόσμο μου ν' αλλάξουν.

Γι αυτό με βλέπεις να κινώ τα πρωινά..να δρασκελίζω μνήματα παλαιά
θέλω να θάψω τις ντροπές..αξίες να ξεθάψω και γραφές σοφές
στης μνημοσύνης το βωμό..σαν κόλυβα στον κόσμο να μοιράσω..
κι ας λέν οι αδιάφοροι περαστικοί πως είμαι τάχα μια τρελλή
που ψάχνω σε πυθάρια προσκυνήματα σ' αρχαίες περγαμηνές.

''είπα να μείνω σιωπηλή'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

1 Μαρτίου 2021

''τρεις Άνοιξες''

 
Τρεις Ανοιξες εχτίσανε φωλιά
κατω απ' τα κεραμίδια της ψυχής μου
η μια ήταν που με γέννησεν η μάνα μου
ευλογημένη αυτή..ευλογημένη εγώ που γίνηκα μητέρα
κι οι άλλες δυο οι Άνοιξες ανθίσαν την καρδιά μου
Άνοιξη σας εγέννησα ..κι έκλεισα ενός μωρού τη μυρωδιά
σε μπουκαλάκι ακριβό..κειμήλιο κρυφό αγαπημένο..
και από τότες και μετά μαζί μου πάντα κουβαλώ
τις Άνοιξες κι εσάς μου λατρεμένα..

''τρεις Άνοιξες''  - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

27 Φεβρουαρίου 2021

''σειρήνων αντίλαλοι ''

Αντίλαλοι σειρήνων μακρινών
σφυροκοπούν το λογισμό μου
στήνουνε Βακχικούς χορούς
και ''τραγωδούν'' τους ήρωες..
που δεν εκάμανε με το Θεό ειρήνη..
Οι αληγείς ανέμοι μου
στην άδυτή μου θάλασσα ..
στα κάστρα της στεριάς μου τα ιερά..
αντιλαλούν μονότροπα
τους ήχους των σειρήνων..
κατρακυλούν σ' αχαρτογράφητα νερά
ξυπνούνε τους αγγέλους μου
νικούν τους δαίμονές μου..
ιστιοπλόος μέθεξης
στο κάλεσμα......
για της Ιθάκης το ταξίδι μου αφήνομαι παιδιόθεν..
τα σκάφη να σαλπάρουν είθισται
οι ψυχές ν' ανοίγουνε πανιά στα ανοιχτά
κι αν σε ναυάγια κολυμπούν βαθιά
η μνήμη ταξιδεύει εκεί νοσταλγικά..
στους τροπικούς και στις συντεταγμένες
στα μέρη που αράζαμε..φιλοσοφώντας σιωπηρά..
στο ύστερο.......
στο κάλεσμα της μάγισσας σειρήνας μου
ένα μονάχα επιθυμώ
στο πιο ψηλό κατάρτι ν' ανεβώ
και πριν αιώνια κοιμηθώ
αχόρταγα..στον οργιώδη οργασμό 
της απεραντοσύνης Του να αφεθώ
 
το παραλήρημα των γήινων να αποποιηθώ
να σώσω την ψυχή μου..
πριν την αγάπη αποχωριστώ
ανάσες των ψυχών αγαπημένων..

''σειρήνων αντίλαλοι'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


25 Φεβρουαρίου 2021

''επιμύθιον χαλεπών καιρών''

φωτο : από το διαδίκτυο
Επιθυμία μου διακαής..είθε να έζει ο Σουρής..
την πένα στο μελάνι να βουτήξει
πίσω απ' τον καραγκιοζ- μπερντέ
τους μύθους..το επιμύθιον του παραμυθιού
σκληρά να ζωγραφίσει..
άνθρωποι ..ανθρωποειδή σ' έναν τρελλό χορό
χοροπηδούν σαν νάνοι απάνω εις τη Γης
καίνε το επιμύθιον..καίνε το παραμύθι..
Εις το βασίλειο της Δανιμαρκίας ληστεία εγένετο τρανή..
θρηνών ο Σαίξπηρ..............
την Πολιτείαν που σέπεται σε τάξη ανακαλεί..
στ' αποστακτήριο της ζωής
εκλάπη και η συνταγή της γνήσιας τεκίλας
τώρα μεθούν..γλεντοκοπούν ως πιθηκοειδή
ηδύποτα ρουφούνε νοθευμένα..γιαλαντζί
άδεια η πλατεία από πότες της αληθινής ζωής..
η μέθεξη στο έλεος..αόρατα τα λαμπυρίζοντα νερά
στων ''μεθυσμένων της εξουσίας'' οι ανθρώποι..
το επιμύθιον των χαλεπών μας των καιρών
στέλνει βροχές..μουσκεύει..Χειμωνιάζει τις ψυχές.. 

''επιμύθιον χαλεπών καιρών'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

 επιμύθιον : στο τέλος του μύθου.. κυρίως διδακτικού περιεχομένου σχετικό συμπέρασμα.

 ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

24 Φεβρουαρίου 2021

''μη λυπηθείς''


φωτο : από το διαδίκτυο
Μη λυπηθείς εκείνους που πονούν
για της αγάπης τον καημό.. 
που στήνουνε καρτέρι
νύχτες και αξημέρωτα  βουβά
μπροστά σε παραθύρια..
 είν' ο καημός τους ρόδον Δαμασκού..
στον κήπο της Εδέμ τους..

Λυπήσου τον ανέραστο..
 που χέρσο μονοπάτι επερπάτησε
σε παραθύρι γιασεμιού περαστικός..
δε στάθη..δ' εμυρίσθη.. 
ένα αίνιγμα άλυτο..βαθύ..
για τη θλιμμένη του ύπαρξη ..
θα καίει τα σωθικά του.

Κι έλα μαζί να τραγουδήσουμε
τ' όμορφο μονοπάτι που επήραμε
και με φτερά επετούσαμε..εκεί στα περασμένα..
μη μας λυγάει ο θάνατος που καρτερεί..
τις ώρες της σιωπής..
 
Μη λυπηθείς για τη ζωή 
βυζαίνοντας τις φλέβες της
 που ταξιδεύοντας σου εγλίστρησε..
γυρεύοντας το μυστικό σε παγωμένες λίμνες.. 
ετούτο μονάχα να κρατείς..
τα νερολούλουδα της αγάπης που εχάϊδεψες 
και τη ζωή σου άνθισες..
τριγύρω από βουβά ερημοκλήσσια..

''μη λυπηθείς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,