Κοιτάς
επίμονα των γλάρων το αμίλητο φτερούγισμα
και
περιμένεις πως θ' ακούσεις το χαμένο σου όνομα.
Δικό σου ήτανε ή κάποιου άλλου;
Τι σημασία
έχει εδώ,
όπου θολώνουνε
τα όρια και σβήνει η μορφή μ’ αφρούς,
εναγκαλίζεται
τους βράχους κι αφήνεται στ’ ατέρμονο τρικύμισμα,
μία ρυτίδα
χρόνου στο λειασμένο της ανυπαρξίας πρόσωπο.
Κοιτάς σε
βάθος το είναι σου και προσκαλείς το παρελθόν,
αν και γνωρίζεις
πως εκείνο είναι ήδη εξαντλημένο
σε λέξεις,
σε περιπαθείς προτάσεις που έσπασαν στα βράχια
και
θρυμματίστηκαν σε συλλαβές, σε ήχους ανερμάτιστους.
Άλλωστε τι άλλο
είναι οι στιγμές οι περασμένες,
αν όχι χρόνος
ξοδεμένος στη δημιουργία ενός μέλλοντος
που όταν ήρθε τελικά το απέρριψες;
Άλλος είναι αυτός
που ξεκινά και άλλος αυτός που τελειώνει το ταξίδι σου.
Κι εσύ
μένεις να ιχνηλατείς πορείες που ποτέ δεν πήρες
ή πορείες που
πήρες, αλλά έχασες το δρόμο σου,
ονόματα
λησμονημένα σε μια διαδρομή φωνών,
διερευνώντας
δήθεν με γνώση τον λαβύρινθο,
πηγαίνοντας από
άνθρωπο σε άνθρωπο,
από τη στίξη
στην αντίστιξη,
από όρθρο λύπης
σ’ εσπερινό χαράς,
απ' τη δροσιά
του πρωινού στην παγωνιά της νύχτας,
ψάχνοντας το
χαμένο σου μισό,
την ποθητή,
ιδανική σου όψη στον απέναντι καθρέφτη,
μια όψη που η
μοίρα δεν την χάραξε ποτέ στο σώμα άλλου ανθρώπου,
αλλάζοντας
το Εγώ σε Εσύ και το Εσύ σ’ Εγώ,
αλχημιστής που
ξέχασε τη μυστική του τέχνη.
Ξέρεις, σ’
αυτόν τον κόσμο δεν ξεχνάς μονάχα εσύ,
ξεχνούν και οι άλλοι.
ξεχνούν και οι άλλοι.
Ακόμη κι αν
σε ψάχνουνε απελπισμένα
μες στις
ρωγμές και στα ορύγματα που κρύβεσαι.
Κάθε περιπλανώμενος ερημίτης αναζητά τον άλλο ερημίτη,
να σβήσουνε
τη μοναξιά με μοναξιά.
Κι εσύ στο
ακρογιάλι περιμένεις να ’ρθει το χαμένο σου όνομα.
Δικό σου ή
κάποιου άλλου.
Τι σημασία
έχει πια, σαν σμίγουν οι φωνές
για ν’ ακυρώσουν τον ίδιο τον αντίλαλό τους;
για ν’ ακυρώσουν τον ίδιο τον αντίλαλό τους;
Τι άλλο είναι
η σιωπή από σκέψεις που δεν ακούν η μια την άλλη,
μα συνεχίζουν
να συμπορεύονται άσκοπα;
Εδώ στο
χείλος της στεριάς και του νερού προσμένεις
μήπως και ακουστεί
μια τελευταία φορά το χαμένο σου όνομα.
Ώσπου να
έρθει να σε βρει το κύμα.
Ώσπου να σ’
αγκαλιάσει το νερό σ' όλη τη δόξα των ονείρων του,
σ΄ όλο το
μεγαλείο της πληρότητας και του κενού,
με όλα τα
χαμένα ονόματα μα και με τ' όνομα του τίποτα.
Μόνο τα
ύδατα κρατούν το λόγο τους ασάλευτο μες στο τρικύμισμα.
Καλά, δεν το
περίμενες πως τελικά θα ερχόταν και σ’ εσένα η θάλασσα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου