Έτρεχα στα ποτάμια και στις ρεματιές
τις μοίρες και τις μάγισσες
που τραγουδούσαν στα τραγούδια τους
οι απλοί ξωμάχοι και οι λιοψημένες κοπελλιές
μήπως και συναντήσω..
Εκεί στου βάλτου τη γωνιά περνούσε ένα ποτάμι
έμοιαζε ήρεμο πολύ..τα Καλοκάιρια τα ζεστά μας
σαν βγαίναμε παγάνα οι λιλιπούτειοι
βουτώντας τη δροσιά για να γευτούμε..
Μα το Χειμώνα αγρίευε..εφούσκωνε..
επλημμύραγε τα στάρια του πατέρα μου
κι έτρεχε η μάνα μου αυλάκια για να σκάψει
να ξεθυμάνει το κακό..την αγριάδα του να διώξει..
Φόραγα τις γαλότσες μου την έπαιρνα κατόπι..
έψαχνα εκεί στα αυλάκια μέσα για να δω..
μήπως και οι μάγισσες και οι μοίρες περπατούσαν..
Έλεγα δεν μπορεί..δεν γίνεται αυτές..
οι μάγισσες..οι άλλες..οι καλές να μην υπάρχουν..
να 'ρθουν να προστατέψουνε τη μάνα μου..
που τα χωράφια της κοιτούσε για να σώσει..
Τα παραμύθια που μας διάβαζαν..
θαρρούσανε οι γιαγιάδες πως μας ενανουρίζανε
για να κοιμόμαστε ελαφρά..ονειρευάμενα τα βραδια
μα είχανε κρυμμένη μια σοφία περισσή..
είναι εκείνα που γεννήσανε
μες στης ψυχής μας τα κατάστιχα..
τους ήρωες που γίνανε οι στόχοι μας
και τα σημεία αναφοράς μας..
Γιατί στ' αλήθεια ποιός μπορεί να μου αρνηθεί..
πως πάντα στη ζωή του δεν περίμενε ..
τη μάγισσα εκείνη την καλή..
που σαν μια ''Θεία Δίκη'' θα 'ρχονταν
το άδικο και το σκληρό να τιμωρήσει..
΄Ετσι εγίνονταν η πάλη με τις μάγισσες
στο παιδικό μυαλό μου..
Μαζί μου ακόμα τώρα κουβαλώ
τις μοίρες..τις νεράϊδες και τις μάγισσες
που μου 'μαθαν τον κόσμο ν' αντικρύζω ..
καθώς τα βράδια μου 'στηναν χορό..
και με χαμόγελο μου γνέφαν..με καλούσαν..
για να μαθαίνω με υπομονή..να καρτερώ..
μου ψιθυρίζαν την ελπίδα..
Στην πάλη μου θα υπερνικάει πάντοτε..
εκείνη εκεί.. η μάγισσα η όμορφη
που μοιάζει με Νεράϊδα.
Φταίνε οι διδαχές απ' τους δασκάλους μου
πως η καλοσύνη ανταμείβεται ..
η εργατικότης..η ευγένεια εκτιμάται..
το όμορφο μπορεί να μετατρέψει το άσχημο..
κι ο δράκος μας να μεταμορφωθεί
με κόπο και ίδρωτα πολύ..
να γίνει πριγκηπόπουλο..
σαν η αγάπη η αληθινή την καρδιά του κυριεύσει..
και να μοιράσει απλόχερα το δίκαιο στους ανθρώπους...
Της φαντασίας μου τα δίχτυα
ήσαν απέναντι στα δίχτυα της ζωής..μικρά..
δεν έφταναν..δε φτάνουνε
για να σκεπάσουνε τα όνειρα
που πλάθουνε οι ανθρώποι εις τη Γης.
''ΦΟΡΑΓΑ ΤΙς ΓΑΛΟΤΣΕς ΜΟΥ'' ( ΠΑΡΑΜΥΘΟΠΟΙΗΜΑ)
- Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου