13 Οκτωβρίου 2019

''ΜΕΡΕς ΛΑΘΕΜΕΝΕς''


Εκτάκτως το δελτίον καιρού
βροχές προμήνυε όξινες
θανατηφόρες μοιάζαν οι ρανίδες της βροχής 
αίμα εστάζαν προδοσίας
μουσκεύανε εις την επικράτειαν
τα φτωχικά κωνάκια..
Λένε πως φταίνε οι καιροί
κατακλυσμοί και καταποντισμοί
οι λέξεις πολεμόχαρη απειλή...
τρέχανε αδέσποτα σκυλιά
στις αστραπές λουφάζαν οι ανθρώποι.. 
μα διόλου δεν εκπλήσσομουν..
Ραγδαία άλλωστε έβρεχε 
από γεννήσεως της Κτίσης μας
Φθινόπωρα.. Χειμώνες...
εθύμωνε και η μάνα μας
που εβρέχονταν τα ρούχα στο σχοινί..
Κι εγώ
που απ' το μικράτα μου το γνώριζα
πως είναι ευλογία Θεού η σπορά
χοές του έστελνα του ουρανού
τη γη να την ποτίζει...

Μα τώρα..
σήκωσε έναν αγέρα γύρω μου τρελλό
παρασυρμένα φύλλα του Φθινόπωρου
οι ανθρώποι ξεβρασμένοι..
μουντός καιρός και βαρομετρικό χαμηλό..
μου μαστιγώνει την αναπνοή
σκόνη σκεπάζει την ψυχή μου..
Απορημένο πια το βλέμμα μου
σε έκσταση η ματιά μου
ποιά τάχα είναι η βλαβερή
σαν σφαίρες πέφτουνε βροχή
σ' αθώων τα κεφάλια?
Υγραίνονται οι ψυχές 
σε τούτους τους κατακλυσμούς
σέπεται τ' όνειρο μαζί
κι αυτές οι λιγοστές οι συνειδήσεις..

Μη με ρωτάς πως και γιατί
της παιδικότης το παλιό
δελτίο καιρού μου αφουγκράζομαι
του εναπομείναντος αθώου εαυτού μου..
τότες που διάβαζα πως οι πολέμοι 
εγίνονταν μακριά..ωραίες ιστορίες στα βιβλία..
Εναγωνίως........
Η πυξίδα μου σε πεφταστέρια με οδηγεί..
μήπως γευτώ  το φως το ιλαρόν
σαν καταφέρω χρώμα πορφυρόν
από ουράνιο τόξο να ξεκλέψω..
Τα μερομήνια μελετώ
να δω για τον μελλούμενο
καιρό μου της σποράς και της σοδειάς μου..
Δεν θέλω να 'μαι ήρωας στον πόλεμο..
να στήνω θέλω μόνον Βατερλώ
για τα λιοντάρια της Ειρήνης...
μονάχα ένας  μικρός ασήμαντος
να 'μαι ξωμάχος εις τη γη
να την παλεύω με τα χέρια μου
νόστιμον ήμαρ να μοιράζω.... 

''ΜΕΡΕς ΛΑΘΕΜΕΝΕς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

12 Οκτωβρίου 2019

''ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΤΥΣΚΑΛΟ Η ΜΠΙΓΚΟΝΙΑ ''

Με του ανέμου σου τ' αδράχτι
μνήμες γνέθεις στα πλατιά της τα σκαλιά
της μάνας..που εστόλιζε η μπιγκόνια...
Γνέθεις..υφαίνεις..
χρόνια που εβάφτηκαν χρωματιστά
χρόνια που εβαφτήκανε λευκά
κρυμμένο κουβαλούσαν 
το λευκό της αθωότης..
Ένα φουστάνι όλα τους..πολύχρωμο...
γεμάτο λούλουδα αληθινά...
το πλαστικό δεν έστεκε
εις της μάνας το πλατύσκαλο
δεν κούμπωνε με το αυθεντικόν
σιμά στο κιούπι της μπιγκόνιας..
Κεντίδι στο σιρίτι μας με σταυροβελονιά..
οι κεραμένιες γλάστρες τους
σε σπίτια που ερημώνουν..
Αλλάξανε οι γειτονιές...
αλλάξανε οι άνθρωποι..
αλλάξαμε κι εμείς...
Φορτώθηκες στους ώμους σου
μνήμες να κουβαλείς..
σγουρούς ψιλούς βασιλικούς
ν 'αρωματίζουνε τους θάλαμους του νου
μπιγκόνιες να στολίζουνε
περβάζια της ψυχής σου...
Μενεξεδένιους χάραξες
δρόμους σαν τα παρτέρια
τι κι αν το χώμα απότιστο
ακόμα σου ανθίζει..
Μον' να..
αφήνει μια βαθειά ουλή
ο νοτισμένος τοίχος..
Τι με κοιτάς..
σου το 'λεγεν η μάνα σου..
όλον τον κόσμον κι αν γυρνάς
σε τούτο το πλατύσκαλο 
ο νους σου θα ριζώνει....

'' ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΤΥΣΚΑΛΟ Η ΜΠΙΓΚΟΝΙΑ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

11 Οκτωβρίου 2019

''ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΟ ΣΜΑΡΙ''

Μια λιτανεία στο γλυκοχάραμα
σκιες..στα χρώματα μορφές 
ίπτανται γύρω μου...
κρωξίματα γλυκά με ανταριάζουν..
αθεράπευτη η θλίψη μου..
ρομαντικά με προσκαλεί..
να ονειρεύομαι..
πίσω να με γυρίζω είν' λυτρωτικό..
φέρνει μαγεία..αναπαμό.
της Ιστορίας το ξεφύλλισμα
ν' ακολουθώ στο κάλεσμα
σε κείνο το ταξίδι μου το μακρινό
της νιότης που εξεθώριαζε
δε μ' έβγαλε ως τα τώρα μου
στις χώρες του βορά...

Έβγαλα το μολύβι μου..εσίμωσα
κοντά στο παραθύρι σας..
ήταν δυο σύννεφα..και δυο πουλιά
στον ουρανό..στα μάτια μου..
και εθάρρησα..
σημάδι εθάρρησα πως ήτανε
να μη σας λησμονώ
δεν ξέρω αν ήταν γερανοί
για αν ήταν οι ψυχές σας
μην το θαρρείς
πετάνε κι οι ψυχές..
κολλούν φτερά..λευκά φτερά
εξαγνισμού..αγνότης....

Σιωπώ...................
οι λεπτοδείκτες σταματούν..
να ζωγραφίσω αδυνατώ
τρανό το σμάρι των σκιών
στην άδολη ψυχή μου
δεν το χωράει το χαρτί
αποζητώ...
χωρίς απέλπιδες κραυγές
μπροστά μου να πετάξετε
χαρίζοντας παιάνες στους θνητούς
το χαμογέλιο σας να ζωγραφίζεται
στα σύννεφα που ταξιδεύουνε
στων αλησμόνητων τη χώρα..

Γέμισε μαυροπούλια ο ουρανός
κι εγώ στ' ανάμεσα..
για γερανούς παλεύω...
δεν ξέρω αν ψάχνω γερανούς του Ίβυκου
ή για κραυγές χαμένων Ευμενίδων.
Έλα ψυχή μου..
ανάστησε..ζωντάνεψε
στα βράχια να σταθώ τα ουράνια
τα μάτια τα δικά σας ν' αντικρύσω..
σε πείσμα των ανθρώπων που σφυροκοπούν
ερείπια σκορπούνε..
μύστης..αρχαιολάτρης να γενώ
και στα συντρίμια τους..
βωμούς λατρείας ν' αναστήσω.....

''ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΟ ΣΜΑΡΙ '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη 
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

8 Οκτωβρίου 2019

''ΔΕΝ ΕΣΑΡΚΩΘΗ ΕΙς ΤΑ ΧΕΙΛΗ''


Πέταξε τη χλαμύδα της την πένθιμη ..
ξεχύθηκε στους δρόμους της ξυπόλητη...
Εγνώριζε..επιμελώς αγνόησε..καθώς
άνομβρη γη η ζωή στα ύστερα τα χρόνια της
 κρύο νερό διψούσε...
Την προδοσία εμελέτησε..πρωθύστερα
στον κήπο της Γεθσημανής..καθώς
δεν εσαρκώθη εις τα χείλη η καρδιά.
ένας είναι ο Ιούδας στη ζωή
κι αν φίδι ο ίδιος στην ψυχή
πουκάμισο ποτέ του δεν αλλάζει .
Ο Ιούδας πρόδωσε..επρόδιδε εσαεί
αλαφιασμένος έτρεχε προς το γκρεμό
είχε μπερδέψει την ανάγκη με αγάπη
δεν εκοινώνησε ποτέ του το φιλί
όλα μετρήσιμα..άγευστα
όλα εντός νεκρά...
Να αναπνεύσει η κόρη εθέλησε...
ξημέρωμα εβγήκε εις το ξέφωτο...
στις πιο παρθενικές..του ξεγυμνώματος
στις πλέον ανυπεράσπιστες 
τις ώρες της ψυχής της
εκεί ετελέστηκε το φονικό..
στην ιερή της τη στιγμή
που ευρέθηκε μονάχη της μαζί του.
 
Θαρρούσε πως εκλάδεψε..αιμάτωσε
τα κρίνα και τα ρόδα του μπαχτσέ της..
μα ούτε που εσκέφτηκε ο άμοιρος στιγμή..
πως σαν Ιούδας άγευστο φιλί
το αποτύπωμα στα χείλη τα δικά της..
''μη  την ραβδίσετε συντρόφοι μου
για τον σκληρόν..τον άπρεπον
τούτον τον στοχασμόν της..
τι γρήγορα που επέρασεν το ρίγος!
μικρό κουρέλι γκρίζο που εσέρνονταν ..
λογίζονταν στα μάτια της
πρεμάτισμα στον αργαλειό
στο Ανοιξιάτικο το χράμι της
το υφάδι  με σοφία να τελέψει''..
Ο εραστής - ανέραστος
της προδοσίας αγαπητικός..
των αργυρίων θιασώτης..

 ''ΔΕΝ ΕΣΑΡΚΩΘΗ ΕΙς ΤΑ ΧΕΙΛΗ '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

7 Οκτωβρίου 2019

''ΝΑ ΨΑΧΝΕΙς ΗΛΙΟ ΓΙΑ Ν' ΑΝΘΕΙς''

Να ψάχνεις ήλιο για να ανθείς..
στη σκοτεινιά τη μελαγχολική..
στου Οκτώβρη την αντάρα..
χρυσάνθεμο στεφάνι να στολίζεσαι..
σαν κίονας Ιωνικός..στην τέχνη τους ..
κλέφτρα να γίνεσαι..να φορεθείς..
στης κεφαλής σου  ακροστολίσματα
ως έπλασαν..εντρύφησαν
αγάπησαν βαθείς συμβολισμούς..
παλιοί σοφοί τεχνίτες..εις το άνθεμον..
στην πίκρα του Χειμώνα σου
άρωμα των ανθέμων των χρυσών..
αντίδοτο..σταγόνες να σταλάζεις..
Μη φοβηθείς και μη σκιαχτείς..
στο παραμύθι με το δράκο και την κόρη
φερμένο από τη χώρα που τιμά
και που βαφτίζεται αυτοδίκαια..
χώρα των χρυσανθέμων..
για τη λουλουδιασμένη Ιαπωνία σου μιλώ..
στάσου..και φιλοσόφησε..
τι έψαχνε η κόρη..και τι ηύρε?


Τα φύλλα αφουγκράζεσαι τα χρυσαφιά
που εντύθηκε η αγκαλιά
στο μέρος της ψυχής της.
ωσάν του δράκου εκπλήρωσε..
σκληρές δοκιμασίες κι ατραπούς..
να φτάσει στον καλό της..
Θυσίες θέλει ο έρωτας..χοές..
να λιώνουν τα μαλάματα
να παίρνουν σχήμα της καρδιάς..
σαν θες...........
την εποχή των χρυσανθέμων ν' αναστήσεις..
Και  μη σκιαχτείς.. 

μη σε φοβίζουν τα Φθινόπωρα
που έρχονται και  περνάνε..
αγάπη σαν κλαδεύεις τα πρωινά..
σαν όμορφα..αθόρυβα και σιωπηλά

οι ψυχές..
στις μυρωδιές  τους συναντιούνται !!!
στο συναπάντημα ανοίγουνε οι κάλυκες..
ανθούνε τα μπουμπούκια....


 ''ΝΑ ΨΑΧΝΕΙς ΗΛΙΟ ΓΙΑ Ν' ΑΝΘΕΙς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
..............................................................................................................

6 Οκτωβρίου 2019

'' ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑς''


Mια αγωνία την επεριέλουζε..  
μην τύχει και ξεχάσει..και χαθεί..  
να μην αλησμονήσει και λησμονηθεί..
η σκέψη εστασίαζε..ανεξέλεγκτη..
πατήματα ν' αφήσει.. 
επιθυμία της διακαής...
τα λόγια της τα σιωπηρά..  
τα ανείπωτα χτυπήματα..  
της πόρτας της ψυχής της..
 με τον κονδυλοφόρο της ζωγράφιζε..
απόηχους..λευκώματα χρυσόδετα..

πα στις ξεθωριασμένες της..
προγόνων τις σελίδες...
Έρχονταν βράδια αλλόκοτα..
επνίγονταν..  
βράδια που την τυλίγαν οι περικοκλάδες του..  
απομυζούσανε το μέλι της ψυχής της....  
του κόσμου του παράξενου..  
που τις πληγές της ενδοχώρας της αιμάτωνε..
ξέφτια στο χράμι το υφαντό
του κόσμου του πολύχρωμου..  
αταίριαστες κλωστές και χρώματα..  
σε ένα υφάδι υφαμένα....  
Βαθύ πηγάδι η σκέψη της...
υπόγειες διαδρομές..  
δροσοσταλιές ποτιστικές..
στα μύρα της ψυχής της... 

Σάλεμα αέρινο έψαχνε η ψυχή..
παρά που η μέρα της εκύλαγε σκληρά.
κι ούτε που γνώριζε την έκβαση
της αύριον ημέρας.
Ανάμεσα απ' τη μοσχοβολιά 
της δεντρολιβανιάς..του γιασεμιού
η ψυχή στην έμπαση στης μνήμης της..
φυλλομετρώντας..ξεφυλλίζοντας
στης νοσταλγίας και της θύμησης
στης αναβάπτισης
τα μονοπάτια σιγανά την οδηγούσε.. 
Της άρεσαν τα ξεφυλλίσματα...
τα στεγανά της εφρουρούσαν...........


''ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

''ΤΟ ΙΕΡΟ ΜΟΥ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ''






Πάει καιρός..

που εγεύθηκα την Πίστη στα σημεία
μη με ρωτάς πως και γιατί..
είναι που επερίμενα 
τα βράδια μου τα σκοτεινά
ήλιος να τα φωτίσει?
είναι που επρόσμενα το καταχείμωνο
τα στάχυα να καρπίσουν..
για..μέσα απ' τα καμμένα μου
 που επρόσμενα βλαστάρια να ανθίσουν?.
Έτσι ο νους πλανεύτηκε...
βρήκε έναν τόπο να προσεύχεται.
χωρίς λιβάνια και κεριά
χωρίς πολυελαίους.
Όχι δεν είναι μια εκκλησιά 
που λειτουργάει τις Κυριακές
και στις γιορτές ..στις σχόλες..
είναι το δικό μου καταφύγιο ιερό
ψηλά φυλάει την κορφή
την πόλη αγναντεύει...

Μέσα στην ησυχία του βουνού
ανάμεσα στα κελαηδήματα των αηδονιών
στα λάβδανα τα ταπεινά
και στα θροϊσματα των φύλλων
κρατάει σφιχτά την Πίστη στ' αψηλά
ανοίγει την ψυχή..σκορπάει βάλσαμο
στρέφει τα μάτια του Θεού
στοχεύει την ψυχή μου..
μες στη γαλήνη του πρωιού
όταν τα βήματα γλυκά
εκεί με προσκαλούνε..
Δεν έχει σήμαντρα ακριβά
είναι η καμπάνα της η ταπεινή
που κρύβεται στιγμές- φορές
στον τρούλο της ψυχής μου..



''ΤΟ ΙΕΡΟ ΜΟΥ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

5 Οκτωβρίου 2019

'' Μάθε να Δίνεις..το Όνειρο''



Συνάδελφέ μου δάσκαλε
ετούτο θα σου ευχηθώ..
Στο όνειρο να στέκεσαι.............
στο όνειρο που έλεγε..
πως θα πετάξουν τα παιδιά σαν τα πουλιά..
σε μέρη άγνωστα και ξωτικά..
μέσα απ' τα παραδείσια βιβλία..
γιατί μιμούνται τα παιδιά..
είν' σφουγγαράκια αληθινά..
κι αν δουν σελίδες με πουλιά..
πετούν κι αυτά μαζί τους..
κι αν δούνε ταξιδιώτες και ερευνητές..
ταξιδευτές ονειρεύονται να γίνουν..
κι αν μέσα από τα παραμύθια οδηγηθούν
 σε πύργους..μάγους κι ήρωες.. 
μια αγάπη για την εξερεύνηση 
φυτεύεται στο βάθος της καρδιάς τους..
Δώσε βιβλία στα παιδιά..
χάρισέ τους το πέταγμα..το όνειρο!!! 
χάρισε όσο το αντέχεις..το μπορείς
κομμάτια απ' την ψυχή σου...
βάλε φτερά στα πόδια τους..
ορίζοντες στα μάτια..



Είναι η ευκαιρία επικοινωνίας μαγική..
το στοίχημα μεγάλο
διαδικασία ηθοπλαστική..
το δούναι και λαβείν σου...
είναι ιστορία μαγική
το μοίρασμα της γνώσης..

'' μάθε να δίνεις..το όνειρο'' - Σοφία Θεοδοσιάδη- εκπαιδευτικός
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

''ΠΕΝΙΧΡΟς ΚΗΡΥΞ''




Είχα άθελά μου σχεδόν βυθιστεί
στην αποχαύνωση 
της ελαφράδας της γραφής σου..
Χωρίς διάθεση υποτίμησης 
για τον επηρεασμό 
των αδυνάτων σου αναγνωστών..
στέκομαι στον αντίποδα  αυτών
με γνώσιν κι ενσυναίσθησιν
 σου ομολογώ..
στην έννοιαν ευρίσκεσαι 
μακράν της ανιούσης
την κατιούσαν έχεις πάρει προ πολλού...
εσμικρύνθη η ζωή σου αφόρητα θαρρώ
καθώς εξαντλείται στο ακόρεστον εγώ
εναγκαλίσθης τη σκια σου..
απύθμενος..μόνιμα ανεπαρκής..
ανολοκλήρωτος και άρα δυστυχής..
Εις την  καμπύλην σου της ευτυχίας..
εδήλωσες απών
η λυσσαλέα σου ορμή για μιαν επίδειξιν
θρέφει τα ταπεινά σου ένστικτα
κήρυκα πενιχρόν σ' αναγορεύει
εξώφυλλον σε κάμει ποταπόν....
Ωστόσο επιπλέον αγνοείς την ηθικήν
πως το δημόσιον καλόν
ποτέ του δεν στηρίχθη σε αριβίστες.

Συχώρα με αν σε πίκρανα
είναι κι αυτό το χούι μου
παιδίσκη ούσα που το κουβαλώ
τον κόσμο για ν'αλλάξω..
Φταίνε οι δασκάλοι μου γι αυτό
που εικόνισμα τους είχα
άλλοι ελέγαν πως απόδιωχνα σκιες
κι άλλοι πως τις φιλούσα..
ύστερα με περίσκεψιν και χάριν περισσή
υπόκωφα τις νύχτες εμειδιούσα..
Το 'ξερα μυστικά πως μ' ιντριγκάρανε
και μερικώς και ειδικώς..σκιες
αφόβως τις προσέγγιζα..
ήταν που χάνονταν αθόρυβα
καθώς το φως τις ξασθενούσε...
κι έτσι επέστρεφα ευτυχής..
στης εσχατιάς τις γειτονιές..
του προσφιλούς από παλιά
κοινωνικού μου  γαλαξία.

''ΠΕΝΙΧΡΟς ΚΗΡΥΞ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,




3 Οκτωβρίου 2019

''ΣΤΟΥ ΛΥΧΝΑΡΙΟΥ ΤΟ ΦΕΓΓΟς''




Τα πετρωμένα της τα όνειρα εμούσκευαν
οι στάλες τ' ανεμόβροχου στο παραθύρι της
άξαφνα την ανέμισε ο σορόκος της καρδιάς της
μια υποψία ευτυχίας την ψιχάλισε..
το βλέμμα.......
στο αντιφέγγισμα του λυχναριού
στο κασελάκι το παλιό με τα δαντελωτά
πλησίασε στη ζωή της...
Παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
στα ξεχασμένα μες στην κάμαρα
κρατούσε  απομεινάρια ..ξέφτια μιας ζωής
κρυμμένα γράμματα..χαρτάκια με τις θύμησες
λευκές δαντέλες που ο χρόνος εκιτρίνισε..
Στου λυχναριού το φέγγος αναγάλλιασε
λες και ζωγράφιζε τις άδειες τις σπηλιές..
που 'χαν κρυμμένα τα θεριά..
που εστοιχειώνανε της νιότης της τα κάλλη..
Το γιακαδάκι τράβηξε..φόρεσε στο λαιμό της
τα δάχτυλα ψαχούλεψαν 
τις τρύπες στο πλεχτό της
εσκέφτηκε...........
αφήναν χαραμάδες ανοιχτές
θα βρέξουνε οι στάλες τ' ανεκπλήρωτα
αμήχανα..στα άθελα..ετράβηξε 
ξήλωνε τη μεταξωτή κλωστή
έραβε τις ρωγμές της..

''ΣΤΟΥ ΛΥΧΝΑΡΙΟΥ ΤΟ ΦΕΓΓΟς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
.............................................................................................................

2 Οκτωβρίου 2019

''ΜΟΥΣΑ ΜΟΥ''

Μούσα μου εστάθη η ίδια η ζωή..
δεν την εκαταφρόνησα..
ούτε κι εκείνη εμένα...
της Τερψιχόρης ελαχτάρησα 
εκείνο το φουστάνι του χορού
μύθος να μοιάζουνε οι μέρες μου
 οι νύχτες μου να 'χουν το λυρισμό της...
Τραγούδια έκαμα τις αμαρτίες μου 
τις ανημπόριες μου στιχάκια
της μίζερης στιγμές- φορές αχλής
πέταξα το φουστάνι..
Στιχάκια έκαμα τα κολασμένα μου
τ' ακόλαστα ιερά μου τα φυλάγω
τους πειρασμούς προσκύνησα
τα πάθη μου ετάϊσα
τη δύναμη..αδυναμίες μου
σπόρους εφύτεψα στη ρίζα μου
δεντριά για να γεννούνε


Ο πιο τρανός μου ο καημός
είναι πως δε δυνήθηκα

μαζί σου να γεράσω..
τ'σπρα σαν χιόνια μου μαλλιά
την ώρα μου την ύστερη
όταν θα σβηεί το φως μου
άγνωρα χέρια μη χαιδέψουνε.

στο πέρασμά μου για τα σε
ήταν οι προσευχές μου..

Καρτέρι στήνω μες στις νύχτες μου
της Μούσας μου εκλιπαρώ
σαν οπτασία να σε φέρει
το τάμα να 'βγει αληθινό
την ύστατη εικόνα σου να ορώ...
στο επέκεινα σαν κινήσω για να σ' εβρω..

'' ΜΟΥΣΑ ΜΟΥ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
.............................................................................................................

1 Οκτωβρίου 2019

''ΑΝΘΡΩΠΟΙ''


Έμοιαζες προχωρώντας ν' αναπνέεις ηδονικά..
τις μυρωδιές της πόλης και του πλήθους..
έψαχνες μια γωνιά για να σκεφτείς.. ατομικά..συνολικά..
πότε κοιτώντας χαμηλά 
στις λίμνες ψάχνοντας..μες στα θολά νερά..
και άλλοτε τα όνειρα κοιτώντας 
στα χαμένα  σου φεγγάρια..
Και γύρω σου  το ψέμμα επερίσσευε
στα σπίτια..στις αυλές..στο μέσα μας..στα γύρω ..
Και υποσχέσεις..
υποσχέσεις στήνανε χορό..
Ο αγέρας γέμιζε από ''θα''.
Μα το ''θα''  το εσπείρανε..
σου το 'λεγε η νόνα σου σοφά
κι εκείνο δεν εφύτρωνε..
αφύτρωτος ο σπόρος του μαθές
και πολυκαιρισμένος..
εσέπετο στο άνυδρο το χώμα.
Παράξενοι οι άνθρωποι..οι εποχές αλλιώτικες..
και η υποκρισία και το φαίνεσθαι..
ντύνονταν καθώς πρέπει..
Τι με κοιτάς και απορείς
έτσι δεν ήταν πάντα?
Τι κρίμα αλήθεια κι άδικο.
όταν το φαίνεσθαι υπερτερεί του είναι! 



Γρήγορος και τρεχαλητός καιρός..
καιρός της ελαφρότητας..
και του φαστ- φουντ ημέρες
της μιας ημέρας έρωτες
και κλάμματα που μια βραδιά κρατάνε..
ερπετά που σέρνονται στη γη 
οι ανθρώποι ώρες - ώρες
για μιας θυρίδας το χρυσό κλειδί..
σαν να 'ναι οι άνθρωποι μιας χρήσεως.. 
σαν το σαπούνι που ξεπλένεις και πετάς..
σαν να 'ναι τσίχλα που ξεθύμανε η γλύκα της
 και καταγής τη φτύνεις..

Μα είν' η ζωή μονάχη της μια ποίηση
εμμονική της ομορφιάς..
και μη μου βαλαντώνεις..
κι αλί σε κείνον που μονάχα την ασχήμια της
σ' αντικαθρέφτισμα ορά..
Χαμένη μες στο πλήθος τριγυρνάς
υπάρχουνε και άνθρωποι
υπάρχει ακόμα ελπίδα 
σου το θυμίζουν οι αφανείς αγωνιστές 
στου δρόμου τη γωνία
σου το θυμίζουν οι αλτρουιστές..
σου το θυμίζουν οι φιλεύσπλαχνοι..
σου το θυμίζουνε και οι ερωτευμένοι
με δίχως μάσκα και γυαλιά
στα σκοτεινά δρομάκια
με μέγα πάθος σαν φιλιούνται...

''ΑΝΘΡΩΠΟΙ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 


30 Σεπτεμβρίου 2019

# ΑΚΡΩς ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟΝ#


 
Η ησυχία του πρωϊού
χωρίς τις άναρθρες κραυγές
παρέας του συμβιβασμού
άκρως σε γοητεύει..
πως σε τιμούνε οι σιωπές
που μέσα σου κραυγάζουν
γαλήνια σ' επισκέπτονται
συχνά σε λοιδωρούνε
μη φοβηθείς να τις ηλιάζεις εις το φως

μη φοβηθείς επί πίνακι
απέχθεια στιγμές - φορές
ωμά και στης σκληρότης..
στο ανούσιον να τρατάρεις.

άλλως..θα φέρεις εις τους ώμους
βάρος εγκληματικόν..συνέργεια..
να σέπεται η αλήθεια στους διαδρόμους...

Όλα έχουν τίμημα να λες εις τη ζωή 

και τι θαρρείς είν' ακριβό..
μα σα διαμάντι αστραφτερό
το δαχτυλίδι που θε να φορείς

στιγμές - στιγμές..εκειό..
της ακριβής.......
ενσυνειδήτου επιλεγμένης μοναξιάς σου.
 
Στην ησυχία του πρωϊού..
φαντάζει άκρως γοητευτικόν..
να αυτοσυστήνεσαι απαρχής..
να λες......εχάραξε...
Καλώς την... είμαι εδώ...
 
#ΑΚΡΩς  ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟΝ # - ποίηση - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

# κάτω απ' τις λεύκες#



Εκεί..

στο δρόμο βγαίνω που ενοστάλγησα
στους ίσκιους απ' τις λεύκες τις ψηλές
ψάχνω για τις σκιές τους
ψάχνω μες στα θροϊσματα
λαλήματα των αηδονιών
κουβέντες που ψηλώναν την ψυχή μου..
στου τόπου που με γέννησε ξαναγυρνώ
ωσάν που επιστρέφουνε
οι θαλάσσιες χελώνες...
ξορκίζω τις αδύναμες στιγμές
στων αναμνήσεων σαν περπατώ
εξαγνίζω την ψυχή μου...
 
Εκεί..
μια χαραγμένη διαδρομή
ο δρόμος που με  πήγαινε
 στα πολύβουα της πόλης
ο δρόμος που με επέστρεφε.
σ' εκειούς που με αγαπούσαν.
στους κάμπους που επλαγιάσαμε..
στα καπνοχώραφά μας
στις δημοσιές που εμάζωξα
τα Μαρτολούλουδά μας. 



Εκεί.. 
που η νιότη ανέσεις δεν λογάριασε
εκεί στις λεύκες  στις κορφές
που επέφταν πεφταστέρια
γέμιζαν το κρεββάτι μας
εγέμιζαν το νου...
 Όταν σε μιαν επιστροφή..το δρόμο
τούτον το μακρύ τον ξαναπερπατήσω..
σ' εκειούς π' αγαπηθήκαμε πολύ
σ' εκείνους θα με βγάλει
που από κοντά μου έφυγαν
ουχί ως κύμβαλα αλαλάζοντα
μα με διάκριση μεγάλη...

# κάτω απ' τις λεύκες # - σε ποίηση - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,



29 Σεπτεμβρίου 2019

''ΦΙΛΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ''



Λευκής μιας οπτασίας η σκια
χρώματα..αρώματα εσεργιάναγε
των φευγαλέων..περασμένων δειλινών της..
Σκόρπισε γύρω της κραγιόνια και μπογιές
τη δίψα της στιγμής..να την εζωγραφίσει
αίωρες στάλες στο χαρτί
να τις προλάβει ..να βραχεί
απ' τη χρυσόσκονη των αστεριών
πριν μετοικήσουνε ..χαθούν
εις το Σταυρό του Νότου...
άφηναν πίσω όνειρα..αγκάλες και φιλιά..
κορμιά που συναντήθηκαν..
αρώματα που έσμιξαν..
χνώτα που μπερδευτήκανε.
ανάσες που γεννήσανε αγάπες..
κείνες τις Παραδείσιες που εμοιάζανε
κι εδώσαν στης αιωνιότης το φιλί τους..
Κι έτσι καθώς τα σύννεφα άναρχα
εμετοικούσανε στο θόλο τον ουράνιο
η αγωνία της ενδύονταν την παλαιά
την μεγαλόπρεπή της αίγλη..
Φόρεσε λίγο κοκκινάδι στ' άχροα
στα τριανταφυλλένια της να μοιάζουνε
πάλαι ποτέ του πρωινού
μπουμπουκιασμένα χείλη... 
 
Ενότισε..εμαλάκωσε ο τοίχος της ψυχής
αχ! πως την εβασάνιζε το κόκκινο
το καταχωνιασμένο της συναίσθημα..
έφερνε ζέστη..φλόγα για ζωή
τι κι αν εξέπλενε τη γλύκα του ο χρόνος..
έσβηνε όλες της τις δυστυχιές..
ανεμοστρόβιλος η δική της η ζωή
γαλήνη..οργή..θλίψη..ξανά γαλήνη
αστέρι έψαχνε να βρει
φιλί στο χρόνο και σ' Εσέ
για να ταχυδρομήσει...

''ΦΙΛΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, 

28 Σεπτεμβρίου 2019

'' ΔΑΥΙΔ ΕΣΥ''..





Δεν είναι που του παραδόθηκες
είναι που εθέλησες να ζήσεις..
το κτήνος εξωθέν σου ατιθάσευτο..
βρυχάται ακατάπαυστα εντός σου...
Γολιάθ το σύστημα μες στ' αλωνάκι σου
αντίκρυ εστάθη πολεμόχαρο
Δαβίδ εσύ και πως να το παλέψεις..
τη σχηματοποιημένη που σου πρόσφερε
αρνήθηκες ζωή να κατοικήσεις..
τη θρυλική ιστορία του
καθένας μοναχός του καταγράφει.
Συνειδητά το εστήριξες φορές
ανάγκη επιβίωσης..
την απορρόφηση αρνήθης..
Περιπλανιέσαι στους θαλάμους σου..
θαρρείς πως η σφεντόνα σου
το στόχο δε θα φτάσει
τα πάντα είναι θέμα τακτικής
είναι φορές..που ο πόλεμος 
εις τα σημεία κερδιέται
είναι φορές που οι πανοπλίες οι βαρειές
στον πόλεμο σαν τσόφλια καταρρέουν..



Κι είναι φορές..
που σε νικούν..άπληστα στα σημεία.
στης Οικουμένης πέφτουνε
ακρίδες στους καρπούς..
και οι σωτήρες άσπλαχνα
μοιράζουν στα κατώγια την πενία...
Κι εσύ όλο λες και λες..και λες...
μη θλίβεσαι..θαρθεί ο καιρός Σοφία
θ' αλλάξουν χέρια οι σκυτάλες τι θαρρείς
θα 'ρθουν και στα δικά μας..
και λες..και λες..και φεύγει ο καιρός
και μόνο εσύ αλλάζεις
στρείδι που στο καβούκι κλείνεται η ψυχή
θιασώτης άποψης Ομηρικής
τα σημαντικότερα γεννώνται εις το ''μόνος'' 
βγάζει..κολλά φτερά ο νους ..
η σκέψη πεταρίζει..
πετάει απάνω απ' τους ομοίους της και 
κλείνεται στους κήπους της Εδέμ της..
Χαράς τονε που εδιάλεξε
την ήττα αποποιούμενος
σπορά στο χώμα να εγκυμονεί
μιας βλάστησης στο αύριο ν' ανθίζει.....

'' ΔΑΥΪΔ ΕΣΥ'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
......................................................................................................

  

27 Σεπτεμβρίου 2019

''ΓΡΙΛΙΕς ΜΙΣΑΝΟΙΧΤΕς''..



Εμείς π' αξιωθήκαμε..εις των στιγμών
στην κολυμβήθρα εβαφτιστήκαμε..
στων εποχών της αθωότητας..  
και στων καιρών μας την αψάδα..
εμείς που δεν ελογαριάσαμε..  
δε φοβηθήκαμε τα χέρια μας να μπήξουμε..
 σ' αλάτι σε έρημους γιαλούς..  
συλλέκτες νοστιμιάς για να χρισθούμε..  
για μας που αγαπήσαμε..
ετραγουδήσαμε στιχάκια καρδιακά..
ανθρώπων που μας στάλαξαν..
και στο φευγιό τους 
φόρεσαν στο πέτο μυρωδιά.. 
είναι όλες πρόσφορα οι εποχές..  
οι θάλασσες δεν στέρεψαν..
αλάτι να ξεβράζουνε στις αλυκές..  
γκρίζες..με ήλιο ή βροχές..  
ακόμα αρμυρίζουν τις ψυχές μας.. 

Όσα συμμάζεψα..όσα πρόκανα..

αποθήκευσα..
ηδύποτα άλλοτες μεθυστικά..
και άλλοτες..

κρασιά ήσαν ξινισμένα..
να περισώσω πάλεψα..
να μη θρηνώ τα βράδια τα μοναχικά..
κινηματόγραφου ταινία η ζωή..
στου ''σάουντρακ'' το αντίκρυσμα.. 
να μη βουλιάζω..να μεθώ..
εξευμενίζοντας τα βήματα..
στου χρόνου τη φθορά μου..


Όσοι..γενναίοι εραστές της ομορφιάς..

υποψιασμένοι ανελέητα στης ηδονής
καρπούς τρυγάμε ώριμους..
ταινίας λες σαν σινεμά..
τη λέξη γράφει προσεχώς..
το έργο συνεχίζεται............
για όσο.......
δεν έπεσαν οι τίτλοι της..
μακράν..αργεί το..ΤΕΛΟς..
μας πιάνει ένα γλυκό μεράκι να σου πω..

έρωτας ελιξήριος..ακόμα μας υφαίνει
είμαστε ακόμα εδώ!!!

 ''ΓΡΙΛΙΕς ΜΙΣΑΝΟΙΧΤΕς''- Σοφίας Θεοδοσιάδη..

.............................................................................................................

''ΚΑΛΠΑΣΜΟς ΝΕΑΝΙΔΟς ''


Κι όσο εμουρμούραγε στον τσίγκο η βροχή
ο καλπασμός των λόγων σου παλίμψηστον
επέστρεφε ως σύννεφο
κι όπου κι αν με ταξίδευε
δεν ηύρα άλλην περγαμηνήν..
δεν ηύρα τέτοιαν χαίτη......
''Άλογο κούρσας να γενείς..
να πέφτεις..να σηκώνεσαι
το χέρι ν' ακουμπάς στη γης
όρθή τα γκέμια να τραβάς
μ' ορμή εις την αρένα να διαβαίνεις..''
Βαριά στους ώμους για μικρού παιδιού
η συμβουλή σου του πατέρα..
Στο θαυμασμό μου για τα σε..
στης δύναμης..
τις πέτρες να σηκώνεις τις βαριές
στην δύσκολη ζωή σου
ενέδιδα ανεπιστρεπτί..
προσκύναγα τα λόγια τα σοφά σου.

Κι όταν την ψυχή εστένευε
το κοντό που της εφόραγαν
αδέξιο χαλινάρι..
έπαιρνα παραμάσχαλα τη ρήση σου
εφόραγα τη χαίτη μου
με το άλογο της κούρσας μου
το ακριβό μου Arrogate το πουλάρι
έβγαινα..να  καλπάσω τη ζωή
εκεί..που έμοιαζε στο ιδεατόν..
καθώς της άρμοζε
ως να 'ναι..κι ως της πρέπει...
Είναι όμορφα να σαλαγάς
τα γκέμια να ελέγχεις
ελεύθερος μες στα λιβάδια τα πλατιά
να χλιμιντράει η ψυχή σου..

''ΚΑΛΠΑΣΜΟς ΝΕΑΝΙΔΟς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

26 Σεπτεμβρίου 2019

''ΣΤ' ΑΓΙΑΖΙ ΤΩΝ ΛΕΙΜΩΝΩΝ''






Μες σε κοιλάδες με πολύχρωμες
σε έψαχνα τα βράδια πεταλούδες
εκεί που έστηναν χορό ψυχές γυμνές..

ζωές ευλογημένες..
ήταν που με κοινώνησες 

στης Ρόδου την κοιλάδα .
Εκεί που κυνηγήσαμε μαζί

που εξέφυγε απ' τα γήινα ο νους
πλανήθηκε η αγωνία ερήμην μας

μη και τις φυλακίσουμε
στης χούφτας της στενότης το σκοπό..

Καθώς δεν πιάνονται 
μου το ψιθύρισες στ' αυτί
μάτια μου οι ψυχές
είν' να πετούν ελεύθερες
το νου μας να μαγεύουν.


'' Έλα κυρά μου σ' ένα στοίχημα''..
ο ψίθυρός σου άγρυπνη
ακόμα με κρατάει...
να δώσουμε τα χέρια εμείς οι δυο..
υπόσχεση να δώσουμε ακριβή..
να γίνουμε κοιλάδα μοναχοί..
να στρώσουμε λιβάδια ..
λάβδανο να ν' το γιατρικό 
το Μύρο στις ψυχές μας
τ' αγιάζι των λειμώνων να αντέχουνε
ελεύθερες να μένουνε στο χρόνο..

Κι έρχεσαι τώρα και μου λες να μην πετώ 
στα σκοτεινά..σ' αφώτιστες κοιλάδες
πως τα φτερά σου χάθηκαν

στου Άδη τ' αχανή..
μα εγώ πετώ μες στις κοιλάδες σου
το στοίχημά μας αθετώ
το στοίχημα εσβήσθη..
στα ονείρατά μου
αγγίζω τα γαλάζια σου φτερά
και στέλνω δώρα και χοές..
ωσάν την Περσεφόνη ο εύσπλαχνος Θεός

επί της γης για να σε φέρνει..
ν' ανθείς καλέ μου στα λιβάδια του..
κι εκεί ανάμεσα στις πεταλούδες που πετούν..
να σε γνωρίζω..

να σου κλέβω στιγμιαία την ψυχή σου...

''ΣΤ' ΑΓΙΑΖΙ ΤΩΝ ΛΕΙΜΩΝΩΝ'' - Σοφίας Θεοοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

# ΣΤΗΝ ΚΥΔΩΝΕΑ ΤΗς ΣΤΕΡΝΑς#



Αχνάρια άφηναν στο διάβα τους

κι ευλογημένοι εμείς..
όσοι  τη μνήμη εξεδιψάσαμε
στης στέρνας το πηγάδι 
μεταλαβιά ευτυχήσαμε..
εμείς οι ζωντανοί επί της γης..
τα επατήσαμε ξανά..
λουστήκαμε στου ήλιου τα λιοπύρια
ξορκίσαμε τη γρουσουζιά 
στ' απήγανου τη μυρωδιά..
βραχήκαμε..
στις άκριες των νεραϊδοποταμιών..
και στων ξωθιών τις κόμες...
Ροδάνι ο χρόνος που κλωθογυρνάει
ριγώ σαν φύλλο του Φθινόπωρου
μαζεύω τα υφάδια της ζωής μου...
έπεσε πια το οχυρό στην έμορφη επικράτεια
των παλαίμαχων γονιών μου..
γκρεμίστηκαν οι πολεμίστρες από τον εχθρό
ο Παντοκράτωρ Θάνατος κυρίαρχος
εσάρωσε τα ονείρατα..
φερμένα απ' της Ανατολής..
τα έμορφα παρχάρια...
Άφησα πίσω μου την κυδωνέα μοναχή.
φύλακας άγγελος του παλαιού..
στης στέρνας δίπλα που εξεδίψαγε..
ανθρώπους..ζωντανά... 
Μοναχικός ο ένοικος στο πατρικό..
χορταριασμένης μνήμης
της Μνήμης  μου ο σύντροφος
τραγουδιστής στο χρόνο..
Είναι η Κυδωνέα μας
της στέρνας μας η έμπιστος..
η καρτερούσα ένοικος αμετανόητη..
ανθούσα..απελπισμένη..
Είναι η κυδωνέα ροζιασμένη..γέρικη
μοναδικής της συντροφιά 
τα αργοπατήματα..βραδύτητας..επιμονής
χελώνας στα ριζά της..
το κλάμα το ασίγαστο..
δεκαοχτούρας στ' αψηλά
στης εκκλησιάς τον πεύκο..
Να αγαπάς..να ταξιδεύεις..να πισωγυρνάς
στο καραβάνι να αφήνεσαι του χρόνου
σχοινί να ρίχνεις γέφυρας..να ακουμπάς
στον τόπο που σε γέννησε
για κείνον να δακρύζεις..
Προσκύνημα ποιος τα 'χατες για ποια φορά
στης παιδικότης την αυλή..θε να ματαπροκάμει?

# ΣΤΗΝ ΚΥΔΩΝΕΑ ΤΗς ΣΤΕΡΝΑς #  - νοσταλγικόν - σμιλεύτηκε από Σοφία Θεοδοσιάδη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,