Έτσι εξέφευγα τα βράδια μου
στης απουσίας της..
το παραθύρι αέριζα της θλίψης μου
μια δεύτερη της νιότης μου ζωή
απ' την αρχή την ξαναζούσα..
με πότιζαν οι μυρωδιές
έρχονταν απροσκάλεστα
απ' το σεντούκι το κλειστό
φρεσκάδα στα σεντόνια μου σταλάζαν..
Πως λαμπυρίζουνε..ξεπλένουνε
εξαγνίζουν την ψυχή μου οι θύμησες..
στα σύρματα σαν τρέχω από κάτω
κυνηγητό..κρυφτό σαν παίζουνε
στης μάνας την αυλή..
Ασπρόρουχα και γιακαδάκια σχολικά
με βελονάκι της γιαγιάς τα μεσοφόρια
όλα μες στο σκαφίδι της μάνας μου
ζητούσαν των χεριών της τη στοργή..
Πετρώνουν μάτια μου οι ψυχές
στον ήλιο σαν δεν απλωθούν..
μόσχο..λουλάκι να ξασπρίσουνε
φρεσκοπλυμένο ρούχο..
Δυό σκάφες είχε η μάνα μου
στο φούρνο κρεμασμένες..
η μια ήτανε ξύλινη για το προζύμι..
το ψωμί....
μαγιά να πιάνει αποβραδίς
ζωή τα πρωινά για να τρατάρει
κι η άλλη να ξεπλένει αμαρτίες
σώματος..ψυχής..κάθε Σαββάτο βράδυ
να λούζει το κορμί..την κεφαλή
εσώρουχο να σου φορεί
βότανου να 'χει μυρουδιά
απόσταγμα λεβάντας..
Είχαν μια δύναμη τρανή και μαγική
τα χέρια της..της μάνας..
απ' το πρωί στις θυμωνιές
το βράδυ εντυνότανε το γιορτινό
της μάνας της αγάπης το φουστάνι..
γρήγορα που αλλάζουν οι καιροί
εχάθη η δύναμη απ' τα χέρια της
εχάθη κι η μορφή της...
στα απλωμένα ρούχα ψάχνω για να βρω
σαν λογυρνώ μες στις αυλές μου τις παλιές..
μυρίζοντας τα χέρια τα δικά της..
απορρυπαντικό θαρρείς δυσεύρετο
το χρόνο να ξεπλένει...
να κοινωνούνε νου και λογική
σαν πρόσφορο της εκκλησιάς
της μάνας τα σκαφίδια....
'' ΤΗς ΜΑΝΑς ΤΟ ΣΚΑΦΙΔΙ' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου